Ιθαγένεια

Ιθαγένεια ονομάζεται «ο δημοσίου δικαίου νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει»[1]. Με άλλη διατύπωση, «η νομική και πολιτική ιδιότητα ενός ατόμου ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος στο οποίο ανήκει».[εκκρεμεί παραπομπή] Ο όρος υπηκοότητα στην ελληνική νομική γλώσσα είναι ταυτόσημος με αυτόν της ιθαγένειας, και χρησιμοποιείται παράλληλα (λέμε π.χ. ελληνική ιθαγένεια, αλλά Έλληνας υπήκοος (όχι Έλληνας ιθαγενής)[1].

Κάθε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια τη στιγμή που γεννιέται, κατά κανόνα την ίδια με έναν από τους γονείς του (δίκαιο του αίματος) ή υπό προϋποθέσεις του τόπου γέννησής του (δίκαιο του εδάφους). Κατά τη διάρκεια της ζωής του ενδέχεται να αποκτήσει νέα ιθαγένεια οικειοθελώς - η διαδικασία αυτή ονομάζεται πολιτογράφηση. Ενδέχεται επίσης, εάν προβεί σε πράξεις προδοσίας ή συμμετέχει στην αντιπολίτευση εναντίον αυταρχικών καθεστώτων, να στερηθεί την ιθαγένειά του - σε αυτήν την περίπτωση και αν δεν έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους χαρακτηρίζεται ως ανιθαγενής.

Ιθαγένεια - υπηκοότητα - εθνικότητα

Εκτός από το Σύνταγμα του 1832, το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, που διακρίνει την απόκτηση ιθαγένειας από τα πολιτικά δικαιώματα με τους όρους πατριογράφηση και πολιτογράφηση αντίστοιχα, τα επόμενα Συντάγματα κάνουν λόγο για Έλληνες πολίτες (δεν αναφέρουν δηλαδή πουθενά τους όρους ιθαγένεια και υπηκοότητα για να περιγράψουν την ιδιότητα του "Έλληνας πολίτης").

Ιθαγένεια και υπηκοότητα

Ιθαγένεια είναι η ιδιότητα του Ιθαγενή. Ιθαγενής είναι αυτός που γεννήθηκε εις τον τόπον που ζει και ευρίσκεται (Λεξικό Ελληνικής γλώσσης Κων. Γκαρπολά του Ολυμπίου και Χριστοδούλου Ματακίδου του Σαμίου τόμος 2 σελ. 79 )

Ιθαγενής είναι ο καταγόμενος εξ αυτής ταύτης της χώρας στην οποία κατοικεί. Ο αυτόχθων, ο εντόπιος. Αντίθετα έποικος, πρόσφυγας. (Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης ΔΗΜΗΤΡΆΚΟΥ σελ. 3428)

Αυτόχθων είναι ο εντόπιος αυτός που είναι στον τόπο του γεννημένος και δεν έχει έρθει από ξένον τόπο, αλλά κατάγεται κατευθείαν από εντόπιους γονείς και προπάτορες. (Λεξικό Ελληνικής γλώσσης Κων. Γκαρπολά του Ολυμπίου και Χριστοδούλου Ματακίδου του Σαμίου τόμος 1 σελ. 328 )

Υπηκοότητα σημαίνει το να είναι κάποιος υπάκουος (εν προκειμένω στους νόμους του κράτους που διαμένει). Επισης υπηκοότητα είναι η ιδιότητα του υπηκόου. (Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης ΔΗΜΗΤΡΆΚΟΥ σελ. 7444)

Υπήκοος κράτους είναι ο πολίτης που υπόκειται εις την εξουσία του κράτους αυτού (Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης ΔΗΜΗΤΡΆΚΟΥ σελ. 7444)

Στην ελληνική νομική γλώσσα δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα», οι οποίοι έχουν στη χώρα μας ταυτόσημο περιεχόμενο, δηλώνοντας τον "δημοσίου δικαίου νομικό δεσμό που συνδέει το άτομο με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει".[1][2][3][4][5], ασχέτως αν μέσα, ετυμολογικές ιστορικές ερμηνείες, άτομα ή νοοτροπίες διαχωρίζουν το νόημά τους[6][7][8][9][σ 1], ενώ πολιτογράφηση είναι η απόκτηση ιθαγένειας από αλλοδαπό ή ανιθαγενή. Υπεύθυνη για την πολιτογράφηση αλλοδαπών είναι η Επιτροπή Πολιτογράφησης[12], που υπάγεται στην Διεύθυνση Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.

Ιθαγένεια και εθνικότητα

Επειδή τα περισσότερα σύγχρονα κράτη είναι δομημένα στη λογική του εθνικού κράτους, τα μέλη τους μπορεί να έχουν ίδια ιθαγένεια και εθνικότητα. Αυτό έχει οδηγήσει στην εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες, στην πραγματικότητα όμως οι δύο όροι σημαίνουν διαφορετικές σχέσεις:

  • Η ιθαγένεια περιέχει πολιτική-νομική έννοια: εκφράζει τη σχέση κράτους - πολίτη, με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για αμφότερα τα μέρη από αυτήν.
  • Αντίθετα, η έννοια της εθνικότητας είναι ηθική-πολιτισμική: εκφράζει τη σχέση του ανθρώπου με τον πολιτισμό απ' όπου προέρχεται η οικογένειά του και με τις αξίες της οποίας μεγαλώνει.

Παράγωγοι όροι

Πολλαπλή ιθαγένεια

Σε περιπτώσεις πολιτογράφησης, δηλ. οικειοθελούς κτήσης νέας ιθαγένειας, ενδέχεται το άτομο να διατηρήσει και την παλαιά. Αυτό εξαρτάται από τη βούλησή του, πρέπει όμως να προβλέπεται από τη νομοθεσία και των δύο κρατών. Παραδείγματος χάριν, ο πολίτης των Η.Π.Α. που θα πολιτογραφηθεί Έλληνας έχει το δικαίωμα της διπλής ιθαγένειας, μιας και αμφότερα τα κράτη την επιτρέπουν. Εάν όμως κάνει το ίδιο ένας Ιάπωνας, τότε –σύμφωνα με τους ιαπωνικούς νόμους– ακυρώνεται αμέσως η ιαπωνική ιθαγένειά του.

Ιθαγένεια ενώσεων κρατών

Ορισμένες ενώσεις κρατών έχουν θεσπίσει καθεστώς θετικών διακρίσεων για τους πολίτες των μελών τους. Αυτό συχνά περιγράφεται ως ιθαγένεια της συγκεκριμένης ένωσης, αν και στην πραγματικότητα είναι αποκλειστικά παράγωγο αποτέλεσμα της κρατικής ιθαγένειας. Δεν μπορεί κάποιος να είναι πολίτης μόνο της ένωσης, χωρίς να είναι πολίτης κράτους-μέλους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η καλούμενη ευρωπαϊκή ιθαγένεια, δηλαδή η ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οποιοσδήποτε είναι πολίτης κράτους-μέλους, καθίσταται αυτομάτως και πολίτης της Ε.Ε.. Αυτό δε σημαίνει ότι εξομοιώνεται πλήρως με τους πολίτες των άλλων κρατών-μελών, αλλά ότι του παρέχονται διάφορα προνόμια. Έτσι μπορεί –μεταξύ άλλων– να ταξιδέψει, να εγκατασταθεί ή να εργαστεί[13] σε οποιαδήποτε χώρα της Ε.Ε. με μια διαδικασία πολύ ευκολότερη σε σύγκριση με άτομα που δεν είναι Ευρωπαίοι πολίτες.

Δείτε επίσης

Σημειώσεις

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι