Αλαδινό Άνδρου

οικισμός της Ελλάδας

24°53′48″E / 37.81389°N 24.89667°E / 37.81389; 24.89667

Το Αλαδινό είναι χωριό της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στην τοπική κοινότητα Μεσαριάς, της δημοτικής ενότητας και δήμου Άνδρου, της περιφερειακής ενότητας Άνδρου, στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης.[2][3] Πριν το σχέδιο Καποδίστριας και το πρόγραμμα Καλλικράτης, ανήκε στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Νήσων Αιγαίου.[4][5]

Αλαδινό
Αλαδινό is located in Greece
Αλαδινό
Αλαδινό
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα[1]
ΠεριφέρειαΝοτίου Αιγαίου
Περιφερειακή ΕνότηταΆνδρου
ΔήμοςΆνδρου
Δημοτική ΕνότηταΆνδρου
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΚυκλάδες
ΝομόςΚυκλάδων
Υψόμετρο180
Πληθυσμός
Μόνιμος219
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας84 500
Τηλ. κωδικός22820

Γεωγραφία

Το Αλαδινό είναι ηπειρωτικός οικισμός της Άνδρου. Βρίσκεται στο νοτιοκεντρικό τμήμα του νησιού, στις νότιες απολήξεις του Πετάλου, σε μικρό ποταμό και πάνω στον κύριο επαρχιακό δρόμο Χώρας-Γαυρίου, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 180. Απέχει περίπου 6 χλμ. ΝΔ. της Χώρας Άνδρου και 26 χλμ. περίπου ΝΑ. του Γαυρίου.[4][5][6][7]

Πληθυσμός

Μόνιμος[8][9][10]
ΈτοςΠληθυσμός
1991179
2001206
2011223
Πραγματικός (de facto) [2][4][5]
ΈτοςΠληθυσμός
1961157
1971145
1981167
1991174
2001203
2011224

Διοικητικές μεταβολές μέχρι τον «Καλλικράτη»

Ο οικισμός αναγνωρίστηκε το 1835 και προσαρτήθηκε στον δήμο Άνδρου. Το 1912 αποσπάστηκε από τον δήμο Άνδρου και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Μεσαριάς. Με το ΦΕΚ 244Α - 04/12/1997 αποσπάστηκε από την κοινότητα Μεσαριάς και προσαρτήθηκε στον δήμο Άνδρου.[3]

Αξιοθέατα

  • Η πετρόχτιστη γέφυρα Αλαδινού (γέφυρα Μεγάλου ποταμού) αξιόλογης αρχιτεκτονικής, με σκαλοπάτια, κατασκευασμένο το 1680 από τον Ηπειρώτη αρχιμάστορα Κίτσο Ζώη και τη συντεχνία του.
  • Ο ποταμός του Αλαδινού, με πάπιες, νεροχελώνες κ.α. που οδηγεί στο σπήλαιο
  • Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στο κέντρο του οικισμού

Σπήλαιο Αλαδινού (Φόρος)

Νότια του οικισμού βρίσκεται το σπήλαιο Φόρος στη θέση «Χάος», το οποίο εξερευνήθηκε από τους πιονιέρους σπηλαιολόγους Άννα Πετροχείλου και Στέργιο Διακογιάννη. Καταλαμβάνει έκταση περίπου 500 τ.μ. και είναι από τα πρώτα ανακαλυφθέντα σπήλαια της Ελλάδος (αριθμός 15 στον σχετικό κατάλογο της Ε.Σ.Ε.) Η ονομασία του προέρχεται από την πεποίθηση των παλαιοτέρων κατοίκων του χωριού ότι, όσα ζώα έπεφταν μέσα σ’ αυτό και σκοτώνονταν, πλήρωναν «φόρο» στα κακά πνεύματα και, έτσι, απαλλάσσονταν οι ίδιοι από κάθε κακό. Μετά από κατακόρυφη κάθοδο 10,5 μ., περίπου, διανοίγεται το κυρίως τμήμα του σπηλαίου, με διαδοχικούς θαλάμους και διαδρόμους, τους οποίους στολίζουν όμορφες κολώνες, σταλακτίτες και σταλαγμίτες σε διάφορα σχήματα και χρώματα. Οι διάδρομοι που είχαν ανοιχτεί για το κοινό έφθαναν τα 180 μ. σε μήκος.

[5][7][11][12]

Παραπομπές

Πηγές