Κολομβιανή σύγκρουση

Η κολομβιανή σύγκρουση άρχισε περίπου το 1964 ή το 1966 και είναι ένας συνεχής, χαμηλής έντασης, ασύμμετρος πόλεμος μεταξύ της κολομβιανής κυβέρνησης, παραστρατιωτικών ομάδων, συνδικάτων εγκλήματος και ανταρτών της αριστεράς, όπως οι Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις Κολομβίας (FARC-EP), καθώς και ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (ELN) , πολεμούν μεταξύ τους για να αυξήσουν την επιρροή τους στην κολομβιανή επικράτεια.[1][1][2][3][4][5][6][7]

Κολομβιανή σύγκρουση
Conflicto Armado Colombiano
Χάρτης της Κολομβίας
Χρονολογία27 Μαΐου 1964–26 Σεπτεμβρίου 2016
ΤόποςΚολομβία
ΈκβασηΣε εξέλιξη
Εδαφικές
μεταβολές
El Caguán DMZ (επί του παρόντος ανύπαρκτη)
Αντιμαχόμενοι

Κρατικές δυν.
Κολομβιανή κυβέρνηση

  • Κολομβιανές Ένοπλες Δυνάμεις

Παραστρατ.

  • AUC (Διαλ.)

Αντάρτες

Ο Κόλιν Πάουελ, τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ που επισκέφθηκε την Κολομβία στο πλαίσιο της στήριξης του Σχεδίου Κολομβία των Ηνωμένων Πολιτειών

Είναι ιστορικά ριζωμένη η σύγκρουση, γνωστή ως Λα Βιολένσια (La Violencia), η οποία πυροδοτήθηκε από την δολοφονία το 1948 του λαϊκιστικού πολιτικού ηγέτη Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν[8] και τον απόηχο στις Ηνωμένες Πολιτείες, που υποστήριζαν σθεναρά την αντι-κομμουνιστική καταστολή στην ύπαιθρο της Κολομβίας τη δεκαετία του 1960, κάτι που οδήγησε τους φιλελεύθερους και κομμουνιστές αγωνιστές να αναδιοργανωθούν στις FARC.[9]

Οι λόγοι για τους οποίους εμπλέκονται στη σύγκρουση, ποικίλλουν από ομάδα σε ομάδα. Οι FARC και άλλα αντάρτικα κινήματα ισχυρίζονται ότι αγωνίζονται για τα δικαιώματα των φτωχών στην Κολομβία, για να τους προστατεύσουν από την κρατική βία και για την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης μέσω του κομμουνισμού.[10] Η κολομβιανή κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι πρέπει να αγωνίστεί για την τάξη και τη σταθερότητα, και επιδιώκει την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των πολιτών της. Οι παραστρατιωτικές ομάδες ισχυρίζονται ότι πρέπει να αντιδρούν σε υποτιθέμενες απειλές από αντάρτικων κινημάτων.[11] Και οι δύο ομάδες, των ανταρτών και των παραστρατιωτικών έχουν κατηγορηθεί για συμμετοχή σε διακίνηση ναρκωτικών και για τρομοκρατία. Όλα τα μέρη που εμπλέκονται στη σύγκρουση έχουν επικριθεί για πολυάριθμες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Σύμφωνα με μια μελέτη από το Εθνικό Κέντρο Κολομβίας για την Ιστορική Μνήμη, 220.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη σύγκρουση μεταξύ του 1958 και του 2013, οι περισσότεροι εκ των οποίων άμαχοι (177.307 άμαχοι και 40.787 μάχιμοι) και περισσότερα από πέντε εκατομμύρια πολίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μεταξύ 1985-2012, δημιουργώντας το δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων (IDP).[12][13]

Παραπομπές