Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Νασίκα Κορκούλον

Ο Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Νασίκα Κορκούλον, λατιν.: Publius Cornelius Scipio Nasica Corculum, (π. 206 π.Χ. – π. 141 π.Χ.) ήταν πολιτικός της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Γεννημένος στην επιφανή οικογένεια των Κορνηλίων Σκιπιόνων, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ρωμαίους πολιτικούς τού 2ου αι. π.Χ., [8] όντας ύπατος δύο φορές το 162 και το 155 π.Χ., τιμητής το 159 π.Χ., μέγιστος αρχιερέαςτο 150 π.Χ., και τέλος πρώτος της Συγκλήτου (princeps senatus) το 147 π.Χ.

Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Νασίκα Κορκούλον
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση205 π.Χ. (περίπου)[1]
Αρχαία Ρώμη
Θάνατος141 π.Χ.[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςλατινική γλώσσα
αρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΡωμαίος πολιτικός
Ρωμαίος στρατιωτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΚορνηλία Αφρικανή η πρεσβύτερη[3][4]
ΤέκναΠόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Νασίκα Σεραπίων[3][5]
ΓονείςΠόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Νασίκα (ύπατος το 191 π.Χ.)[3][6]
ΟικογένειαΚορνήλιοι Σκιπίωνες
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςχιλίαρχος
Πόλεμοι/μάχεςΤρίτος Μακεδονικός πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαPontifex Maximus (150 π.Χ.–141 π.Χ.)
Ρωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[7]
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (162 π.Χ.)[7]
Princeps senatus
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κορκούλον ήταν ένας ταλαντούχος στρατιωτικός διοικητής, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. Αργότερα κέρδισε έναν θρίαμβο επί των Δαλματών το 155 π.Χ. Τον θυμόντουσαν ως ένθερμο συντηρητικό, υπερασπιστή των προγονικών ρωμαϊκών εθίμων ενάντια στις πολιτικές και πολιτιστικές καινοτομίες, ιδίως στον ελληνισμό, σε αντίθεση με τις πολιτικές τού διάσημου πεθερού του Σκιπίου Αφρικανού και τού εξαδέλφου του Σκιπίωνα Αιμιλιανού. Αυτός ο συντηρητισμός τον οδήγησε να διατάξει την καταστροφή τού πρώτου πλίθινου θεάτρου στη Ρώμη το 151 π.Χ., και να αντιταχθεί στον τελικό πόλεμο εναντίον της Καρχηδόνας, που υποστήριξε ο αντίπαλός του Κάτωνας ο Τιμητής. Παρά την πολιτική του επιρροή, ο Κόρκουλον δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ψηφοφορία τού πολέμου το 149 π.Χ., με την πιθανή υποστήριξη τού εξαδέλφου του Σκιπίωνα Αιμιλιανού, ο οποίος κατέστρεψε την Καρχηδόνα το 146 π.Χ.

Λόγω έλλειψης πηγών, η ζωή του είναι ελάχιστα γνωστή. Επιπλέον, οι αρχαίοι συγγραφείς δίνουν συχνά αντιφατικές αναφορές για τη ζωή του. Ως αποτέλεσμα, οι σύγχρονοι ιστορικοί είχαν αποκλίνουσες ερμηνείες για να εξηγήσουν ορισμένες από τις πράξεις του, ειδικά την αντίθεσή του στον πόλεμο κατά της Καρχηδόνας ή την καταστροφή τού πρώτου ρωμαϊκού θεάτρου από πέτρα.

Οικογενειακό υπόβαθρο

2ος αι. π.Χ. μαρμάρινη προτομή, που πιστεύεται ότι είναι τού Σκιπίωνα Αφρικανού —εξαδέλφου και πεθερού τού Κορκούλου— τώρα στη Νέα Γλυπτοθήκη τού Κάρλσμπεργκ. Παραδοσιακά έχει αποδοθεί στον Σύλλα. [9] [10]

Ο Κορκούλον ανήκε στο γένος πατρικίων των Κορνηλίων, το οποίο ήταν το κατεξοχήν γένος της Δημοκρατίας από άποψη υπάτων (οι Κορνήλιοι είχαν αποκτήσει 42 υπατείες πριν από τη δική του). [11] Οι Κορνήλιοι Σκιπίωνες σχημάτιζαν έναν από τους δύο πλάγιους κλάδους (stirpes) των Koρνηλίων -ο άλλος ήταν οι Λεντούλιοι- με 14 υπατείες από τον Πόπλιο Κορνήλιο Μαλουγινένσις Σκιπίωνα, ύπατο το 395 και ιδρυτή της οικογένειας. Ο Κόρκουλον ήταν γιος τού Πόπλιου Κορνήλιου Σκιπίωνα Νασίκα (υπάτου το 191) και εγγονός τού Γναίου Κορνήλιου Σκιπίωνα Κάλβου (υπάτου το 222), που απεβίωσε κατά τη διάρκεια του Β' Καρχηδονιακού Πολέμου. Επιπλέον, ήταν εξάδελφος τού Σκιπίωνα Αφρικανού που νίκησε τον Αννίβα, και τού Λεύκιου Κορνήλιου Σκιπίωνα Ασιατικού που νίκησε τον Αντίοχο Γ'. Είχε επίσης έναν μικρότερο αδελφό ονόματι Λεύκιο, του οποίου η σταδιοδρομία είναι άγνωστη, πιθανώς επειδή υποβιβάστηκε από τον Κάτωνα τον τιμητή κατά τη διάρκεια της τιμητείας του το 184 [12] [13] [14]

Ο Κόρκουλον νυμφεύτηκε τη 2η εξαδέλφη του Κορνηλία, μεγαλύτερη κόρη τού Σκιπίωνα Αφρικανού. Αρραβωνιάστηκαν όσο ζούσε ο Αφρικανός, αλλά παντρεύτηκαν μετά το τέλος του το 183. Με την ευκαιρία αυτή ο Κόρκουλον έλαβε μία μεγάλη προίκα από 25 αργυρά τάλαντα. [15] [16] [17] Ο γάμος μπορεί να συνήφθη μεταξύ τού Σκιπίωνα Νασίκα και της κόρης τού Αφρικανού για να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ της οικογένειας, οι οποίες είχαν ενταθεί από τον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της. Για παράδειγμα, ο Nασίκα είχε θέσει υποψηφιότητα εναντίον τού Σκιπίωνα Ασιατικού για την υπατεία τού 191, και για την τιμητεία το 184. [18]

Οι Σκιπίοες χρησιμοποίησαν μία σειρά από προσωπικά παρωνύμια για να ξεχωρίσουν από άλλους επιφανείς άνδρες της οικογένειας. [19] Ο πατέρας τού Κόρκουλον χρησιμοποίησε το παρωνύμιο (agnomen) Nασίκα ("μυταράς"), το οποίο διατηρήθηκε από τους απογόνους του -συμπεριλαμβανομένου τού Κόρκουλον- ως δεύτερο επίθετο (cognomen). Το παρωνύμιο (agnomen) Corculum είναι μοναδικό στη ρωμαϊκή ιστορία: είναι πιθανώς μία αρχαϊκή λατινική λέξη, που σημαίνει «διανοητική χαρισματικότητα» ή «εξυπνάδα». [20] Δεν είναι γνωστό πώς ο Κόρκουλον έλαβε αυτό το παρωνύμιο, αλλά μπορεί να προέρχεται από τις έξυπνες στρατιωτικές στρατηγικές του. [21]

Ο Κικέρων μιλάει πολύ για τον Κορκούλον, περιγράφοντάς τον ως «έναν ικανό ρήτορα», αλλά φαίνεται ότι οι ομιλίες του είχαν ήδη χαθεί από την εποχή του Κικέρωνα. [22] [23] [24] Αυτός και ο Αυρήλιος Βίκτωρ προσθέτουν ότι ο Κόρκουλον ήταν ένας σεβαστός νομικός, ειδικευμένος στο αστικό και αρχιερατικό δίκαιο. [25] [26] Κάποιοι μελετητές νόμιζαν ότι τού δόθηκε ακόμη και ένα σπίτι στην Ιερά Οδό από το κράτος, για να τον συμβουλεύεται ο κόσμος πιο εύκολα, αλλά αυτή η τιμή έγινε στον πατέρα του. [27] [28] [29]

Οι Σκιπίονες Νασίκα διεκδικούσαν ηθική υπεροχή έναντι της Ρώμης με το επίθετο optimus vir (άριστος ανήρ), που έφεραν τουλάχιστον από τον Λεύκιο Σκιπίωνα (ύπατο το 259), όπως περιγράφεται ως τέτοιος στον επιτάφιό του. Φαίνεται ότι οι απόγονοί του μπόρεσαν να πείσουν τους ομοτίμους τους γι' αυτόν τον ισχυρισμό, επειδή ο πατέρας τού Κόρκουλον (ύπατος το 191) έλαβε επίσημα τον τίτλο τού Optimus Vir από τη Σύγκλητο, όταν το 204 τού ζητήθηκε να φέρει την ιερή πέτρα της θεάς Κυβέλης (Magna Mater). από την Όστια στη Ρώμη. [30] [31] Το Corculum ορίζεται επίσης από τον Λίβιο ως ο "άριστος άνδρας" στο έργο Περιοχαί. [32] Οι Nασίκα πιθανότατα χρησιμοποίησαν το κύρος αυτού τού επιθέτου για δικό τους όφελος, αλλά σε αντίθεση με τους Aφρικανούς, Aσιατικούς και Aιμιλιανούς, ακολούθησαν μία πολύ συντηρητική γραμμή, και σεβάστηκαν σχολαστικά τη συγκλητική υπεροχή, ενώ τα εξαδέλφια τους συχνά παραβίαζαν τους συνταγματικούς κανόνες με την υποστήριξη των συνελεύσεων τού λαού. [33] [34]

Πολιτική σταδιοδρομία

Aγορανόμος (Aedilis) 169 π.Χ.

Τετράδραχμο τού Περσέα, που κόπηκε μεταξύ 179 και 172 π.Χ. στην Πέλλα ή την Αμφίπολη. Στην πίσω όψη απεικονίζεται ο αετός του Δία επάνω σε έναν κεραυνό. [35] Επιγρ.: BΑΣΙΛΕΩΣ ΠΕΡΣΕΩΣ, μονογράμματα ΞΩ, ΜΙ, Φ. 16,95 γραμ.

Ρόλος στην Πύδνα (168 π.Χ.)

Χάρτης των επιχειρήσεων πριν από τη μάχη. Η κυκλωτική κίνηση γύρω από τον Όλυμπο ανάγκασε τον Περσέα να υποχωρήσει από την ισχυρή του θέση στον ποταμό Ελπέα, προς την Πύδνα. [36] [37].

Πρώτη υπατεία (162 π.Χ.)

Επικράτεια ελεγχόμενη από τους Δαλμάτες (κίτρινο) στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ.

Τιμητής (censor) 159–158 π.Χ.

Tο Θέατρο τού Μάρκελλου που κτίστηκε από τον Αύγουστο, στη θέση τού θεάτρου που κατέστρεψε ο Κορκούλον.

Δεύτερη υπατεία (155 π.Χ.)

Μικρογραφία από το έργο τού Αυγουστίνου Πολιτεία τού Θεού από τον μάστορα Φρανσουά (π. 1475). Δείχνει τον Κορκούλον ως επίσκοπο (μέγιστο αρχιερέα) να απορρίπτει την κατασκευή τού λίθινου θεάτρου εμπρός από τους λογίους.

Καταστροφή του λίθινου θεάτρου (154-151 π.Χ.)

Ο Κορκούλον ως επίσκοπος (μέγιστος αρχιερέας) απορρίπτει την κατασκευή τού λίθινου θεάτρου εμπρός από τους συγκλητικούς.

Αντίθεση στον Κάτωνα για τη μοίρα της Καρχηδόνας (153-149 π.Χ.)

Ο Κάτων και ο Κόρκουλον αντιπαρατίθενται για την τύχη της Καρχηδόνας.

Τελευταία έτη και το τέλος (147–141 π.Χ.)

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Ρώμη μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας.

Γενεαλογία των Κορνηλίων Σκιπιόνων

Το 149 η Καρχηδόνα έλεγχε πια μόνο τη σημερινή βορειοανατολική Τυνησία (με μωβ), ένα κλάσμα της πρώην αυτοκρατορίας της.

Υστεροφημία

Είσοδος τού τάφου των Σκιπιώνων στη Ρώμη.

Υποσημειώσεις

Βιβλιογραφικές αναφορές

Βιβλιογραφία

Αρχαίες πηγές

Σύγχρονες πηγές

  • F. E. Adcock, "'Delenda Est Carthago'", in The Cambridge Historical Journal, Vol. 8, No. 3 (1946), pp. 117–128.
  • Antonin Artaud, The Theatre and its Double, translated from French by Mary Caroline Richards, New York, 1958 (originally published in French in 1938).
  • Alan E. Astin, "Scipio Aemilianus and Cato Censorius", in Latomus, T. 15, Fasc. 2 (April–June 1956), pp. 159–180.
  • ——, Scipio Aemilianus, Oxford University Press, 1967.
  • ——, Cato the Censor, Oxford University Press, 1978.
  • Zdenka Badovinac, Eda Čufer, Anthony Gardner (editors), NSK from Kapital to Capital, Neue Slowenische Kunst—an Event of the Final Decade of Yugoslavia, MIT Press, 2015.
  • Gino Bandelli, "Sui Rapporti Politici tra Scipione Nasica e Scipione Africano (204–184 A.C.)", in Quaderno di Storia Antica e di Epigrafia, Rome, Edizioni Dell'Ateneo, 1973.
  • Donald Walter Baronowski, "Polybius on the Causes of the Third Punic War", in Classical Philology, Vol. 90, No. 1 (Jan., 1995), pp. 16–31.
  • Richard A. Bauman, Lawyers in Roman Republican Politics, C. H. Beck, Munich, 1983.
  • Hans Beck, Antonio Duplá, Martin Jehne, Francisco Pina Polo, Consuls and Res Publica: Holding High Office in the Roman Republic, Cambridge University Press, 2011.
  • Paula Botteri, "Diodore de Sicile, 34-35, 33, un problème d'exégèse", in Ktema, n°5, 1980, pp. 77–87.
  • T. Corey Brennan, The Praetorship in the Roman Republic, Oxford University Press, 2000.
  • John Briscoe, "Eastern Policy and Senatorial Politics 168-146 B.C.", Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Bd. 18, H. 1 (Jan., 1969), pp. 49–70.
  • ——, "Supporters and Opponents of Tiberius Gracchus", The Journal of Roman Studies, Vol. 64 (1974), pp. 125–135.
  • ——, A Commentary on Livy, Books 38–40, Oxford University Press, 2007.
  • ——, A Commentary on Livy, Books 41–45, Oxford University Press, 2012.
  • T. Robert S. Broughton, The Magistrates of the Roman Republic, American Philological Association, 1951–1952.
  • Paul J. Burton, Friendship and Empire, Roman Diplomacy and Imperialism in the Middle Republic (353–146 BC), Cambridge University Press, 2011.
  • ——, Rome and the Third Macedonian War, Cambridge University Press, 2017.
  • José M. Candau, "Republican Rome: Autobiography and Political Struggles", in Gabriele Marasco (editor), Political Autobiographies and Memoirs in Antiquity, Leiden/Boston, Brill, 2011, pp. 121–159.
  • Craige Brian Champion, Cultural Politics in Polybius's Histories, University of California Press, 2004.
  • ——, The Peace of the Gods, Elite Religious Practices in the Middle Roman Republic, Princeton University Press, 2017.
  • Filippo Coarelli, Revixit ars. Arte ideologia a Roma. Dai modelli ellenistici alla tradizione repubblicana, Quasar, 1996.
  • ——, "I ritratti di ‘Mario’ e ‘Silla’ a Monaco e il sepolcro degli Scipioni", Eutopia nuova serie, II/ 1, 2002, pp. 47–75.
  • Tim Cornell (editor), The Fragments of the Roman Historians, Oxford University Press, 2013.
  • Michael Crawford & Filippo Coarelli, "Public Building in Rome between the Second Punic War and Sulla", in Papers of the British School at Rome, Vol. 45 (1977), pp. 1–-23.
  • J. A. Crook, F. W. Walbank, M. W. Frederiksen, R. M. Ogilvie (editors), The Cambridge Ancient History, vol. VIII, Rome and the Mediterranean to 133 B.C., Cambridge University Press, 1989.
  • Penelope J. E. Davies, Roman Architecture and Politics, Cambridge University Press, 2017.
  • Robert J. Dodaro, Christ and the Just Society in the Thought of Augustine, Cambridge University Press, 2004.
  • George Eckel Duckworth, The Nature of Roman Comedy: A Study in Popular Entertainment, Bristol Classical Press, 1994.
  • Danijel Dzino, Illyricum in Roman Politics, 29 BC – AD 68, Cambridge University Press, 2010.
  • Henri Etcheto, Les Scipions. Famille et pouvoir à Rome à l’époque républicaine, Bordeaux, Ausonius Éditions, 2012.
  • James Fujitani, "Stoicism and History in Joachim Du Bellay's Antiquitez de Rome", Renaissance and Reformation, Vol. 33, No. 2 (Spring 2010), pp. 63–92.
  • Alison Futrell, Blood in the Arena: The Spectacle of Roman Power, Austin, University of Texas Press, 1997.
  • Erich S. Gruen, Culture and National Identity in Republican Rome, Ithaca, Cornell University Press, 1992.
  • N. G. L. Hammond and F. W. Walbank, A History of Macedonia, Volume III: 336-167 B.C., Clarendon Press, Oxford, 1988.
  • Jill Harries, Cicero and the Jurists, London, Duckworth, 2006.
  • Jacques Heurgon, "L'agronome carthaginois Magon et ses traducteurs en latin et en grec", Comptes rendus des séances de l'Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 1976, n°120-3, pp. 441–456.
  • Wilhelm Hoffmann, "Die römische Politik des 2. Jahrhunderts und das Ende Karthagos", in Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Bd. 9, H. 3 (Jul., 1960), pp. 309–344.
  • Oliver D. Hoover, Handbook of Coins of Macedon and Its Neighbors. Part I: Macedon, Illyria, and Epeiros, Sixth to First Centuries BC [The Handbook of Greek Coinage Series, Volume 3], Lancaster/London, Classical Numismatic Group, 2016.
  • Timothy Howe, E. Edward Garvin, and Graham Wrightson, Greece, Macedonia, and Persia, Studies in Social, Political and Military History in Honour of Waldemar Heckel, Oxford, Oxbow Books, 2014.
  • Alexandre de Laborde, Les Manuscrits à peinture de la Cité de Dieu de Saint-Augustin, Paris, 1909.
  • Jerzy Linderski, "Roman Officers in the Year of Pydna", in The American Journal of Philology, Vol. 111, No. 1 (Spring, 1990), pp. 53–71.
  • Andrew W. Lintott, "Imperial Expansion and Moral Decline in the Roman Republic", Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Bd. 21, H. 4 (4th Qtr., 1972), pp. 626–638.
  • John Ma, Statues and Cities: Honorific Portraits and Civic Identity in the Hellenistic World, Oxford University Press, 2013.
  • Gesine Manuwald, Roman Republican Theatre, Cambridge University Press, 2011.
  • Santo Mazzarino, Il pensiero storico classico, Volume 2, Part 1, Bari, Laterza, 1966.
  • Lisa Marie Mignone, The Republican Aventine and Rome's Social Order, University of Michigan Press, 2016.
  • John F. Miller & A. F. Woodman, Latin Historiography and Poetry in the Early Empire, Leiden/Boston, Brill, 2010.
  • M. Gwyn Morgan, "The Introduction of the Aqua Marcia into Rome, 144–40 B.C.", in Philologus, Volume 122, Issue 1-2 (1978), pp. 25–58.
  • ——, "The Perils of Schematism: Polybius, Antiochus Epiphanes and the 'Day of Eleusis'", in Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Bd. 39, H. 1 (1990), pp. 37–76.
  • Friedrich Münzer, Roman Aristocratic Parties and Families, translated by Thérèse Ridley, Johns Hopkins University Press, 1999 (originally published in 1920).
  • Pantelis Nigdelis, Pavlos Anagnostoudis, "New Honorific Inscriptions from Amphipolis", Greek, Roman, and Byzantine Studies, Vol 57, No 2 (2017), pp. 295–324.
  • John A. North, "Family Strategy and Priesthood in the late Republic", Publications de l'École Française de Rome, 129 (1990), pp. 527–543.
  • Ellen O'Gorman, "Cato the elder and the destruction of Carthage Αρχειοθετήθηκε 2019-04-28 στο Wayback Machine." Helios 31 (2004), pp. 96–123.
  • August Pauly, Georg Wissowa, Friedrich Münzer, et alii, Realencyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft (abbreviated PW), J. B. Metzler, Stuttgart, 1894–1980.
  • Tanya Pollard (editor), Shakespeare's theater : a sourcebook, Oxford, Blackwell, 2004.
  • Emmanuel Rodocanachi, The Roman Capitol in ancient and modern times, University of Michigan, 1906.
  • Vincent J. Rosivach, "The "Lex Fannia Sumptuaria" of 161 BC", The Classical Journal, Vol. 102, No. 1 (Oct. - Nov., 2006), pp. 1–15.
  • Francis X. Ryan, Rank and Participation in the Republican Senate, Stuttgart, Franz Steiner Verlag, 1998.
  • Marjeta Šašel Kos, Appian and Illyricum, Narodni Muzej Slovenije, 2005.
  • Howard Hayes Scullard, Roman Politics 220–150 B. C., Oxford University Press, 1951.
  • Christopher Smith, Kaj Sandberg (editors), Omnium Annalium Monumenta: Historical Writing and Historical Evidence in Republican Rome, Leiden & Boston, Brill, 2017.
  • W. Soltau, "P. Cornelius Scipio Nasica als Quelle Plutarchs", Hermes, Bd. 31, H. 1 (1896), pp. 155–160.
  • Graham Vincent Sumner, The Orators in Cicero's Brutus: Prosopography and Chronology, (Phoenix Supplementary Volume XI.), Toronto and Buffalo, University of Toronto Press, 1973.
  • Jaakko Suolahti, The Roman Censors, a study on social structure, Helsinki, Suomalainen Tiedeakatemia, 1963.
  • Ronald Syme & Anthony R. Birley (editor), Roman Papers, vol. VI, Oxford, Clarendon Press, 1991.
  • G. J. Szemler, Priests of the Roman Republic, A Study of Interactions between Priesthoods and Magistracies, Bruxelles, Latomus, 1972.
  • James K. Tan, "The Ambitions of Scipio Nasica and the Destruction of the Stone Theatre", Antichthon, vol. 50 (Nov. 2016), pp. 70–79.
  • Lily Ross Taylor and T. Robert S. Broughton, "The Order of the Two Consuls' Names in the Yearly Lists", Memoirs of the American Academy in Rome, 19 (1949), pp. 3–14.
  • ——, The Voting Districts of the Roman Republic, University of Michigan Press, 1960.
  • Ann Vasaly, Representations: Images of the World in Ciceronian Oratory, Berkeley & Los Angeles, University of California Press, 1993.
  • Ursula Vogel-Weidemann, "Carthago Delenda Est: Aita and Prophasis Αρχειοθετήθηκε 2019-08-03 στο Wayback Machine.", in Acta Classica, XXXII (1989), pp. 79–95.
  • Frank William Walbank, A Commentary on Polybius, Oxford University Press, 1979.
  • Andrew Wallace-Hadrill, "Roman arches and Greek honours: the language of power at Rome", in Proceedings of the Cambridge Philological Society, 36, 1990, pp. 143–181.
  • P. G. Walsh, "Massinissa", The Journal of Roman Studies, Vol. 55, No. 1/2, Parts 1 and 2 (1965), pp. 149–160.
  • Everett L. Wheeler, "'Sapiens' and Stratagems: The Neglected Meaning of a 'Cognomen'", Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Bd. 37, H. 2 (2nd Qtr., 1988), pp. 166–195.
  • John Wilkes, The Illyrians, Oxford, Blackwell, 1995.
  • Emanuela Zanda, Fighting Hydra-like Luxury: Sumptuary Regulation in the Roman Republic, London/New York, Bloomsbury, 2011.
  • Adam Ziolkowski, "The Plundering of Epirus in 167 B.C: Economic Considerations", in Papers of the British School at Rome, Vol. 54 (1986), pp. 69–80.