Δισιλοξάνιο

χημική ένωση

Το δισιλυλοξάνιο[1] (αγγλικά: disilyloxane) είναι ανόργανη χημική ένωση, που περιέχει πυρίτιο, υδρογόνο και οξυγόνο, με μοριακό τύπο Si2H6O, αν και συνήθως παριστάνεται πιο αναλυτικά με τον ημισυντακτικό τύπο (SiH3)2O. Αποτελεί το πυριτιούχο ανάλογο του διμεθυλαιθέρα. Είναι το απλούστερο σιλοξάνιο. Το χημικά καθαρό δισιλυλοξάνιο στις «συνηθισμένες συνθήκες», δηλαδή σε θερμοκρασία 25 °C και υπό πίεση 1 atm, είναι άχρωμο αποπνικτικό αέριο.

Δισιλοξάνιο
Γενικά
Όνομα IUPACΔισιλοξάνιο
Άλλες ονομασίεςΔισιλυλαιθέρας
Δισιλυοξείδιο
Χημικά αναγνωριστικά
Χημικός τύποςSi2H6O
Μοριακή μάζα78,22 amu
Σύντομος
συντακτικός τύπος
(SiH3)2O
ΣυντομογραφίεςDSO (DiSilylOxide)
DSE (DiSilylEther)
Αριθμός CAS14475-38-8
SMILES[SiH3]O[SiH3]
InChI1S/H6OSi2/c2-1-3/h2-3H3
PubChem CID123318
ChemSpider ID109921
Δομή
Διπολική ροπή0,24 D
Ισομέρεια
Ισομερή θέσης1
Δισιλανόλη
Φυσικές ιδιότητες
Σημείο τήξης-144°C
Σημείο βρασμού-15,2°C
ΕμφάνισηΆχρωμο αέριο
Χημικές ιδιότητες
Επικινδυνότητα
Κίνδυνοι κατά
NFPA 704

4
2
1
 
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa).

Παραγωγή

Στις μέρες μας, το δισιλυλοξάνιο παράγεται κυρίως με μετατροπή σιλανίου ή (στοιχειακού) πυριτίου (αρχικά) σε μείγμα μονοξειδίου του πυριτίου και υδρογόνου, με αεριοποίηση. Αυτό το μείγμα μετά μετατρέπεται τελικά σε δισιλυλοξάνιο με την παρουσία καταλύτη. Εναλλακτικά, σε εργαστηριακή κλίμακα, μπορεί να παραχθεί με υδρόλυση κάποιου αλοσιλανίου (SiH3X). Και στις δυο περιπώσεις, ενδιάμεσα παράγεται σιλανόλη, που υφίσταται άμεση διαμοριακή αφυδάτωση, επειδή είναι αρκετά ασταθής:

Σημειώνεται ότι, αντίθετα από τη σιλανόλη, η μεθανόλη χρειάζεται τη βοήθεια καταλύτη για να αφυδατωθεί.

Ιδιότητες

Το δισιλοξάνιο αντιδρά σε χαμηλές θερμοκρασίες με αλογονίδια του αργιλίου, παράγοντας τα αντίστοιχα σιλυλ- και σιλυλεν- αλογονίδια και σιλάνιο. Το δισιλοξάνιο γενικά θεωρείται (σχετικά) σταθερό στο νερό. Ωστόσο, υδρολύεται, αν και πολύ αργά, εκλύοντας υδρογόνο:

Είναι, όμως, πιο ευδιάλυτο στον διμεθυλαιθέρα.

Παρατηρήσεις, υποσημειώσεις και αναφορές