Ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα

Η υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήρθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο με τις διαδηλώσεις της πλατείας Τιεν Αν Μεν το 1989. Πολλές πηγές, συμπεριλαμβανομένης της ετήσιας έκθεσης του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, καθώς και έρευνες άλλων οργανισμών, όπως η Διεθνής Αμνηστεία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έχουν τεκμηριώσει τις καταχρήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παραβίαση των διεθνώς αναγνωρισμένων κανονισμών.

Η κυβέρνηση της Κίνας υποστηρίζει ότι στην αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να περιλαμβάνεται το οικονομικό επίπεδο διαβίωσης καθώς και μέτρα για την υγεία και την οικονομική ευημερία,[1] και σημειώνει πως παρατηρείται πρόοδος σε αυτόν τον τομέα.[2]

Τα αμφιλεγόμενα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα περιλαμβάνουν τη θανατική ποινή, την «πολιτική του ενός παιδιού», και την πολιτική τακτική προς τις εθνικές μειονότητες στο Θιβέτ και στο Σιντζιάνγκ.

Κανένα πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ Κίνας και Δύσης τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει προκαλέσει τόσο πολύ πάθος όσο τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην πραγματικότητα, διακυβέβονται πολλά περισσότερα από τις ηθικές αξίες και το εθνικό αίσθημα. Για πολλούς Δυτικούς, η Κινεζική κυβέρνηση είναι τελείως αναξιόπιστη σε όλα τα θέματα επειδή είναι αντιδημοκρατική. Για το Πεκίνο, η πίεση των Δυτικών σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα φαίνεται σχεδιασμένη για να νομιμοποιήσει τις επιδιώξεις τους, και η απειλή αυτή κρέμεται πάνω από θέματα που μπορούν να θεωρηθούν ως "φυσιολογικές" διαμάχες όπως το εμπόριο και οι πωλήσεις όπλων.[3]

Νομικό σύστημα

Η κινεζική κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι υπάρχουν προβλήματα με το σημερινό νομικό σύστημα,[4] που έχουν να κάνουν με:

  • Την έλλειψη νόμων, όχι μόνο σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά γενικότερα.
  • Την αδυναμία τήρησης των ενδεδειγμένων νομικών διαδικασιών.
  • Τη σύγκρουση νόμων[5]

Ο διορισμός των δικαστών από το κράτος, και η χρηματοδότηση του δικαστικού συστήματος από αυτό,[6] έχει οδηγήσει στη διαφθορά και την κατάχρηση της εξουσίας.

Πολιτικές ελευθερίες

Ελευθερία του λόγου

Παρόλο που το σύνταγμα του 1982 διασφαλίζει την ελευθερία του λόγου,[7] η κινεζική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη ρήτρα της υπονόμευσης της κρατικής δύναμης για να φυλακίσει όσους ασκούν κριτική στο καθεστώς.[8] Επίσης παρατηρείται σημαντική κρατική εμπλοκή στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς οι περισσότεροι μεγάλοι οργανισμοί ενημέρωσης ελέγχονται απευθείας από την κυβέρνηση. Ο κινεζικός νόμος απαγορεύει την υπεράσπιση του αυτοπροσδιορισμού ή της ανεξαρτησίας όσων κατοικούν σε περιοχές που το Πεκίνο θεωρεί υπό την δικαιοδοσία του, όπως επίσης και την απόλυτη κυριαρχία του Κουμουνιστικού Κόμματος στην διοίκηση της Κίνας. Έτσι απαγορεύονται οι εκδόσεις και μπλοκάρονται οι ιστοσελίδες με αναφορές στην δημοκρατία, το κίνημα απελευθέρωσης του Θιβέτ, την ανεξαρτησία της Ταϋβάν, συγκεκριμένες θρησκευτικές ομάδες και ό,τι αμφισβητεί τη νομιμότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Η Κινέζα δημοσιογράφος Χε Τσινγκλιάν στο βιβλίο της Media Control in China (Έλεγχος των Μ.Μ.Ε. στην Κίνα),[9] που κυκλοφόρησε το 2004, εξετάζει τον κυβερνητικό έλεγχο στο Διαδίκτυο[10] και σε όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Το βιβλίο της, εξηγεί πώς ο ελεγχος των Μ.Μ.Ε. βασίζεται σε εμπιστευτικές οδηγίες από το τμήμα προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος, συνεχή έλεγχο και τιμωρία των παραβατών.

Πρόσφατα, ξένες ιστοσελίδες συμπεριλαμβανομένων των Microsoft Live Search, Yahoo! Search, και Google Search China[11] δέχτηκαν κριτική για την τακτική τους να βοηθούν τέτοιες πρακτικές, όπως η απαγόρευση της λέξης "δημοκρατία" από όλα τα κινεζικά chat room. Σε πολλές Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές κινηματογραφικές ταινίες δεν δίνεται άδεια για να προβληθούν στις κινεζικές αίθουσες, αν και η πειρατεία των DVD είναι ευρύτατα διαδεδομένη.[12]

Ελευθερία της μετακίνησης

Το Κομμουνιστικό Κόμμα βρέθηκε στην εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και υποκίνησε μία σχεδιασμένη οικονομία. Το 1958, ο Μάο δημιούργησε ένα σύστημα αδειών κατοικίας το οποίο όριζε που μπορεί να δουλέψει ο κάθε πολίτης, κατατάσσοντάς τους ως "αστικούς εργάτες" ή "αγρότες".[13] Για να μετακομίσει ένας αγρότης σε μία αστική περιοχή και να αποκτήσει μία μη αγροτική εργασία όφειλε να απευθυνθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες. Και πάλι, ο αριθμός των εργατών που επιτρέπονταν να προχωρήσει σε αυτή τη διαδικασία ήταν ελεγχόμενος. Όσοι εργάζονταν έξω από την εξουσιοδοτημένη τους γεωγραφική περιοχή δεν είχαν δικαίωμα στην παροχή δημητριακών με δελτίο, εργατικής κατοικίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.[14] Η εκπαίδευση, η εργασία, οι γάμοι, ήταν πλήρως ελεγχόμενοι από το κράτος.[13] Ένας λόγος της θέσπισης αυτού του συστήματος ήταν η πρόληψη του χάους που θα προκαλούσε η επερχόμενη αστικοποίηση. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κάτοικοι του Θιβέτ που άνηκαν στην εθνικότητα Χαν διευκολύνονταν στην έκδοση άδειας για μετακίνηση σε αστική περιοχή, σε αντίθεση με τους Θιβετιανούς.[15]

Οι κάτοικοι των αστικών κέντρων απολαμβάνουν μία πληθώρα από κοινωνικά, οικονομικά, και πολιτιστικά ωφέλη, ενώ οι χωρικοί, που αποτελούν την πλειοψηφία του κινεζικού πληθυσμού, αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.[16]

Σε ένα άρθρο των The Washington Times, το 2000, αναφέρθηκε πως παρόλο που οι μετανάστες εργάτες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του πλούτου στην κινεζική επαρχεία, αντιμετωπίζονται "ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας από ένα σύστημα τόσο μεροληπτικό που ομοιάζει με το άπαρτχαϊντ".[17] Μία άλλη αρθρογράφος η οποία κάνει μία παρόμοια σύγκριση είναι η Anita Chan, που υποστηρίζει πως η καταγραφή των κατοικιών στην Κίνα και το σύστημα αδειών προσωρινής κατοικίας έχει δημιουργήσει μία κατάσταση ανάλογη με το σύστημα του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, το οποίο σχεδιάστηκε για να εξασφαλίσει την προμήθεια φτηνών εργατικών χεριών.[18]

Η κατάργηση αυτής της πρακτικής προτάθηκε σε 11 επαρχίες, κυρίως κατά μήκος της ανεπτυγμένης ανατολικής ακτής. Σήμερα, ο νόμος έχει ηδη αλλάξει ώστε οι μετανάστες εργάτες να μην έρχονται αντιμέτωποι με συλλήψεις. Σε αυτό, βοήθησε η υπόθεση ενός μετανάστη που πέθανε το 2003 στην επαρχία της Καντόνα. Η υπόθεση ήρθε στο φως, χάρη σε έναν καθηγητή Νομικής από το Πεκίνο, τον κ. Σου. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το σύστημα αυτό στις μικρές πόλεις, αλλά και σε μεγάλες όπως το Πεκίνο και η Σανγκάη, έχει καταργηθεί.[19]

Ειδικές διοικητικές περιοχές

Σαν αποτέλεσμα της πολιτικής «Μία χώρα, δύο συστήματα» που εφαρμόστηκε κατά τα τέλη του 20ου αιώνα οι Κινέζοι πολίτες χρειάζονται άδεια από την κυβέρνηση για να ταξιδέψουν στις Ειδικές Διοικητικές Περιοχές του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο.

Θρησκευτική ελευθερία

Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1976), οι θρησκευτικές εκδηλώσεις κάθε τύπου απαγορεύτηκαν, ενώ πολλοί θρησκευτικοί ναοί λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από τους Κομμουνιστές. Από τότε, έχουν γίνει προσπάθειες για την επιδιόρθωση, ανακατασκευή και προστασία των ιστορικών και πολιτιστικών θρησκευτικών χώρων.[20] Πολλοί όμως υποστηρίζουν πως δεν έχουν γίνει αρκετά για την αναστήλωση των κατεστραμμένων χώρων.[21]

Το Σύνταγμα του 1982 τυπικά διασφαλίζει το δικαίωμα των πολιτών να πιστεύουν σε οποιαδήποτε θρησκεία. Το δικαίωμα αυτο όμως δεν πρέπει να ταυτίζεται με την έννοια της "Θρησκευτικής Ελευθερίας" όπως είναι γνωστή στη Δύση, το δικαίωμα δηλαδή του να εξασκείς οποιαδήποτε θρησκεία με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς κυβερνητικές παρεμβολές.[22] Η ελευθερία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, καθώς όλες οι θρησκευτικές ομάδες πρέπει να είναι καταγεγραμμένες από την κυβέρνηση. Επιπλέον, η κυβέρνηση συνεχώς προσπαθεί να διατηρεί τον έλεγχο όχι μόνο του θρησκευτικού περιεχομένου αλλά και της επιλογής των θρησκευτικών αρχηγών, επιλέγοντας τους επισκόπους και άλλους πνευματικούς ηγέτες. Για παράδειγμα, ο πρόσφατα χειροτονημένος Καθολικός Επίσκοπος της Κίνας δεν επιλέχθηκε από τον Πάπα, σύμφωνα με την μέχρι τότε πρακτική της Καθολικής Εκκλησίας.[23] Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως αυτή η απαγόρευση είναι απαραίτητη για να αποτραπεί ξένη πολιτική επιρροή που θα διαβρώσει την εθνική κυριαρχία, αν και οι θρησκευτικές ομάδες αρνούνται ότι επιθυμούν να εμπλακούν στην πολιτική της Κίνας. Έτσι, οι θρησκευτικές δοξασίες που απαιτούν πίστη σε κάποιον ξένο θρησκευτικό ηγέτη ή οργανισμό απαγορεύονται, με αποτέλεσμα πολλές θρησκευτικές ομάδες να μην ομολογούν την πίστη τους στους ηγέτες αυτούς. "Οι μη καταγεγραμμένες θρησκευτικές ομάδες... αντιμετωπίζουν παρεμβάσεις, παρενοχλήσεις, και καταπίεση".[24]

Η έλλειψη διαφάνειας στην επιλογή των Θιβετιανών θρησκευτικών αρχηγών δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα. Η Κίνα υποστηριζει πως οι θρησκευτικοί αρχηγοί πρέπει να έχουν την κρατική έγκριση πριν από τη μετεμψύχωσή τους,[25] και έχει αναφέρει πως θα επιβλέψει την αναζήτηση του επόμενου Δαλάι Λάμα μετά το θάνατο του σημερινού. Στο παρελθόν, η Κίνα αντιμετώπισε σκληρά μετεμψυχώσεις προηγούμενων πνευματικών αρχηγών. Για παράδειγμα, το παιδί που αναγνωρίστηκε ως ο νέος Παντσέν Λάμα συνελήφθη σε ηλικία έξι ετών από τις κινεζικές αρχές και εξαφανίστηκε. Κανείς δεν τον έχει δει από τότε, ενώ σύμφωνα με τις κινεζικές αρχές είναι φυλακισμένος. Ξένοι ηγέτες σε επισκέψεις τους στην Κίνα, έχουν προχωρήσει σε εκκλήσεις για την απελευθέρωσή του.[26] Δημοσιογράφοι και τουρίστες που επισκέπτονται το Θιβέτ, έχουν αναφέρει πως τα μοναστήρια παρακολουθούνται με κάμερες. Άλλα παραδείγματα της έλλειψης θρησκευτικής ελευθερίας είναι:[27]

  1. Οι αριθμοί των μοναχών νοθεύονται από το Πεκίνο έτσι ώστε να μειωθεί ο πνευματικός πληθυσμός
  2. Η μη αποκήρυξη του Δαλάι Λάμα ως πνευματικού ηγέτη επιφέρει απέλαση
  3. Μη επιθυμητοί από την κυβέρνηση μοναχοί εκδιώκονται από τα μοναστήρια
  4. Η μη απαγγελία πατριωτικών κειμένων υπέρ της Κίνας επιφέρει απέλαση
  5. Οι θρησκευτικές σπουδές απαγορεύονται μέχρι την ηλικία των 18 ετών

Κράτηση λόγω αντεθνικών πράξεων έχει καταγραφεί και σε άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η κράτηση μοναχών που πανηγύριζαν την απονομή του Χρυσού Μεταλλίου του Αμερικανικού Κογκρέσου στον Δαλάι Λάμα.[28] Τα μέτρα για τον περιορισμό του αριθμού των μοναχών είναι επίσης δραστικά. Ένας μεγάλος ναός του Θιβέτ φιλοξενούσε κάποτε περισσότερους από 10.000 μοναχούς. Σήμερα κατοικούν εκεί μόνο 600 άτομα καθώς το Πεκίνο απαγορεύει τη φιλοξενία παραπάνω των 700 μοναχών σε κάθε μοναστήρι.[27]

Άλλη περίπτωση θρησκευτικής διάκρισης είναι το γεγονός πως, τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος απαιτείται να είναι άθεοι.[29] Αν και πολλά μέλη του κόμματος στην ιδιωτική τους ζωή παραβιάζουν αυτόν το κανόνα,[30] η δημόσια εκδήλωση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων μπορεί να τους μειώσει τις οικονομικές τους απολαβές.

Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας προσπαθεί να ασκήσει αυστηρό έλεγχο σε όλες τις θρησκείες και έτσι οι μόνες νόμιμες Χριστιανικές Εκκλησίες (Το Πατριωτικό Κίνημα της Τριπλής Υπόστασης και η Κινεζική Πατριωτική Καθολική Ένωση) ελέγχονται πλήρως από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας. Έχει αναφερθεί πως πολλές από τις διδαχές των Εκκλησιών αυτών ελέγχονται και τροποποιούνται από το Κόμμα.

Επειδή οι Κινεζικές Εκκλησίες λειτουργούν έξω από κυβερνητικούς κανονισμούς και απαγορεύσεις, τα μέλη και οι ηγέτες τους συχνά παρενοχλούνται από τοπικούς κυβερνητικούς αξιωματούχους. Οι διωγμοί συνήθως έχουν το χαρακτήρα φυλακίσεων ή εξαναγκασμού σε εργασία. Τα χρηματικά πρόστιμα είναι επίσης συχνά. Σε αντίθεση με το Φαλούν Γκονγκ, οι Εκκλησίες αυτές δεν είναι εκτός νόμου, και από τη δεκαετία του 1990 οι αρχές δείχνουν μία σχετική ανοχή. Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν πως οι διώξεις που υφίστανται τα μέλη των Εκκλησιών δεν πηγάζουν από την ιδεολογική αντίθεση προς τη θρησκεία και την υποστήριξη της αθεϊσμού από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, αλλά περισσότερο από τον φόβο της δημιουργίας ενός πυρήνα κινητοποίησης έξω από τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Πολιτική ελευθερία

Μία διάσημη φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 5 Ιουνίου 1989 από τον φωτογράφο Jeff Widener (AP), απεικονίζει έναν εκ των διαδηλωτών που προσπάθησε να σταματήσει τα τανκ του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων της πλατεία Τιεν Αν Μεν.

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι γνωστή για τη μη ανοχή της προς κάθε οργανωμένη κίνηση διαφωνίας απέναντι στην κυβέρνηση. Οι διαφωνούντες συχνά συλλαμβάνονται και φυλακίζονται για μακρά χρονικά διαστήματα και χωρίς δίκη. Ένας από τους πιο διάσημους διαφωνούντες είναι ο Zhang Zhixin, ο οποίος είναι γνωστός για την αντίστασή του ενάντια στην ακροαριστερά.[31] Περιστατικά βασανισμών και εξαναγκασμού σε ομολογία ή εργασία έχουν αρκετές φορές αναφερθεί. Οι ελευθερίες συγκέντρωσης και οργάνωσης είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Το τελευταίο οργανωμένο κίνημα για πολιτική ελευθερία κατέληξε στην Σφαγή της πλατείας Τιεν Αν Μεν το 1989. Ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται από 200 έως 10.000, ανάλογα με τις πηγές.[32][33]

Οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια στην πληροφόρηση και ενδυνάμωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών είναι καθ' οδόν. Η κινεζική κυβέρνηση ξεκίνησε να διεξάγει εκλογές σε χωριά το 1988, για να βοηθήσει στη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής τάξης στα πλαίσια των ταχέων οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Σήμερα, εκλογές διεξάγονται σε περίπου 650.000 χωριά σε όλη την Κίνα, καλύπτοντας το 75% του πληθυσμού των 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων."[34] Το 2008, η Shenzhen, η πόλη με το υψηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Κίνα, επιλέχθηκε για πειραματισμό. Παραπάνω από το 70% των κυβερνητικών αξιωματούχων σε επίπεδο περιφέρειας θα είναι αιρετοί.

Νομοθεσία

Πολιτική του ενός παιδιού

Η πολιτική του οικογενειακού προγραμματισμού που εφαρμόζεται στην Κίνα, γνωστότερη ως "πολιτική του ενός παιδιού" τέθηκε σε εφαρμογή από την κινεζική κυβέρνηση με στόχο την άμβλυνση του φαινομένου του υπερπληθυσμού. Οι κριτικοί της πολιτικής αυτής, υποστηρίζουν πως είναι αναποτελεσματική και ηθικά αποδοκιμαστέα. Υποστηρίζουν ακόμα πως συμβάλλει στην αύξηση των αμβλώσεων και βρεφοκτονιών, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την εγκατάλειψη βρεφών και τις επιλεκτικές αμβλωσεις. Τέτοια φαινόμενα είναι αρκετά συχνά σε κάποιες περιοχές της χώρας, παρόλο που είναι παράνομα και τιμωρήσιμα με χρηματικά πρόστιμα και φυλάκιση.[35] Η πολιτική αυτή θεωρείται το κύριο αίτιο της φυλετικής ανισορροπίας που παρουσιάζεται στην Κίνα. Σε κάθε 100 κορίτσια, αντιστοιχούν 118 αγόρια.[36][37][38] Εξαναγκαστικές αμβλώσεις και στειρώσεις έχουν επίσης αναφερθεί.[39][40]

Άλλο επιχείρημα όσων αντιτίθενται στην πολιτική, είναι πως δεν είναι αρκετά αποτελεσματική για να δικαιολογεί το υψηλό της κόστος και πως η σημαντική μείωση της γονιμότητας στην Κίνα ξεκίνησε πριν από την εφαρμογή της πολιτικής το 1979, για ανεξήγητους λόγους. Η πολιτική φαίνεται πως είχε μικρή αποτελεσματικότητα στις αγροτικές περιοχές (όπου και κατοικεί το 80% του πληθυσμού), καθώς ο ρυθμός των γεννήσεων εκεί δεν έπεσε ποτέ κάτω από 2,5 παιδιά ανά γυναίκα.[41] Παρόλα αυτά, η κινεζική κυβέρνηση και άλλοι εκτιμούν πως τουλάχιστον 250 εκατομμύρια γεννήσεις έχουν αποφευχθεί, λόγω της πολιτικής.[42]

Το 2002, οι νόμοι που σχετίζονταν με την πολιτική του ενός παιδιού τροποποιήθηκαν ώστε να επιτραπεί στις εθνικές μειονότητες και στους Κινέζους που κατοικούν σε αγροτικές περιοχές να αποκτήσουν παραπάνω από ένα παιδί. Η πολιτική γενικά δεν επιβλήθηκε στις περιοχές αυτές ακόμα και τα προηγούμενα χρόνια. Η πολιτική επίσης χαλάρωσε και στις αστικές περιοχές επιτρέποντας στους ανθρώπους που είναι μοναχοπαίδια να αποχτήσουν δύο παιδιά.[43]

Πλέον, από τις αρχές του 2016 επιτρέπεται στα ζευγάρια να αποκτούν δύο παιδιά. Στη νομοθετική αυτή μεταβολή αποδίδεται εν πολλοίς η αύξηση των γεννήσεων στην Κίνα το 2016 κατά ποσοστό 7,9% έναντι του προηγούμενου έτους[44].

Θανατική ποινή

Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, από το 1994 μέχρι το 1999 η Κίνα κατετάχθη έβδομη στις εκτελέσεις ανά άτομο, πίσω από τη Σινγκαπούρη, τη Σαουδική Αραβία, τη Λευκορωσία, τη Σιέρα Λεόνε, την Κιργιζία, και την Ιορδανία.[45] Η Διεθνής Αμνηστεία υποστηρίζει πως οι εκτελέσεις είναι περισσότερες από όσες περιλαμβάνονται στα επίσημα στοιχεία, ενώ τα στατιστικά στην Κίνα θεωρούνται κρατικά μυστικά. Αναφέρει επίσης, πως σύμφωνα με κάποιες αναφορές, το 2005 εκτελέστηκαν 3.400 άνθρωποι. Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, ένα μέλος του Εθνικού Λαϊκού Κοινοβουλίου ανακοίνωσε πως κάθε χρόνο στην Κίνα εκτελούνται 10.000 άνθρωποι.[46]

Συνολικά, 68 εγκλήματα τιμωρούνται με θάνατο. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και μη βίαια, οικονομικά εγκλήματα, όπως η υπεξαίρεση και η φοροδιαφυγή. Η αντιφατική, και ορισμένες φορές διεφθαρμένη φύση του νομικού συστήματος της Κίνας εγείρει ερωτήματα για τη δίκαιη εφαρμογή της θανατικής ποινής.[47]

Οι εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστείας αναφέρουν πως, τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει τον υψηλότερο αριθμό εκτελέσεων από κάθε άλλη χώρα. Το 2005, έφτασε στην κορυφή της λίστας με 1.770 εκτελέσεις.[48] Τα στοιχεία του 2006 και του 2007 κάνουν λόγο για 1.010 και 470 εκτελέσεις αντίστοιχα.[49][50][51] Τον Ιανουάριο του 2007 τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας ανακοίνωσαν πως σε όλες τις περιπτώσεις θανατικής ποινής θα ασκήται έφεση στο Ανώτατο Λαϊκό Δικαστήριο. Από το 1983, το ανώτατο δικαστήριο της Κίνας δεν εξέταζε όλες τις υποθέσεις.[52] Ως επακόλουθο των αλλαγών αυτών, στα στοιχεία του 2007 παρατηρείται μία σημαντική μείωση των εκτελέσεων, με μόνο 470 καταγεγραμμένες. Οι αναλυτές της Διεθνούς Αμνηστείας όμως, υποστηρίζουν πως αυτή η μείωση είναι προσωρινή καθώς τα στοιχεία περιλαμβάνουν μόνο τις επιβεβαιωμένες εκτελέσεις.[53]

Το 2019, μια μελέτη περιείχε στα περιεχόμενα της μια αίτηση αφαίρεσης πάνω από 400 δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά (οι δημοσιεύσεις είχαν θέμα τη μεταμόσχευση οργάνων) λόγω των ανησυχιών ότι τα όργανα αυτά αφαιρέθηκαν από Κινέζους κρατούμενους με παράνομα μέσα.[54] Ενώ η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι στη Κίνα λαμβάνουν χώρα 10.000 μεταμοσχεύσεις οργάνων κάθε χρόνο, μια έκθεση ενός ερευνητικού κέντρου συνδεόμενου με το Φαλούν Γκονγκ ισχυρίζεται ότι στη Κίνα λαμβάνουν 60.000 με 100.000 μεταμοσχεύσεις οργάνων το χρόνο. Εάν η έκθεση του ερευνητικού κέντρου ισχύει, τότε οι περισσότερες μεταμοσχεύσεις οργάνων αφορούν όργανα που πάρθηκαν από εκτελεσμένους κρατούμενους συνείδησης μετά την εκτέλεση τους.[55]

Διακρίσεις

Εθνικές μειονότητες

Στην Κίνα υπάρχουν 55 αναγνωρισμένες εθνικές μειονότητες. Το άρθρο 4 του Κινεζικού Συντάγματος αναφέρει: "Όλες οι εθνικότητες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι ισότιμες". Η κυβέρνηση έχει κάνει προσπάθειες για να βελτιωθεί η εθνική εκπαίδευση και να αυξηθεί η εθνική αντιπροσώπευση στις τοπικές κυβερνήσεις.

Μερικές πολιτικές προκαλούν αντίστροφο ρατσισμό. Έτσι, οι Κινέζοι Χαν ή ακόμα και εθνικές μειονότητες από άλλες περιοχές συχνά αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.[56][57]

Για να επιτευχθεί η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των εθνικών μειονοτήτων προωθούνται προνομιακές πολιτικές (π.χ. θετική δράση) όπως και προνομιακές προσλήψεις, πολιτικοί διορισμοί και επιχειρηματικά δάνεια.[58] Τα πανεπιστήμια δεσμεύουν κάποιες θέσεις για τις εθνικές μειονότητες, ανεξάρτητα από το βαθμό εισαγωγής.[59] Οι εθνικές μειονότητες εξαιρούνται επίσης από την πολιτική του ενός παιδιού, η οποία δεσμεύει τους Κινέζους Χαν.

Η κυβέρνηση όμως είναι σκληρή απέναντι σε όσους ζητούν ανεξαρτησία ή πολιτική αυτονομία, και κυρίως με τους Θιβετιανούς και τους Ουιγούρους στις αγροτικές επαρχίες, στα δυτικά της Κίνας. Μερικές ομάδες έχουν χρησιμοποιήσει την τρομοκρατία για να προωθήσουν τους σκοπούς τους.[60]

Πέντε Κινέζοι Ουιγούροι κρατούμενοι στην αμερικανική στρατιωτική βάση του Γκουαντάναμο στην Κούβα απελευθερώθηκαν τον Ιούνιο του 2007, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να τους απελάσουν στην Κίνα εξαιτίας της "αντιμετώπισης της μειονότητας των Ουιγούρων στο παρελθον".[61]

Θιβέτ

Το 1951, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας εισέβαλλε στο Θιβέτ. Μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1959, ο Δαλάι Λάμα φυγάδευτηκε στην Ινδία. Το 1991 ισχυρίστηκε πως οι Κινέζοι άποικοι στο Θιβέτ δημιουργούν ένα "Κινεζικό Απαρτχάιντ":

Οι νέοι Κινέζοι άποικοι έχουν δημιουργήσει μία εναλλασσόμενη κοινωνία: ένα κινεζικό απαρτχάιντ το οποίο, μέσω της άρνησης ίσων κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων στην ίδια μας τη γη, προσπαθεί να μας καταβάλλει και να μας απορροφήσει.[62][63]

Σε μία συλλογή ομιλιών του, που εκδόθηκε στην Ινδία το 1998, ο Δαλάι Λάμα έκανε ξανά λόγο για "κινεζικό απαρτχάιντ", μέσω της άρνησης ίσων κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων για τους Θιβετιανούς. Υποστήριξε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα των Θιβετιανών παραβιάζονται μέσω διακρίσεων, σε εφαρμογή μιας πολιτικής που οι Κινέζοι αποκαλούν "διαχωρισμός και αφομοίωση".[64][65]

Σύμφωνα με τον αμερικανικό οργανισμό Heritage Foundation:

Αν το ζήτημα της εθνκικής κυριαρχίας του Θιβέτ είναι ζοφερό, οι απορίες για την αντιμετώπιση των Θιβετιανών είναι ξεκάθαρες. Μετά την εισβολή τους στο Θιβέτ το 1950, οι Κινέζοι κομμουνιστές σκότωσαν πάνω από ένα εκατομμύριο Θιβετιανούς, κατέστρεψαν περισσότερα από 6.000 μοναστήρια, και μετέτρεψαν τη βορειοανατολική επαρχία, την Amdo, σε ένα γκούλαγκ που στεγάζει σύμφωνα με εκτιμήσεις έως και δέκα εκατομμύρια ανθρώπους. 250.000 Κινεζικά στρατεύματα παραμένουν σταθμευμένα στο Θιβέτ. Επίσης, περίπου 7,5 εκατομμύρια Κινέζοι έχουν ανταποκριθεί στα κίνητρα της κυβέρνησης για αποικισμό του Θιβέτ, ξεπερνώντας τους 6 εκατομμύρια Θιβετιανούς. Εξαιτίας του, όπως έχει οριστεί, κινεζικού απαρτχάιντ, οι Θιβετιανοί έχουν σήμερα χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής, ποσοστό αλφαβητισμού, και κατα κεφαλή εισόδημα από τους Κινέζους αποίκους του Θιβέτ.[66]

Το 2001, εκπρόσωποι ομάδων των εξόριστων Θιβετιανών κατάφεραν να πάρουν διαπίστευση για συμμετοχή σε μία συνάντηση μη κυβερνητικών οργανώσεων, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Στις 29 Αυγούστου, ο επί κεφαλής του Θιβετιανού συνασπισμού, Jampal Chosang, ανέφερε πως η Κίνα δημιούργησε "μία νέα μορφή απαρτχάιντ" στο Θιβέτ επειδή "η θιβετιανή κουλτούρα, θρησκεία, και εθνική ταυτότητα θεωρούνται ως απειλή" από την Κίνα.[67] Η Θιβετιανή Κοινότητα του Ηνωμένου Βασιλείου κάλεσε τη βρετανική κυβέρνηση να "καταδικάσει το καθεστώς απαρτχάιντ στο Θιβέτ που αντιμετωπίζει τους Θιβετιανούς ως μειονότητα στη δική τους γη, και που τους φέρνει αντιμέτωπους με διακρίσεις στη χρήση της γλώσσας τους, στην εκπαίδευση, στην άσκηση της θρησκείας τους, και στην αγορά εργασίας"[68]

Διεθνή θέματα

Νταρφούρ

Ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν επικρίνει την Κίνα για τις σχέσεις υποστήριξης με την κυβέρνηση του Σουδάν η οποία διαπράττει γενοκτονία στο Νταρφούρ[69][70]. Η Κίνα είναι ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος του Σουδάν, αφού εκεί εξάγεται το 40% της παραγωγής πετρελαίου[71], ενώ το Σουδάν εισάγει οπλισμό[72]. Η Κίνα έχει απειλήσει να ασκήσει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για να μπλοκάρει τις ειρηνευτικές του πρωτοβουλίες στην περιοχή του Νταρφούρ[73].

Η Κίνα απαντά σε αυτή την κριτική υποστηρίζοντας πως "Καθώς το θέμα στο Νταρφούρ δεν είναι εσωτερική υπόθεση της Κίνας, η σύνδεση αυτών των δύο είναι εντελώς αδικαιολόγητη, ανεύθυνη και άδικη"[74].

Τον Ιούλιο του 2008 το BBC μετέδωσε πως η Κίνα εκπαιδεύει πιλότους μαχητικών αεροσκαφών και πουλάει στρατιωτικά οχήματα στο Σουδάν παραβιάζοντας έτσι την επιβολή εμπάργκο όπλων του 2006[75].

Πηγές

Διαβάστε

  • Cheng, Lucie, Rossett, Arthur and Woo, Lucie, East Asian Law: Universal Norms and Local Cultures, RoutledgeCurzon, 2003, ISBN 0-415-29735-4
  • Edwards, Catherine, China's Abuses Ignored for Profit, Insight on the News, Vol. 15, December 20, 1999.
  • Foot, Rosemary, Rights beyond Borders: The Global Community and the Struggle over Human Rights in China, Oxford University Press, 2000, ISBN 0-198-29776-9
  • Jones, Carol A.G., Capitalism, Globalization and Rule of Law: An Alternative Trajectory of Legal Change in China, Social and Legal Studies, vol. 3 (1994) pp. 195–220
  • Klotz, Audie, Norms in International Relations: The Struggle against Apartheid, Cornell University Press, 1995, ISBN 0-801-43106-9
  • Knight, J. and Song, L., The Rural-Urban Divide: Economic Disparities and Interactions in China, Oxford University Press, ISBN 0-198-29330-5
  • Martin III, Matthew D., "The Dysfunctional Progeny of Eugenics: Autonomy Gone AWOL", Cardozo Journal of International Law, Vol. 15, No. 2, Fall 2007, pp. 371–421, ISSN 1069-3181
  • Seymour, James, Human Rights in Chinese Foreign Relations, in , Kim, Samuel S., China and the World: Chinese Foreign Policy Faces the New Millennium Westview Press, 1984. ISBN 0-813-33414-4
  • Sitaraman, Srini, Explaining China's Continued Resistance Towards Human Rights Norms: A Historical Legal Analysis, ACDIS Occasional Paper, Program in Arms Control, Disarmament, and International Security, University of Illinois, June 2008.
  • Svensson, Marina, The Chinese Debate on Asian Values and Human Rights: Some Reflections on Relativism, Nationalism and Orientalism, in Brun, Ole. Human Rights and Asian Values: Contesting National Identities and Cultural Representations in Asia, Ole Bruun, Michael Jacobsen; Curzon, 2000, ISBN 0-700-71212-7
  • Wang, Fei-Ling, Organizing through Division and Exclusion: China's Hukou System, Stanford University Press, 2005, ISBN 0-804-75039-4
  • Zweig, David, Freeing China's Farmers: Rural Restructuring in the Reform Era, M. E. Sharpe, 1997, ISBN 1-563-24838-7
  • The silent majority; China. (Life in a Chinese village), The Economist, April, 2005

Δείτε επίσης