Ορχιδόμετρο
Ορχιδόμετρο ονομάζεται ένα ιατρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στη μέτρηση του μεγέθους και συγκεκριμένα του όγκου των όρχεων. Η μέτρηση αυτή μπορεί να παρέχει πληροφορίες για την ανάπτυξη νεαρών ατόμων και για την πιθανή διάγνωση ασθενειών[1][2].
Το ορχιδόμετρο Πράντερ αποτελείται από ξύλινα ή πλαστικά ωοειδή αυξανόμενου όγκου τα οποία χρησιμοποιεί ο γιατρός για να εκτιμήσει οπτικά το μέγεθος των όρχεων[3]. Αυτός που έφτιαξε πρώτος αυτό το ορχιδόμετρο το 1966 και από τον οποίο πήρε το όνομά του, ο Prader, ήταν καθηγητής παιδιατρικής στη Ζυρίχη.
Σπανιώτερα αναφέρoνται το ορχιδόμετρο Τακαχίρα (Takahira) το οποίο αποτελείται αποτελείται από ελλειπτικούς δακτυλίους[4], αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί και όργανα τύπου διαβήτη για ακριβή μέτρηση μιας ή δυο διαστάσεων των όρχεων όπως το ορχιδόμετρο Σήγκερ (Seager)[5].
Η ακρίβεια των ορχιδομέτρων είναι ικανοποιητική για απλές συγκρίσεις, αλλά αν υπάρχει ανάγκη μεγαλύτερης ακρίβειας χρησιμοποιείται υπερηχογράφημα. Ανάμεσα στα ορχιδόμετρα, μετρήθηκε, σε σύγκριση με υπερηχογράφημα, ως μεγαλύτερης ακρίβειας το ορχιδόμετρο Σήγκερ [6]
Σε γενικές γραμμές, από 1-3 ml έχουν τα παιδιά σε προεφηβεία ενώ από τα 4 ml αρχίζει η εφηβεία. Από 8 έως 10 ml έχουν σε μέση εφηβεία και από 15 ml μέχρι 25 ml σε πλήρη εφηβεία[7].