Λίντα Ρόνσταντ

Αμερικανίδα τραγουδίστρια

Η Λίντα Μαρία Ρόνσταντ (αγγλικά: Linda Maria Ronstadt‎‎, γενν. 15 Ιουλίου 1946) είναι Αμερικανίδα τραγουδίστρια, ευρωπαϊκής[9] και μεξικάνικης καταγωγής,[10] η οποία ερμήνευσε ροκ, κάντρι, λατινοαμερικάνικη μουσική αλλά και ελαφριά όπερα, μεταξύ πολλών ειδών μουσικής.

Λίντα Ρόνσταντ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Linda Ronstadt (Αγγλικά)
Γέννηση15  Ιουλίου 1946[1][2][3]
Τούσον[4]
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Θρησκείααθεϊσμός[5]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΑγγλικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
Ισπανικά
ΣπουδέςΠολιτειακό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα
Catalina Magnet High School[6]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητατραγουδίστρια
ηθοποιός
τραγουδίστρια-τραγουδοποιός
συνθέτρια
μουσικός της τζαζ
μουσικός παραγωγός
τραγουδίστρια όπερας
ηθοποιός θεάτρου
ηθοποιός τηλεόρασης
παίκτης κρουστών μουσικών οργάνων
κιθαρίστρια
ηθοποιός ταινιών
μουσικός ηχογραφήσεων
Περίοδος ακμής1967 - 2011
Οικογένεια
ΓονείςΓκίλμπερτ Ρόνσταντ και Ρουθ Μαίρη Ρόνσταντ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΕθνικό μετάλλιο των τεχνών (2014)
Primetime Emmy Award for Individual Performance in a Variety or Music Program (1989)
Βραβείο Grammy Συνολικής Προσφοράς (2016)
βραβείο Λάτιν Γκράμι συνολικής προσφοράς (2011)
Grammy Award for Best Female Pop Vocal Performance (1977)
Grammy Award for Best Tropical Latin Album (24  Φεβρουαρίου 1993)[7]
honorary doctor of the Berklee College of Music
βραβείο Κένεντι (2019)
Rock and Roll Hall of Fame (2014)[8]
ΣυνεργάτηςNicolette Larson
Ιστότοπος
www.ronstadt-linda.com
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Σύνοψη σταδιοδρομίας

Ξεκίνησε να τραγουδά επαγγελματικά στα μέσα της δεκαετίας του 1960.[11] Συνεργάστηκε με μουσικούς όπως οι Ντόλι Πάρτον,[12] Φίλιπ Γκλας,[13] Νηλ Γιανγκ,[14] Πολ Σάιμον[15] και Τζόνι Κας[16] Κυκλοφόρησε 24 άλμπουμ, εκ των οποίων πολλά έγιναν χρυσά και πλατινένια· έχοντας πουλήσει περισσότερους από 100 εκατομμύρια δίσκους, συνιστά μία εκ των καλλιτεχνών με τις περισσότερες πωλήσεις δίσκων.[17] Στις πολυάριθμες βραβεύσεις της συγκαταλέγονται 11 Βραβεία Grammy,[18] 1 Βραβείο Emmy,[19] το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών των ΗΠΑ[20] και το Βραβείο Κέντρου Κένεντι.[21]

Περιόρισε τις εμφανίσεις της μετά το 2000, όταν εκτίμησε ότι η φωνή της είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται[22] και κυκλοφόρησε το τελευταίο της πλήρες άλμπουμ το 2004,[23] δίνοντας την τελευταία της ζωντανή συναυλία το 2009.[21] Ανακοίνωσε την αποχώρησή της το 2011 και, λίγο αργότερα, αποκάλυψε ότι μια εκφυλιστική πάθηση που τελικά ταυτοποιήθηκε ως προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση της στέρησε την ικανότητα να τραγουδά.[22] Εξέδωσε την αυτοβιογραφία της Simple Dreams: A Musical Memoir το Σεπτέμβριο του 2013,[24] ενώ το 2019 κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στα απομνημονεύματά της.[25]

Επιρροές

Αναφερόμενη στη διαφορετικότητα των ειδών που τραγούδησε —ροκ εντ ρολ, μπλουζ, γκόσπελ, οπερέτα, κάντρι, χορωδιακά και μεξικάνικα τραγούδια—, η Ρόνσταντ εξήγησε ότι όποιο είδος ερμήνευσε το είχε ακούσει να τραγουδιέται από την οικογένειά της ή να μεταδίδεται από το ραδιόφωνο, κατά την παιδική ηλικία της. Ειδικότερα, απέδωσε την αγάπη της για την οπερέτα στη μητέρα της και για την παραδοσιακή ποπ, τη δημοφιλή μουσική που προηγούταν της ροκ εντ ρολ, στον πατέρα της.[26][27]

Κατά την πρώιμη καριέρα της, το τραγουδιστικό της ύφος παρουσίαζε επιρροές από το ερμηνευτικό στιλ τραγουδιστριών όπως η Εντίθ Πιαφ.[28] Για τη Ρόνσταντ, η κατηγορία των τραγουδιών που ερμήνευαν αυτές οι τραγουδίστριες θύμιζε «περισσότερο Ελληνική μουσική [...]», με τον συνήθη ρυθμό των 6/8 που είχαν να της φαίνεται «πολύ επιθετικός και έντονος».[29] Ακόμα, εξέφρασε την άποψη ότι όλες οι τραγουδίστριες οφείλουν «να υποκλιθούν στην Έλλα Φιτζέραλντ και την Μπίλι Χόλιντεϊ».[30] Αναφερόμενη στην υψίφωνο Μαρία Κάλλας, η Ρόνσταντ είπε ότι «δεν υπάρχει κανείς [άλλος] στην κατηγορία της. Αυτό είναι όλο. [...] Μαθαίνω περισσότερα [...] για το τραγούδι του ροκ εντ ρολ ακούγοντας τους δίσκους της Μαρίας Κάλλας απ΄ ότι θα μπορούσα ποτέ να μάθω ακούγοντας ποπ μουσική για έναν μήνα τις Κυριακές.» [31] Η Ρόνσταντ εκφράστηκε με θαυμασμό για τη μουσικότητα της Κάλλας, αλλά και για τις προσπάθειές της να ωθήσει το τραγούδι του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα το οπερατικό, προς τον «φυσικό τρόπο τραγουδίσματος» του μπελ κάντο.[32]

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι