Μισθοφόρος

στρατιώτης που πολεμά για ίδιο συμφέρον

Ο μισθοφόρος είναι πολεμιστής που παίρνει μέρος σε μια ένοπλη σύγκρουση χωρίς να είναι υπήκοος κάποιας από τις χώρες που εμπλέκονται στη σύρραξη και «το κίνητρό του για να λάβει μέρος στις εχθροπραξίες είναι η επιθυμία για ιδιωτικό όφελος»[1][2]. Με άλλα λόγια, ο μισθοφόρος, είναι ένα άτομο που αγωνίζεται για προσωπικό κέρδος ή άλλη ανταμοιβή και όχι για τα ιδεολογικά ή εθνικά συμφέροντα μιας χώρας, είτε υπέρ ή κατά της επίσημης κυβέρνησης ενός κράτους. Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση του μισθοφόρου υφίσταται συχνά αλληλεπικάλυψη οικονομικών και εθνικών συμφερόντων, όπως συμβαίνει με τις διάφορες εταιρείες που εκμισθώνουν μισθοφόρους για την υπεράσπιση των στρατηγικών και ιδεολογικών συμφερόντων μιας χώρας. Στον τελευταίο αιώνα, και όπως αναφέρεται στη Συνθήκη της Γενεύης, οι μισθοφόροι δεν δικαιούνται προστασία από τους κανόνες του πολέμου που καλύπτουν τους μη μισθοφόρους. Ένας τέτοιος ορισμός εξαιρεί από το καθεστώς, π.χ. τα μέλη της Λεγεώνας των Ξένων ή τους νεπαλέζους Gurkas, τους Μουτζαχεντίν και κάθε άλλο εθελοντή με κίνητρα ιδεολογικά και όχι οικονομικά.

Το έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι Profilo di capitano antico, επίσης γνωστό ως il Condottiero, 1480. Η λέξη Condottiero σήμαινε «αρχηγός των μισθοφόρων» στην Ιταλία την εποχή του ύστερου μεσαίωνα και της αναγέννησης

Στρατιωτικό δίκαιο

Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο GC 1977 (APGC77) είναι πρωτόκολλο του 1977, τροποποιητικό των Συνθηκών της Γενεύης. Το άρθρο 47 του πρωτοκόλλου παρέχει τον ευρύτερα αποδεκτό διεθνή ορισμό ενός μισθοφόρου, αν και δεν υποστηρίχθηκε από ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Συνθήκη της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, σχετικά με την προστασία των θυμάτων των διεθνών ενόπλων συρράξεων (Πρωτόκολλο Ι), στις 8 Ιουνίου του 1977 διευκρινίζει:

Άρθρο 47. Μισθοφόροι

  1. Ο μισθοφόρος δεν έχει το δικαίωμα να θεωρείται αγωνιστής ή αιχμάλωτος πολέμου.
  2. Ο μισθοφόρος είναι κάθε άτομο που:
  • (α) προσλαμβάνεται τοπικά ή στο εξωτερικό για να πολεμήσει σε μια ένοπλη σύγκρουση,
  • (β) λαμβάνει άμεσα μέρος στις εχθροπραξίες,
  • (γ) τα ουσιαστικά του κίνητρα για να λάβει μέρος στις εχθροπραξίες είναι η επιθυμία για ιδιωτικό όφελος και λαμβάνει υλική αποζημίωση από ή για λογαριασμό ενός εμπλεκόμενου μέρους της σύγκρουσης, σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη που καταβάλλεται σε μαχητές των ενόπλων δυνάμεων της χώρας στην οποία λαμβάνει χώρα η σύγκρουση,
  • (δ) δεν είναι υπήκοος κάποιου από τα εμπλεκόμενα μέρη της σύγκρουσης, ούτε κάτοικος του εδάφους που ελέγχεται από εμπλεκόμενο μέρος στη σύγκρουση,
  • (ε) δεν είναι μέλος των ενόπλων δυνάμεων εμπλεκόμενου μέρους της σύγκρουσης και
  • (στ) δεν έχει αποσταλεί από κάποιο κράτος που δεν εμπλέκεται στη σύγκρουση, ως μέλος των ενόπλων δυνάμεών του με συγκεκριμένα καθήκοντα που αφορούν στην εμπόλεμη κατάσταση.

Για να περιγραφεί ένα άτομο ως μισθοφόρος πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια (α-στ), σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης.

Τρίτη συνθήκη της Γενεύης

Σύμφωνα με την Τρίτη Συνθήκη της Γενεύης, κάθε στρατιώτης που αιχμαλωτίζεται θεωρείται νόμιμος πολεμιστής και, ως εκ τούτου, είναι προστατευόμενο πρόσωπο ως αιχμάλωτος πολέμου, έως ότου δικαστεί τακτικά από αρμόδιο δικαστήριο (ΓΣΓ άρθρο 5). Το δικαστήριο, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του πρόσθετου πρωτοκόλλου του 77 ή κάποιο ισοδύναμο εθνικό δίκαιο, μπορεί να αποφασίσει αν ο στρατιώτης είναι μισθοφόρος. Αν βάσει των κριτηρίων ο στρατιώτης χαρακτηριστεί μισθοφόρος, γίνεται παράνομος πολεμιστής, αλλά ακόμα και έτσι πρέπει να «αντιμετωπίζεται με ανθρωπιά και δεν πρέπει να στερείται των δικαιωμάτων του για δίκαιη και τακτική δίκη», που καλύπτεται ακόμα από το Άρθρο 5 της Τέταρτης Συνθήκης της Γενεύης. Η μόνη πιθανή εξαίρεση στο άρθρο 5 είναι όταν ο μισθοφόρος είναι υπήκοος του κράτους φυλάκισής του. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι μισθοφόρος στρατιώτης, όπως ορίζεται στο άρθρο 47, κριτήριο (δ).

Εάν, μετά από κανονική δίκη, ο στρατιώτης χαρακτηριστεί μισθοφόρος, τότε του επιφυλάσσεται μεταχείριση κοινού εγκληματία και ενδέχεται να αντιμετωπίσει την ποινή της εκτέλεσης. Οι μισθοφόροι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αιχμάλωτοι πολέμου και δεν έχουν δικαίωμα να επαναπατριστούν στο τέλος του πολέμου. Η πιο γνωστή μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δίκη αυτού του είδους έγινε στις 28 Ιουνίου του 1976, όταν στο τέλος της δίκης της Λουάντα, δικαστήριο της Αγκόλας καταδίκασε 2 Βρετανούς, 1 Βρετανό Κυπριακής καταγωγής τον Κώστα Γεωργίου (Συνταγματάρχης Καλάν), έναν Αμερικανό σε θάνατο και άλλους εννέα μισθοφόρους σε ποινές φυλάκισης από 16 έως 30 χρόνια.[3].Οι τέσσερεις μισθοφόροι που καταδικάστηκαν σε θάνατο, εκτελέστηκαν στις 10 Ιουλίου 1976[4].

Ηνωμένα Έθνη

Στις 4 Δεκεμβρίου του 1989 τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν το Ψήφισμα 44/34, τη διεθνή συνθήκη κατά της πρόσληψης, χρήσης, χρηματοδότησης και κατάρτισης μισθοφόρων. Τέθηκε σε ισχύ στις 20 Οκτωβρίου του 2001 και έγινε γνωστή ως Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για τους μισθοφόρους[5].

  • Το άρθρο 1 περιέχει τον ορισμό ενός μισθοφόρου.
  • Το άρθρο 1.1 είναι παρόμοιο με το άρθρο 47 του πρωτοκόλλου του 77.
  • το άρθρο 1.2 διευρύνει τον ορισμό ώστε να συμπεριλάβει άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων που προσλαμβάνονται για να ανατρέψουν μια «κυβέρνηση ή με άλλο τρόπο υπονομεύουν τη συνταγματική τάξη ενός κράτους για ιδιωτικό όφελος και υλικές αποζημιώσεις ...». Σύμφωνα με το άρθρο 1.2 το εμπλεκόμενο άτομο δεν χρειάζεται να λάβει άμεσα μέρος στις εχθροπραξίες σε προγραμματισμένο πραξικόπημα για να θεωρηθεί μισθοφόρος.

Το ζήτημα ήρθε στο προσκήνιο και με αφορμή την Αραβική Άνοιξη του 2011 και τις ένοπλες συρράξεις στη Λιβύη και την Ακτή του Ελεφαντοστού, όπου χρησιμοποιήθηκαν ευρέως μισθοφόροι και ιδιωτικές εταιρείες, με αποτέλεσμα η Ομάδα Εργασίας του Συμβουλίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τη χρήση των μισθοφόρων να προτείνει ένα σχέδιο Σύμβασης για το καθεστώς των Ιδιωτικών Εταιρειών Ασφαλείας, ζητώντας από τα κράτη να προχωρήσουν σε υιοθέτησή της.[6]

Κριτική

Η κριτική υποστηρίζει ότι η συνθήκη του ΟΗΕ για τους μισθοφόρους και το Άρθρο 47 του Πρωτοκόλλου του 77 σχεδιάστηκαν για να καλύψουν τις δραστηριότητες των μισθοφόρων στην μετα-αποικιακή Αφρική και δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την χρήση των ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών (ΙΣΕ) από κυρίαρχα κράτη[7].

Ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες

Κύριο λήμμα: Ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία

Οι ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες (ΙΣΕ) είναι η σύγχρονη μορφή του εμπορίου μισθοφόρων, με παροχή υλικοτεχνικής υποδομής, στρατιωτική εκπαίδευση και άλλες υπηρεσίες ασφαλείας[8].

Ανάμεσα στις μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες περιλαμβάνονται οι:

  • Academi (πρώην Blackwater) με ιδιωτικές εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ. H Academi παρέχει υπηρεσίες ασφαλείας για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών βάσει συμβολαίων. Από το 2003, παρείχε υπηρεσίες στη CIA[9].
  • Defion Internacional με έδρα στο Περού και γραφεία στο Ντουμπάι, τις Φιλιππίνες, τη Σρι Λάνκα και το Ιράκ. Με την Triple Canopy εκπαίδευσε προσωπικό για τον πόλεμο του Ιράκ[10].

Σημειώσεις παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι