Μάχη του Υδάσπη

Η μάχη στον Υδάσπη ποταμό διεξήχθη το 326 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κινήθηκε εναντίον του βασιλιά Πώρου του ινδικού βασιλείου Παουραβά στις όχθες του ποταμού Υδάσπη στην Πενταποταμία (σήμερα περιοχή Παντζάμπ στο Πακιστάν, κοντά στην πόλη Μπχέρα).

Μάχη του Υδάσπη
Πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Πίνακας του 1898-1899, του Αντρέ Καστενιέ (γαλλικά: André Castaigne, αγγλικά: Andre Castaigne), που απεικονίζει την επίθεση της μακεδονικής φάλαγγας στο κέντρο, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Υδάσπη.
ΧρονολογίαΜάιος 326 π.Χ.
ΤόποςΠενταποταμία, σήμερα το Παντζάμπ (αγγλικά: Punjab), στο σύγχρονο Πακιστάν, κοντά στον Υδάσπη ποταμό.
ΈκβασηΑποφασιστική νίκη των Ελλήνων, έλεγχος στο μεγαλύτερο μέρος της Πενταποταμίας και συνέχεια προέλασης στην αρχαία Ινδία.[1][2]
Αντιμαχόμενοι
Συνέδριο Κορίνθου, Συμμαχικός περσικός στρατός, Πέρσες,
Συμμαχικός ινδικός στρατός
Ινδικός στρατός του βασιλείου του Πώρου (Βασίλειο Παουραβά, αγγλικά: Pauravas)
Ηγετικά πρόσωπα
Πώρος
και άλλοι άγνωστοι προς το παρόν.
Δυνάμεις
11.000 συνολικά εκ των οποίων:
6.000 πεζικό και
5.000 ιππικό.
περίπου 20.000,[3] ή 30.000,[4] ή 50.000[5] πεζικό,
2.000[3] - 4.000,[4] ιππικό,
200,[4] ή 130[5] (το πιθανότερο),[6] ή 85[7] πολεμικούς ελέφαντες, και
1.000 άρματα.[8]
Απώλειες
80[9] - 700[10][11] νεκροί από το πεζικό,
230[12] - 280[10] νεκροί ιππείς. Σύγχρονες εκτιμήσεις για συνολικά περίπου ~1.000 νεκρούς. Άγνωστος ο αριθμός τραυματιών.
12.000 σκοτώθηκαν και 9.000 αιχμαλωτίσθηκαν,[10] ή 20.000 νεκροί από το πεζικό και 3.000 νεκροί ιππείς[12]

Η Μάχη του Υδάσπη οδήγησε σε πλήρη ελληνική νίκη και στην προσάρτηση της Πενταποταμίας, η οποία επεξέτεινε περαιτέρω τα όρια της Μακεδονικής αυτοκρατορίας και εκτός των αρχικών ορίων της ηττημένης πλέον Περσικής Αυτοκρατορίας.

Η τακτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου να διασχίσουν τα μακεδονικά και τα άλλα συμμαχικά στρατεύματα (αποτελούμενα από τμήματα του περσικού στρατού και του ινδικού στρατού του βασιλείου του Ταξίλη) κατά την περίοδο των μουσώνων τον πλημμυρισμένο Υδάσπη και παρά την επιφυλακή του στρατού του Πώρου να κατορθώσουν να τον αιφνιδιάσουν πλευρικά, αναφέρεται ως ένα από τα «στρατηγικά αριστουργήματα» του.[13] Αν και νικηφόρα η μάχη αυτή του Υδάσπη ποταμού, ήταν επίσης και η πιο δαπανηρή, σε επίπεδο απωλειών, μάχη που πολέμησαν ως τότε οι Μακεδόνες.[14]

Η αντίσταση που προέβαλε ο βασιλιάς Πώρος και οι άνδρες του κέρδισε τον σεβασμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο οποίος του ζήτησε να γίνει Σατράπης στη μακεδονική αυτή κτήση.

Η μάχη είναι σημαντική και ιστορικά, γιατί επέτρεψε το άνοιγμα προς την Αρχαία Ινδία, τόσο για την ελληνική πολιτική (Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, Ελληνοϊνδικό Βασίλειο), όσο και για την πολιτισμική επιρροή (Ελληνοβουδιστική τέχνη), οι οποίες έκτοτε επρόκειτο να συνεχιστούν για πολλούς αιώνες.

Τοποθεσία της μάχης

Η μάχη έλαβε χώρα στην ανατολική όχθη του ποταμού Υδάσπη (τώρα ονομάζεται Τζέλουμ (ποταμός)), ο οποίος ήταν ένας παραπόταμος του Ινδού ποταμού επίσης στην περιοχής της Πενταποταμίας (της σημερινής περιοχής Παντζάμπ του Πακιστάν).

Αργότερα, λίγο μετά τη νίκη του ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε μια ακόμα πόλη με το όνομα Αλεξάνδρεια, στην περιοχή της μάχης, την οποία ονόμασε Νίκαια ΑλεξάνδρειαΝίκαια (Παντζάμπ)). Εφόσον αυτή η πόλη δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί αρχαιολογικά, οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί και ο αρχαιολογικός χώρος της μάχης είναι καταδικασμένη, επειδή φυσικά και το τοπίο έχει αλλάξει σημαντικά από την τότε ελληνιστική περίοδο ως σήμερα. Προς το παρόν, η πιο πιθανή τοποθεσία βρίσκεται ακριβώς στα νότια της πόλης του Τζέλουμ, όπου ο αρχαίος κεντρικός δρόμος διέσχιζε τον ποταμό, όπως μια βουδιστική πηγή αναφέρει πράγματι για μια πόλη, που μπορεί να είναι η αρχαία Νίκαια. Ο προσδιορισμός του τόπου της μάχης κοντά ή μεταξύ των σύγχρονων πόλεων Τζαλαπούρ ή Τζαλαπούρ Σαρίφ και Χαρανπούρ είναι σίγουρα λανθασμένος, καθώς το ποτάμι, στην αρχαιότητα, κυλούσε αρκετά μακριά από αυτές τις πόλεις.[15]

Αλεξάνδρειες πόλεις πέριξ του Υδάσπη

Πέριξ της περιοχής της Μάχης του Υδάσπη ποταμού, υπάρχουν ιστοριογραφικές αναφορές για τις εξής πόλεις που έφεραν το όνομα Αλεξάνδρεια, προς τιμή του ιδρυτή τους Μεγάλου Αλεξάνδρου:


  • Μέρος της Νίκαιας είχε εν τω μεταξύ πάθει ζημιές από τις βροχές της Ινδίας. Έτσι όταν ο Μακεδών στρατηλάτης αποφάσισε τον δρόμο της επιστροφής, επιδιόρθωσε αυτές τις ζημιές.[17] Ωστόσο η ακριβής τοποθεσία της Νίκαιας παραμένει, προς το παρόν, ακαθόριστη αν και έχουν προταθεί δύο πιθανότητες από ερευνητές:
    • Ο Χάντινγκφορντ ταύτιζε την πόλη με ένα μεγάλο ανάχωμα δυτικά της πόλης Τζέλουμ, ενώ ο Λέντερινγκ την ταυτίζει με την ίδια την Τζέλουμ. Επίσης η βουδιστική παράδοση αναφέρει μια ανώνυμη πόλη στα νότια της Τζέλουμ, που κατά μερικούς ταυτίζεται με τη Νίκαια.
    • Ο Ούγγρος αρχαιολόγος Στάιν Μαρκ Αουρέλ (1862-1943) πίστευε ότι ο μακεδονικός στρατός αντί να διασχίσει την οδό από τα Τάξιλα προς την Τζέλουμ, πιθανόν και να πήγε νοτιότερα προς τη σημερινή πόλη Μπχέρα. Εκεί υποστήριξε ότι έγινε η περίφημη μάχη του Υδάσπη κοντά στην πόλη Μονγκ, μιας και η μορφολογία του εδάφους (ο προσανατολισμός του ποταμού, τα βράχια αλατιού και άλλα φυσικά χαρακτηριστικά) ταιριάζουν με τις αρχαίες πηγές. Περαιτέρω στήριξη της θέσης για την πόλη Μόνγκ, επικυρώνει η απαίτηση των κατοίκων της πόλεως, ότι εκεί βρισκόταν η ελληνιστική Νίκαια. Ο ιστορικός του BBC Μάικλ Γουντ υποστήριξε επίσης αυτήν τη θέση του Ούγγρου αρχαιολόγου.
  • Αλεξάνδρεια επί του Υδάσπη Β’ ή Αλεξάνδρεια η Βουκέφαλος ή Βουκέφαλος Αλεξάνδρεια ή Βουκεφάλιος Αλεξάνδρεια ή Βουκεφάλια ή Βουκεφαλία ή Βουκεφάλα ή Αλεξάνδρεια η εν Υδάσπη Β’. Ιδρύθηκε το 326 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο προς τιμή του αλόγου του, που έφερε το όνομα Βουκεφάλας, το οποίο απεβίωσε κατά τη διάρκεια μάχης στο ίδιο σημείο. Πιθανόν μια από τις πόλεις Μονγκ ή Γκαρζάκ ή Φαλία στο Πακιστάν.

Το ιστορικό πλαίσιο - υπόβαθρο πριν τη μάχη

Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος νίκησε το 328 π.Χ. και τις τελευταίες δυνάμεις της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, που ήταν υπό τον Βήσσο και τον Σπιταμένη άρχισε μια νέα εκστρατεία για να επεκτείνει περαιτέρω την αυτοκρατορία του προς την Ινδία, περίπου κατά το 327 π.Χ..

Χάρτης της εκστρατείας, που απεικονίζει και την πορεία προς τον Υδάσπη

Ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου εκτιμάται ότι είχε μια δύναμη της τάξης των περίπου 6.000 στρατιωτών.[18] (Συνολικά ο στρατός του ήταν περίπου 11.000 άνδρες: 6.000 πεζικό και 5.000 ιππείς). Ανάλογα με τις πηγές, οι οποίες ποικίλουν στις εκτιμήσεις των εμπλεκομένων αντιθέτων δυνάμεων (όπως φαίνεται και στο γράφημα πάνω δεξιά), ο Αλέξανδρος και ο στρατός του, ήταν λιγότεροι από τους αντιμαχόμενους εχθρούς τους και τις στρατιές των ινδικών βασιλείων, σε μια αναλογία κάπου μεταξύ του «τρεις προς έναν» (3:1) και «πέντε προς έναν» (5:1).

Απεικόνιση υπασπιστή με τον εξοπλισμό του. Οι υπασπιστές που έφεραν ασπίδα ήταν ένα είδος επίλεκτης μονάδας του Μακεδονικού πεζικού που πιθανότατα αναπτύχθηκε από το προηγούμενο σώμα των βασιλικών σωματοφυλάκων.[19]
Ο στρατός του Αλεξάνδρου περιελάμβανε μια σειρά από ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες στην καταγωγή Αγριάνες ή Αγρίους, που ήταν ένα αρχαίο Παιονικό φύλο της Θράκης που κατοικούσε στην επάνω κοιλάδα του Στρυμόνα, μεταξύ Αίμου και Ροδόπης.

Η κεντρική στρατιωτική δύναμη του μακεδονικού στρατού φαίνεται να πέρασε μέσω του Κυβέριου Περάσματος (παστούν: د خیبر درہ, ουρντού: تنگه خیبر) το οποίο ήταν και είναι ένα πέρασμα μεταξύ των βουνών, που σήμερα συνδέει το σύγχρονο Αφγανιστάν με το Πακιστάν, αλλά μια μικρότερη δύναμη υπό την προσωπική εποπτεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου πέρασε από τη βόρεια διαδρομή, προσπερνώντας στον δρόμο του το φρούριο της Αόρνου στην περιοχή Σουάτ ή περιοχή Σάνγκλα, που πρόκειται για το σύγχρονο βουνό Πιρ-Σαρ, ένα μέρος με υψηλή μυθολογική σημασία για τους Έλληνες, καθώς, σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής είχε αποτύχει να το καταλάβει, όταν είχε αγωνιστεί στην Ινδία. Στις αρχές της άνοιξης του επόμενου έτους (326 π.Χ.), συνδύασε τις δυνάμεις του και συμμάχησε με τον βασιλιά Ταξίλη, βασιλιά του ινδικού βασιλείου Τάξιλα ή Ταξάσιλα (ουρντού ٹیکسلا, σανσκ. Takshaçila तक्षशिला, κιν. Chu Ch'a-shi-lo), ενάντια του γείτονά του βασιλιά Πώρου, που ήταν ο βασιλιάς της περιοχής του ποταμού Υδάσπη.

Πώρος και Μέγας Αλέξανδρος (φανταστική απεικόνιση του 1900).

Κίνητρα

Ο Μέγας Αλέξανδρος χρειαζόταν να υποτάξει τον βασιλιά Πώρο, προκειμένου να κρατήσει την πορεία του προς τα ανατολικά. Το να αφήσει έναν τέτοιο ισχυρό αντίπαλο στα πλευρά του θα έθετε σε κίνδυνο οποιαδήποτε περαιτέρω δράση του. Δεν μπορούσε, επίσης, να έχει την πολυτέλεια να δείξει κανένα σημάδι αδυναμίας, εάν ήθελε να κρατήσει την πίστη σ’ αυτόν των ήδη σε συμμαχία με αυτόν Ινδών βασιλέων.

Ο βασιλιά Πώρος έπρεπε να υπερασπιστεί το βασίλειό του και επέλεξε το τέλειο σημείο για να ελέγχει με τα στρατεύματά του και εκ των προτέρων τον Μέγα Αλέξανδρο. Αν και έχασε τη μάχη, έγινε ο πιο επιτυχημένος και ιστορικά καταγεγραμμένος, αντίπαλος του Αλεξάνδρου.

Στρατηγικοί ελιγμοί και προετοιμασίες για τη μάχη

Η διάβαση του ποταμού Υδάσπη από τον Μέγα Αλέξανδρο.

Ο Πώρος παρέταξε στη νότια όχθη του Υδάσπη ποταμού τα στρατεύματά του και έθεσε ως κύριο στόχο την απόκρουση των στρατευμάτων σε οποιαδήποτε τυχόν διασταύρωση και αν προέκυπτε. Ο Υδάσπης ήταν βαθύς και αρκετά γρήγορος, γεγονός που από μόνο του αρκούσε πιθανόν για να καταδικάσει σε απόλυτη αποτυχία ολόκληρη τη δύναμη που θα επιχειρούσε μια, εν ευθεία αντίθεση, διέλευση για να επιτεθεί κατέναντι στα στρατεύματα του βασιλιά Πώρου.

Ο Μέγας Αλέξανδρος ήξερε ότι μια άμεση διάβαση του ποταμού θα είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας και έτσι προσπάθησε να βρει εναλλακτικές διαβάσεις. Κινήθηκε τοποθετώντας τα ορεσίβια στρατεύματα του πάνω και κάτω, παράλληλα με την όχθη του ποταμού μετακινώντας τα κάθε βράδυ, τακτική που προσπάθησε να ακολουθεί προς κάλυψή του (στρατιωτική ορολογία: σκίαση) και ο Πώρος.

Τελικά, ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε και χρησιμοποίησε μια κατάλληλη διάβαση, περίπου 27 χιλιόμετρα πριν από το στρατόπεδό του.

Το σχέδιό του ήταν ένα κλασικός ελιγμός «τανάλιας»: Άφησε τον στρατηγό Κρατερό πίσω του με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και ο ίδιος πέρασε με κοπιώδη τρόπο, το ποτάμι προς τα πάνω με ένα ισχυρό σώμα, που αποτελούταν, σύμφωνα με τον Αρριανό από 6.000 οπλίτες και 5.000 ιππείς, αν και είναι πιθανό η δύναμη αυτή τελικά να ήταν μεγαλύτερη. Ο Κρατερός ήταν εξουσιοδοτημένος να φυλά τη διάβαση του ποταμού και σε πρώτη περίπτωση, που ο Πώρος αντιμετώπιζε το σχετικά μικρό και ευέλικτο σώμα με επικεφαλής τον Μέγα Αλέξανδρο με ολόκληρο το στράτευμα του, να πραγματοποιούσε και ο Κρατερός επίθεση καταντικρύ, ώστε να κυκλωθεί, με μορφή «τανάλιας», ο Πώρος, σε δεύτερη δε περίπτωση που ο Πώρος δεν επιτίθεντο εναντίον του Αλεξάνδρου με ολόκληρη τη δύναμή του ο Κρατερός να κρατήσει τη θέση του.

Πολεμικός ελέφαντας του ινδικού στρατού του βασιλιά Πώρου.

Ο Μέγας Αλέξανδρος εν τέλει κίνησε αθόρυβα μέρος του στρατού του και στη συνέχεια διάβηκε το ποτάμι με άκρα μυστικότητα, με την κατασκευή πλωτήρων από «δερμάτινους ασκούς, γεμάτους με σανό», καθώς και με «μικρότερα σκάφη μειωμένα κατά το ήμισυ» (αρχαία ελληνικά: «καὶ τῶν πλοίων δὲ τὰ πολλὰ αὐτῷ ξυντετμημένα παρ εκεκόμιστο ἐς τὸν χῶρον τοῦτον καὶ ἀφανῶς αὖθις ξυμπεπηγμένα ἐν τῇ ὕλῃ ἐκρύπτετο͵ τά τε ἄλλα καὶ αἱ τριακόντοροι»).[20]

Πολεμικοί ελέφαντες σε ανάγλυφο στον ναό Άνγκορ Βατ της ιερής πόλης Άνγκορ στην Καμπότζη.

Επιπλέον, ο Κρατερός επιφορτίσθηκε με συχνές παραπλανητικές προσποιήσεις, ότι πρόκειται να διασχίσει τον ποταμό.[21]

Ο Μέγας Αλέξανδρος πρόσκαιρα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε περάσει την απέναντι πλευρά, παρά είχε μεταφερθεί σε μια νησίδα εδάφους ανάμεσα στον ποταμό, αλλά, τελικά σύντομα πέρασε στην άλλη πλευρά. Ο Πώρος αντιλήφθηκε τους ελιγμούς του αντιπάλου του και έστειλε μια μικρή δύναμη αρμάτων, ιππικό και δύναμη στρατιωτών, υπό τη διοίκηση του γιου του για να αντιμετωπίσει τον Μέγα Αλέξανδρο, με την ελπίδα ότι θα είναι σε θέση να εμποδίσει την περαιτέρω διέλευσή του. Ο Αλέξανδρος όμως είχε ήδη περάσει και δρομολόγησε σχετικά εύκολα την επίθεση ενάντια στον αντίπαλό του, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα άρματα του στρατού του Πώρου, είχαν ως φυσικό εμπόδιο την ίδια τη λάσπη κοντά στην όχθη του ποταμού, με τελικό αποτέλεσμα ο γιος του Πώρου σύντομα να βρίσκεται ανάμεσα στους νεκρούς. Ο Πώρος στη συνέχεια κατανόησε ότι ο Αλέξανδρος είχε ήδη περάσει νικηφόρα στη δική του πλευρά του ποταμού και έσπευσε να τον αντιμετωπίσει με το καλύτερο τμήμα του στρατού του, αφήνοντας πίσω του ένα μικρό απόσπασμα για να εμποδίσει την πιθανή εισβολή της κύριας μακεδονικής δύναμης, που ήταν υπό τη διοίκηση του Κρατερού, όταν θα προσπαθούσε να διασχίσει τον ποταμό.

Η «ένδοξη μάχη του βασιλιά Αλέξανδρου του Μακεδόνα εναντίον του Ινδού βασιλιά Πώρου» στο ρωσικό λαϊκό εγχάρακτο δημοφιλές ανάγνωσμα Λουμπόκ, εκτύπωση το πρώτο εξάμηνο του XVIII αιώνα (18ου αιώνα).

Η μάχη

Συνδυασμένη επίθεση ιππικού και πεζικού.

Όταν ο Πώρος εντόπισε το σημείο όπου το σχετικά μικρό και ευέλικτο στρατιωτικό σώμα με επικεφαλής τον Μέγα Αλέξανδρο είχε αφιχθεί, επεξέτεινε τις δυνάμεις του και άρχισε την επίθεση. Οι Ινδοί ήταν έτοιμοι με το ιππικό και στις δύο πλευρές, ενώ το κέντρο περιλάμβανε τις κύριες δυνάμεις του πεζικού με τους πολεμικούς ελέφαντες να δεσπόζουν ανάμεσα ή μπροστά από τα σώματα πεζικού, σε ίσα διαστήματα. Οι ελέφαντες προκάλεσαν αρχικά πολύ κακό στη μακεδονική φάλαγγα, αλλά τελικά απωθήθηκαν από τις πυκνές σάρισες των φαλαγγιτών και τελικά οι πολεμικοί ελέφαντες έσπειραν τον όλεθρο κατά πολύ περισσότερο στις δικές τους γραμμές.

Ινδικοί πολεμικοί ελέφαντες εναντίον του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πίνακας ζωγραφικής του Γιοχάνες βαν ντεν Άβελε.

Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε τη μάχη με την αποστολή έφιππων τοξοτών με κύριο στόχο να πλήξουν την αριστερή πτέρυγα του ινδικού ιππικού. Στη συνέχεια, οδήγησε την επίθεση κατά της εξασθενημένης ινδικής πτέρυγας.

Μια άλλη ερμηνεία της διάταξης των ενόπλων τμημάτων κατά τη Μάχη του Υδάσπη. Το μακεδονικό ιππικό. υπό τον Κοίνο επιτέθηκε στα πλευρά του ινδικού ιππικού. (Ο χάρτης σύμφωνα με τον Hammond).

Το υπόλοιπο του ινδικού ιππικού κάλπαζε προς υποστήριξη της σφοδρά συμπιεζόμενης ινδικής πτέρυγας, αλλά την ίδια στιγμή, το επερχόμενο ιππικό σώμα υπό τον Κοίνο εμφανίστηκε πίσω από τους Ινδούς. Οι Ινδοί προσπάθησαν να σχηματίσουν μια διπλή φάλαγγα, αλλά οι απαραίτητες περίπλοκες μανούβρες έφεραν ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στις τάξεις τους, καθιστώντας ευκολότερη την κατάσταση για το μακεδονικό ιππικό στο να τους νικήσει. Το υπόλοιπο ινδικό ιππικό κατέφυγε ανάμεσα στους πολεμικούς ελέφαντες για προστασία, αλλά τα θηρία αυτά ήταν ήδη εκτός ελέγχου και σύντομα θα υποχωρήσει εξαντλημένο και από αυτόν τον τομέα, αφήνοντας το υπόλοιπο του στρατού του Πώρου να περικυκλώνεται από τη μακεδονική φάλαγγα και το μακεδονικό ιππικό. Προς το παρόν, οι φαλαγγίτες οργανώθηκαν και προωθήθηκαν έτι περαιτέρω από τη σύγχυση του εχθρού. Ο βασιλιάς Πώρος, αφού διεξήγαγε έναν γενναίο αγώνα παραδόθηκε και η μάχη έληξε. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο[22], κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Πώρος κάλεσε σε ατομική μονομαχία τον Μέγα Αλέξανδρο, που τον καταδίωκε έφιππος πάνω στον Βουκεφάλα. Ο Αλέξανδρος τραυματισμένος, έπεσε από το εξαντλημένο άλογό του και στην αψιμαχία που ακολούθησε, οι σωματοφύλακές του κατόρθωσαν να τον μεταφέρουν μακριά και να προβούν στη σύλληψη του Πώρου.

Οι απώλειες

Μακεδονικές απώλειες:

  • Σύμφωνα με τον Αρριανό, οι μακεδονικές απώλειες ανήλθαν σε 310 νεκρούς.[23] Ωστόσο, ο Βρετανός στρατιωτικός και ιστορικός Τζον Φρέντερικ Φούλερ βλέπει ως «πιο ρεαλιστικό» τον αριθμό που αναφέρεται από τον Διόδωρο για περίπου 1.000 νεκρούς,[24][25] ο οποίος δεν είναι μεγάλος αριθμός απωλειών για έναν νικητή, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τη μερική επιτυχία των ινδικών πολεμικών ελεφάντων.
  • Ο Μέγας Αλέξανδρος έχασε το αγαπημένο του άλογο, τον Βουκεφάλα, το οποίο (τραυματισμένο και/ή εξαντλημένο κατά τη διάρκεια της μάχης) πέθανε λίγο μετά από αυτήν τη μάχη.

Ινδικές απώλειες:

  • Οι ινδικές απώλειες ανήλθαν σε 23.000 νεκρούς, σύμφωνα με τον Αρριανό ή 12.000 νεκροί και πάνω από 9.000 ανδρών, που συνελήφθησαν, σύμφωνα με τον Διόδωρο. Οι δύο προηγούμενοι αριθμοί είναι εξαιρετικά μικροί, εκτός και αν υποτεθεί ότι ο Αρριανός συμπεριλαμβάνει τους αιχμαλώτους στο σύνολο των ινδικών απωλειών. Παράλληλα αιχμαλωτίσθηκαν ζωντανοί περίπου 80 πολεμικοί ελέφαντες.[26][27]
  • Επίσης δύο γιοι του Πώρου σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, καθώς και ο συγγενής του και σύμμαχος του, Σπιτάκης, και οι περισσότεροι από τους στρατηγούς-οπλαρχηγούς του.

Μετά τη μάχη

Πίνακας του Σαρλ Λε Μπρεν που απεικονίζει τους Μέγα Αλέξανδρο και Πώρο κατά τη διάρκεια της Μάχης του Υδάσπη.

Η γενναιότητα, οι δεξιότητες και η ηγετική στάση του Πώρου στη μάχη εντυπωσίασαν τόσο πολύ τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος επέτρεψε στον Πώρο να κυβερνά την περιοχή του Υδάσπη, εν ονόματι του Αλέξανδρου ως σατράπης.

Ο Πώρος, με ύψος 2,10 μέτρα, τραυματίας και αυτός στον ώμο του, ρωτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο μετά τη μάχη, πως θα ήθελε να αντιμετωπισθεί. «Φέρσου μου, ως βασιλιά(ς)» απάντησε ο Πώρος.[28]

Ο Μέγας Αλέξανδρος θα τον αντιμετωπίσει πράγματι σαν βασιλιά, και θα του επιτρέψει να διατηρήσει τη βασιλεία του. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του ο Μ. Αλέξανδρος σπανίως έδειχνε οίκτο στους ηγεμόνες που του εναντιώνονταν είναι ακόμη περισσότερο προς τιμήν του Πώρου. Ο Μέγας Αλέξανδρος, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω ίδρυσε δύο δίδυμες πόλεις, μία στο σημείο της μάχης που ονομάζεται Νίκαια Αλεξάνδρεια (ήταν η κατάλληλη ελληνική λέξη για τη νίκη του), σε ανάμνηση της επιτυχίας του και μία στην ακριβώς απέναντι πλευρά του Υδάσπη, που ονομάζεται Αλεξάνδρεια η Βουκέφαλος, για να τιμήσει το πιστό άλογό του, τον Βουκεφάλα ο οποίος πέθανε από φυσικά αίτια λίγο καιρό μετά τη μάχη.

Ο Μέγας Αλέξανδρος αιχμαλωτίζει τον Πώρο. Χαρακτικό του 1696.
Ο ποταμός Υδάσπης σήμερα. Προσοχή: Η φωτογραφία είναι γενική άποψη και δεν υποδεικνύει τον τόπο της μάχης.

Το 326 π.Χ., ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου πλησίασε τα όρια της Αυτοκρατορίας των Νάντα, τα στρατεύματα των οποίων σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες της εποχής ήταν πολύ ισχυρότερα απ' ό,τι ο Αλέξανδρος είχε αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής και πολύ καλά εκπαιδευμένα. Οι Νάντα είχαν πληροφορηθεί για την προέλαση του Αλεξάνδρου και τον περίμεναν με 80 χιλιάδες ιππείς, 200 χιλιάδες πεζικό, 6 χιλιάδες άρματα μάχης και 6 χιλιάδες πολεμικούς ελέφαντες.

Αυτό συνέβη, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος βρέθηκε στον Ύφαση ποταμό, που σήμερα λέγεται στα Ινδικά Μπέας ή Βιπάσα (χίντι: ब्यास, πουντζάμπ: ਬਿਆਸ, σανσκριτικά: विपाशा) και είναι ένας από τους 5 ποταμούς της Πενταποταμίας, στο ακριβές σημείο που πιστεύεται ότι είναι το Καθγκάρ της περιοχής Ινδόρα της Χιμάτσαλ Πραντές με πλησιέστερο το σημερινό σιδηροδρομικό κέντρο Παθανκότ της Παντζάμπ.

Ο ποταμός Ύφασης, στις όχθες του οποίου ο στρατός του Αλεξάνδρου αποστάτησε.

Επιθυμία του Αλεξάνδρου ήταν να συνεχίσει την προέλασή του στην Ινδία και να τους αντιμετωπίσει, ωστόσο συνάντησε την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και διαμαρτυρήθηκαν έντονα λέγοντας πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Ο Πώρος είχε αποδειχτεί αξιόμαχος αντίπαλος και η νίκη ενάντια στον πολύ μεγαλύτερο στρατό των Νάντα δεν ήταν βέβαιη. Επίσης οι θερινοί μουσώνες οι οποίοι μαίνονταν εκείνη τη περίοδο πρέπει να είχαν επίσης αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατού, ο οποίος πιθανότατα δεν είχε ποτέ του βιώσει τέτοιο φαινόμενο στο παρελθόν. Τις τελευταίες 70 ημέρες έβρεχε αδιάκοπα. Ο Μέγας Αλέξανδρος τελικά αποφάσισε στο σημείο αυτό να στραφεί προς τον νότο, κατά μήκος του Ινδού ποταμού, εξασφαλίζοντας τις όχθες του ποταμού ως τα σύνορα της αυτοκρατορίας του με τη δημιουργία μιας ακόμη Αλεξάνδρειας πόλης. Πρόκειται για την Αλεξάνδρεια επί του Ύφαση που ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 326 π.Χ. στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου. Βρίσκεται και αυτή στην περιοχή του Παντζάμπ, η οποία το 1947 μοιράστηκε ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν. Έτσι ουσιαστικά με το ίδιο όνομα δηλώνεται η Ομόσπονδη Πολιτεία της Ινδίας, η Παντζάμπ, με πρωτεύουσα το Τσαντιγκάρ, και η επαρχία του Πακιστάν με πρωτεύουσα τη Λαχώρη.

Έκδοση αναμνηστικών νομισμάτων της Μάχης του Υδάσπη

Αργυρό δεκάδραχμο (βάρους 38,8 γραμμαρίων), Α’ όψη: Ο Μέγας Αλέξανδρος απεικονίζεται επάνω στο άλογό του επιτιθέμενος εναντίον του Πώρου ο οποίος βρίσκεται σε ελέφαντα.
Αργυρό δεκάδραχμο (βάρους 38,8 γραμμαρίων), Β’ όψη: Ο Μέγας Αλέξανδρος κρατώντας το δόρυ στο ένα χέρι και κεραυνό στο άλλο δέχεται το στεφάνι που αποθέτει στο κεφάλι του η Νίκη.

Μετά τη Μάχη του Υδάσπη εκόπησαν ασημένια νομίσματα διαφόρων αξιών για να τιμήσουν τη νίκη αυτή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σίγουρα αναγνωρισμένα είναι δύο (2) εξ’ αυτών με τις αξίες τετράδραχμο (βάρους 15,8 γραμμαρίων)[29] και δεκάδραχμο (βάρους 38,8 γραμμαρίων)[29]. Στη μία όψη του δεκάδραχμου απεικονίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος επάνω στο άλογό του επιτιθέμενος εναντίον του Πώρου ο οποίος βρίσκεται σε ελέφαντα. Στη δεύτερη όψη ο Αλέξανδρος κρατώντας το δόρυ στο ένα χέρι και κεραυνό στο άλλο δέχεται το στεφάνι που αποθέτει στο κεφάλι του η Νίκη[30]. Για το δεκάδραχμο, ένα εκ των οποίων διασώζεται στην περίφημη Συλλογή Προσπερό με 650 περίπου νομίσματα[31], έχει υπάρξει διάλογος[31] για την απόκτησή του από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Ο νομισματολόγος Ιωάννης Τουράτσογλου σε κείμενο του με τίτλο «Συμβολή στην οικονομική ιστορία του βασιλείου της Αρχαίας Μακεδονίας (6ος – 3ος π. Χ. αιώνας)», στην έκδοση «Κέρμα ΙΙ», αναφέρει ότι[31]:

«[…]Τα δεκάδραχμα θα πρέπει να παρήχθησαν, σε μικρές οπωσδήποτε ποσότητες, μεταξύ 326 π.Χ. -324 π. Χ. στο διάστημα δηλαδή από τη μάχη στον Υδάσπη ποταμό έως την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος στη Βαβυλώνα και να συνιστούν ειδικές επετειακές αναμνηστικές εκδόσεις για τους παλαιοστρατιώτες της ινδικής εκστρατείας, «αριστεία» τρόπον τινά προς επιβράβευση εξαιρετικών υπηρεσιών στο πεδίο των μαχών. […]».

— Νομισματολόγος Ιωάννης Τουράτσογλου, «Συμβολή στην οικονομική ιστορία του βασιλείου της Αρχαίας Μακεδονίας (6ος – 3ος π. Χ. αιώνας) στην έκδοση «Κέρμα ΙΙ»

Έργα τέχνης

Παραπομπές-σημειώσεις

Άλλες πηγές - ενδεικτική βιβλιογραφία

Σύγχρονες πηγές

Στα αγγλικά:

  • J.F.C. Fuller (1960). The Generalship of Alexander the Great. New Jersey: De Capo Press. ISBN 978-0-306-80371-0
  • Peter Green (1974), Alexander of Macedon: A Historical Biography. ISBN 978-0-520-07166-7
  • Peter Green (1990), Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenistic Age, University of California Press.
  • Peter Green (1992), Alexander of Macedon, 356-323 B.C.: A Historical Biography, University of California Press, London.
  • Rogers, Guy (2004), Alexander: The Ambiguity of Greatness. New York: Random House.
  • N. Sekunda et Jοhn Warry, Alexander the Great: His Armies and Campaigns 334-323 BC, London, 1998.
  • Bosworth, A.B. (1993), Conquest and Empire: The Reign of Alexander the Great, Cambridge University Press, ISBN 0-521-40679-X
  • Hammond, N.G.L. (1994), Alexander the Great: King, Commander and Statesman Bristol Classical Press, ISBN 1-85399-068-X
  • Hammond, N.G.L. (1998), The Genius of Alexander the Great, UNC Press, ISBN 0-807-84744-5.
  • Hammond, N.G.L. (2007), Sources for Alexander the Great, Cambridge University Press, ISBN 0-521-71471-0
  • Bagnell Bury, John ym.(1928), The Cambridge Ancient History VI: The fourth century BC. Cambridge University Press, ISBN 0-521-23348-8
  • Warry, John (1991), Alexander, 334-323 BC, Osprey Publishing, ISBN 1-855-32110-6
  • Paul Cartledge, Alexander the Great:The Hunt for a New Past, Pan Books, Macmillan Editions, London, 2005.
  • J.B. Burry and Russel Meiggs, A History of Greece: To the Death of Alexander the Great, Macmillan Editions, London, 1975.
  • Robin Lane Fox, Alexander the Great, Pen-guin Books, England 1986.

Στα ελληνικά:

  • Droysen J.G. 1996, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Τράπεζα Πίστεως, Αθήνα.
  • Hammond E. 1980, «The battle of Granicus river», στο JHS, C
  • Engels, Donald W. (1978). Alexander the Great and the Logistics of the Macedonian Army. Berkeley/Los Angeles/London.
  • Green, Peter 2008. «Αλέξανδρος ο Μακεδόνας: 356-323 π.Χ.», Εκδόσεις: «Διόπτρα», Αθήνα.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Δ’ «Μέγας Αλέξανδρος – Ελληνιστικοί Χρόνοι», Εκδόσεις: «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1973.
  • Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», Περιοδικό Utopia, Τεύχος 20, Αύγουστος 2012.
  • Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», τόμος 3, βιβλίο πέμπτο – έκτο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις: «Κάκτος».
  • Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Βίος Αλεξάνδρου», Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις: «Κάκτος».
  • Γεώργιος Παπαντωνίου, «Αρχαία Ελληνική Ιστορία – Αλέξανδρος», τόμ. Δ’, Αθήνα 1979.
  • Σπυρίδων Λάμπρου, «Ιστορία της Ελλάδος», τόμ. Β’, Εκδόσεις: «Δημιουργία», Αθήνα, 1998.
  • Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (362-323 π.Χ.)», τόμος 6, Εκδόσεις: National Geographic Society, Αθήνα 2009-2010.
  • Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλιοθήκη Ιστορική» ΙΖ Βιβλίο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις: «Κάκτος».
  • Καλλισθένης ή Ψευδο-Καλλισθένης, «Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος», (μυθιστοριογραφία) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις: «Κάκτος».

Στα γαλλικά:

  • Paul Goukowsky :
    • Alexandre et la conquête de l’Orient, dans Le monde grec et l’Orient, II, PUF, 1975, σελ. 247-333.
    • «Le roi Pôros, son éléphant et quelques autres », Bulletin de Correspondances Helléniques, Τεύχος 76 (1972), σελ. 473-502.

Αρχαίες πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι