Ικόνιο

πόλη στην κεντρική Μικρά Ασία, σημερινή Τουρκία

32°29′32″E / 37.87278°N 32.49222°E / 37.87278; 32.49222

Το Ικόνιο[3] (τουρκικά: Konya «Κόνια», αρχ. ελλ: Ἰκόνιον), είναι πόλη στην κεντρική Τουρκία, στο δυτικό άκρο του οροπεδίου της Μικράς Ασίας, στην αρχαία Λυκαονία, 500 χλμ ΝΑ της Σμύρνης. Κατοικείται από αρχαιότατους χρόνους. Ήταν η έδρα του Σουλτανάτου του Ρουμ, των Σελτζούκων, από το 1097 έως το 1243. Είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας του Ικονίου, της μεγαλύτερης σε έκταση επαρχίας της Τουρκίας. Έχει πληθυσμό 1.268.915 κατοίκων (2018).[4]

Ικόνιο
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ικόνιο
37°52′22″N 32°29′32″E
ΧώραΤουρκία[1]
Διοικητική υπαγωγήΕπαρχία Ικονίου[1]
Ίδρυση700 π.Χ.
Έκταση41.001 km²
Υψόμετρο1.200 μέτρα
Πληθυσμός2.232.374 (2019)[2]
Τηλ. κωδ.332
Ζώνη ώραςUTC+03:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ιστορία

Αρχαιότητα

Ρωμαϊκή σαρκοφάγος του 250-260 μ.Χ. που απεικονίζει τους άθλους του Ηρακλή.

Το Ικόνιο ταυτίζεται με την πόλη Ikkuwaniya των Χετταίων. Η ελληνική ονομασία είναι παραφθορά της αυτόχθονης λουβικής ονομασίας της πόλης.[5]

Η αρχαία Λυκαονία, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται το Ικόνιο, αποτελούσε γειτονικό κράτος της Καππαδοκίας από δυτικά. Την εποχή των Περσικών Πολέμων περιελάμβανε και το μεγαλύτερο μέρος της υστερότερης Καταονίας. Προς Νότο, η οροσειρά του Ταύρου την χώριζε από την Κιλικία, ενώ το Ικόνιο όπως αναφέρεται στο ιστορικό σύγγραμμα Κύρου Ανάβασις του Ξενοφώντος, ήταν πόλη της Φρυγίας, στα δυτικά.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει 14 πόλεις στην περιοχή με σπουδαιότερη το Ικόνιο. Από Αντωνίνου του Πίου μέχρι το τέλος του 3ο αι. μ.Χ. υπήρχε το Κοινόν Λυκαονίας του οποίου μέλη ήταν οι πόλεις: Ικόνιο, Λύστρα, Λάρανδα και Δέρβη (όπου πολέμησαν οι Λυκάονες μετά του Κροίσου κατά των Περσών και μετά την ήττα υπάχθηκε τυπικά στους Πέρσες). Αργότερα περιήλθαν κατά σειρά στους Μακεδόνες, στους Σελευκίδες, στον Ευμένη της Περγάμου, στον Αντίγονο, στον Αριαράθη Ε' της Καππαδοκίας (129π.Χ.) και τελικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ο Απόστολος Παύλος κήρυξε στο Ικόνιο κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία του, μεταξύ των ετών 44-45 μ.Χ., ενώ μετέπειτα η πόλη αποτέλεσε έδρα επισκοπής και αργότερα Μητρόπολης.[6] Η Αγία Θέκλα από το Ικόνιο παρακολούθησε το κήρυγμα του Παύλου, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και έγινε ακόλουθος του Αποστόλου και κήρυξε και η ίδια μέχρι το μαρτύριό της, αποτελώντας την πρώτη γυναίκα χριστιανή μάρτυρα. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται Ισαπόστολος και Πρωτομάρτυς.[7] Οι Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίττα ήταν από το Ικόνιο και μαρτύρησαν κατά τους ρωμαϊκούς διωγμούς. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. επίσκοπος στο Ικόνιο ήταν ο Αμφιλόχιος, σημαντικός θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας.[8]

Βυζαντινή περίοδος

To 327 μ.Χ. η Αγία Ελένη, μητέρα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, σταμάτησε στη Σύλλη καθοδόν προς την Ιερουσαλήμ για προσκύνημα, είδε εδώ τους λαξευμένους ναούς των πρώτων χριστιανικών εποχών και αποφάσισε να χτίσει έναν ναό στη Σύλλη για τους χριστιανούς αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ο Ναός σώζεται μέχρι σήμερα.[9] [10]

Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η πόλη έγινε έδρα επισκόπου και το 370 περίπου αναβαθμίστηκε σε μητροπολιτική έδρα της Λυκαονίας, με πρώτο μητροπολίτη τον Άγιο Αμφιλόχιο.[11] Τον 7ο αιώνα έγινε μέρος του Θέματος των Ανατολικών και αποτέλεσε συχνό στόχο αραβικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια των αραβο-βυζαντινών πολέμων από τον 8ο έως τον 10ο αιώνα,[11] ενώ καταλήφθηκε από τους Άραβες το 723-4.[12] Ο επαναστάτης στρατηγός Ανδρόνικος Δούκας χρησιμοποίησε το φρούριο της Καμπάλας ως βάση του το 905-906.[13] Τον 9ο αι. ιδρύθηκε η ορθόδοξη Μονή Αγίου Χαρίτωνος στη Σύλλη κοντά στο Ικόνιο. Είναι λαξευμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στους βράχους μίας χαράδρας του όρους του Αγίου Φιλίππου (σήμερα Τεκελί-Ντάγ).[14] [15] Κατά τη διάρκεια του 10ου ή 11ου αιώνα κατασκευάστηκε η εκκλησία του Αγίου Αμφιλόχιου μέσα στην ακρόπολη της Καμπάλας, στεγάζοντας τον τάφο του αγίου, τον οποίο οι Τούρκοι πίστεψαν αργότερα ότι ήταν ο τάφος του Πλάτωνα, μετονομάζοντας την εκκλησία σε Eflâtun Mescidi (τζαμί του Πλάτωνα).[16] Το μοναστήρι του Αγίου Χαρίτωνα, ενός άλλου ντόπιου από το Ικόνιο, βρισκόταν λίγα μίλια μακριά στη Σύλλη.[17]

Στο Ικόνιο γεννήθηκε ο Έλληνας αρχιτέκτονας Καλογιάννης έργο του οποίου αποτελεί ο Γκιοκ Μεντρεσές (Gök Medrese) στη Σεβάστεια της Καππαδοκίας (13ος αιώνας).[18]

Οθωμανική περίοδος

Στο Ικόνιο έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Τζελαλεντίν Ρουμί, μυστικιστικός ποιητής και φιλόσοφος, ιδρυτής του σουφικού τάγματος των Μεβλεβί Ντερβίς. Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι εκστατικοί χοροί των δερβίσηδων είναι επιβιώσεις αρχαίων διονυσιακών λατρειών που ήταν διαδεδομένες στη Μ. Ασία[19]. Ο Ρουμί είχε επαφή με Έλληνες διανοούμενους της περιοχής, κυρίως κληρικούς. Ο Αφλακί[20], βιογράφος του Ρουμί, περιγράφει τις φιλοσοφικές συζητήσεις του Ρουμί με τον ηγούμενο της Μονής του Αγίου Χαρίτωνος (κατά τους Τούρκους Ακ Μαναστίρ) του Ικονίου, την οποία μάλιστα αναφέρει ως «μονή του Πλάτωνος» (Ντέιρε Αφλατούν).[21] Στο Ικόνιο έχτισαν τζαμιά ο Αλαεντίν Καϊκουμπάντ Α΄ (Τζαμί του Αλαεντίν) και ο Οθωμανός σουλτάνος Σελήμ Β΄.

Σύγχρονη εποχή

Έλληνες του Ικονίου.

Πριν το 1923 κατοικούσαν εκεί 4.000 χριστιανοί ορθόδοξοι, τουρκόφωνοι και ελληνόφωνοι. Η ελληνική κοινότητα αριθμούσε περίπου 2.500 άτομα που διατηρούσαν με δικά τους έξοδα, εκκλησία, σχολείο αρρένων και παρθεναγωγείο.

Μετά την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 οι χριστιανοί ορθόδοξοι του Ικονίου εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Επίσης δύο οικισμοί που δημιουργήθηκαν από τους Κονιαλήδες πρόσφυγες έλαβαν το όνομά τους από την πόλη του Ικονίου: το Νέο Ικόνιο Περάματος Αττικής και το Νέο Ικόνιο Καρδίτσας.

Πρόσωπα

Φωτοθήκη

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι