Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου

Η Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου ή Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου (αγγλικά: London Greek Committee ή London Philhellenic Committee, 1823-1826) ήταν κίνηση φιλελλήνων, η οποία συστάθηκε, τον Μάρτιο του 1823,[1][2] με κύριο σκοπό την υποστήριξη της ελληνικής Επανάστασης, και την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού επιδίωξε την άντληση κεφαλαίων, την ανεύρεση εφοδίων και στρατιωτικών προμηθειών για την Ελλάδα, την αποστολή εθελοντών στρατιωτικών και αργότερα τη σύναψη σημαντικών δανείων, με σκοπό την σταθεροποίηση της νεοσυσταθείσας ελληνικής κυβέρνησης.[3]

Η ταβέρνα «Κορώνα και Άγκυρα», στην οδό Στράντ του Λονδίνου, όπου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, στις 28 Φεβρουαρίου του 1823.

Η πρώτη συνεδρίαση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, πραγματοποιήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1823 (ο David Brewer, στο έργο του "1821-1833, η Φλόγα της Ελευθερίας", αναφέρει ως ημερομηνία της πρώτης διάσκεψης την 3η Μαρτίου 1823), στην ταβέρνα «Κορώνα και Άγκυρα» (Crown and Anchor tavern), στην μεγάλη οδική αρτηρία του Λονδίνου, Στράντ (Strand).[4][5], με την παρουσία 24 διακεκριμένων προσωπικοτήτων[6]. Η ταβέρνα αυτή ήταν επίσης, στα μέσα του 18ου αιώνα, έδρα της Λέσχης “Ανακρεόντιος Εταιρεία” (Anacreontic Society), που είχε ως ύμνο το τραγούδι "The Anacreontic Song" ή “To Anacreon in Heaven”, και την συναποτελούσαν ερασιτέχνες μουσικοί.

Ιστορικό πλαίσιο

Ρόμπερτ Στιούαρτ.
Τζωρτζ Κάνινγκ.

Όταν το 1821 ξεκίνησε ο ελληνικός αγώνα για την ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύμφωνα με βρετανούς ιστορικούς, υπήρξε μεν σημαντική κρατική στήριξη από τη Μεγάλη Βρετανία προς το επονομαζόμενο «ελληνικό ζήτημα», αλλά η πολιτική της αυστηρής ουδετερότητας την οποία εφάρμοζε η βρετανική Κυβέρνηση, στα πλαίσια των συμφερόντων της, οδηγούσε σε ασφυξία την όποια πρώιμη ουσιαστική υποστήριξη μπορούσε να δοθεί προς την ελληνική πλευρά. Με την παρέλευση των πρώτων χρόνων του αγώνα, δύο ήταν τα βασικά γεγονότα που οδήγησαν στο σχηματισμό της “Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου”, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, αποτελούμενης κυρίως, από μέλη της τότε Αντιπολίτευσης. Κατ' αρχάς, ο θάνατος, το 1822, του υπουργού Εξωτερικών Ρόμπερτ Στιούαρτ (Robert Stewart, 2nd Marquess of Londonderry, γνωστός ως Lord Castlereagh, 1769–1822) και η αντικατάστασή του με τον Τζωρτζ Κάνινγκ (George Canning), οδήγησε σε πιο ευέλικτη πολιτική και άρχισε να εμφανίζεται μια φιλικότερη προσέγγιση υπέρ των Ελλήνων. Ο Κάνινγκ θεωρούσε ότι ο διακριτικός συνδυασμός δημόσιων και ιδιωτικών συνδρομών, προς τους επαναστατημένους Έλληνες, μπορούσε να αναπτυχθεί στη Βρετανία χωρίς να τη φέρει σε αντίθεση με την «Ιερά Συμμαχία».

Δεύτερον, η εισβολή των Βουρβόνων στην Ισπανία, στις αρχές του 1823, έκλεισε το σύντομο πείραμα φιλελεύθερου Συντάγματος. Ως εκ τούτου, η προσοχή ορισμένων από αυτούς που υποστήριζαν το νέο σχήμα πολιτικής μετατοπίζεται από την Ιβηρική χερσόνησο προς την Ελλάδα.[1][7]

Εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών των πολιτικών ακτιβιστών ήταν ο Έντουαρντ Μπλακιέρ (Edward Blaquiere, 1779–1832),[8] πρώην αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού και ο Τζον Μπάουριγκ (John Bowring), ο πρώτος εκδότης του “Westminster Review”, βουλευτής, διπλωμάτης και ουσιαστικός εκτελεστής και εκδότης των έργων του Τζέρεμι Μπένθαμ (Jeremy Bentham). Ο Τζον Μπάουριγκ, μεταξύ 1854-1859, ήταν επίσης ο 4ος Κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ.

Τα πρόσωπα και η οργάνωση της Επιτροπής

Ο Τζον Μπάουριγκ
Ο Τζέρεμι Μπένθαμ
Ο Λόρδος Βύρων

Οι Τζον Μπάουριγκ και Έντουαρντ Μπλακιέρ ουσιαστικά ήταν ο κινητήριος μοχλός για την ίδρυση της Επιτροπής. Ήταν και οι δυο τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές της συνταγματικής θεωρίας του Τζέρεμι Μπένθαμ (Bentham's constitutional theory). Ο Μπλακιέρ γνώριζε τον Μπένθαμ από το 1813 και είχε συστήσει τον Μπάουριγκ σε αυτόν το 1820. Ο Μπλακιέρ επίσης, είχε γράψει ήδη ένα βιβλίο, στο οποίο έδειχνε τη συμπάθειά του για την Ισπανική Επανάσταση και ο Μπάουριγκ είχε πραγματοποιήσει κάποιες δημόσιες ανακοινώσεις, για τις οποίες και φυλακίστηκε για μικρό διάστημα από το καθεστώς των Βουρβόνων στη Γαλλία το 1822. Από τη στιγμή που αποφάσισαν να επικεντρωθούν στην ελληνική ανεξαρτησία, ο Μπλακιέρ ξεκίνησε για την Ελλάδα με τον Έλληνα εκπρόσωπο Ανδρέα Λουριώτη (Andreas Louriottis, 1789–1854), ο οποίος είχε πάει πρώτα στη Μαδρίτη και στη συνέχεια στο Λονδίνο προκειμένου να αντλήσει κεφάλαια υποστήριξης για την ελληνική υπόθεση.[9] Ο Μπλακιέρ χρησιμοποίησε τις «Παρατηρήσεις» του Μπένθαμ (“Observations”), προκειμένου να παρουσιάσει στην επαναστατική ελληνική κυβέρνηση το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, και παράλληλα σχεδίαζε πως να επιστρατεύσει την υποστήριξη του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος ήταν τότε στην Ιταλία.Από τα πρώτα μέλη της Επιτροπής ήταν επίσης ο μεταρρυθμιστής Τζέρεμι Μπένθαμ (Jeremy Bentham) και ο Λόρδος Βύρων (Lord Byron).[1][7]

Οι 50 πρώτοι υποστηρικτές

Ταυτόχρονα ο Μπάουριγκ ξεκίνησε μια πολυσύνθετη αλληλογραφία, ως επίτιμος γραμματέας της “Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου”, η οποία θα κορυφωθεί με την σύνταξη της πρώτης λίστας πενήντα ονομάτων υποστηρικτών, που εμφανίζονται στις 29 Μαρτίου 1823 στην εφημερίδα “Πρωϊνό Χρονικό” (“Morning Chronicle”).[10][11]

Οι μισοί περίπου από τον αρχικό αυτό κατάλογο, ήταν κυρίως εξέχοντες φιλελεύθεροι βουλευτές (Whig) της ως τότε Αντιπολίτευσης, μαζί με εκπροσώπους της ελληνικής παροικίας στο Λονδίνο και γνωστά ονόματα όσων δραστηριοποιούνταν στη συνταγματική μεταρρύθμιση, όπως οι: Φράνσις Μπουρντέτ (Sir Francis Burdett, 1770–1844),[12] Τόμας Έρσκιν (Thomas Erskine, 1750–1823),[13] Τζον Χομπχάουζ (John Cam Hobhouse, 1786–1869),[14] Τζόζεφ Χιουμ (Joseph Hume, 1777–1855),[15] Ζάκαρι Μακόλεϊ (Zachary Macaulay, 1768–1838) [16] Τόμας Μουρ, (Thomas Moore, 1779–1852),[17] Τζέιμς Μάκιντος (Sir James Mackintosh of Kyllachy, 1765–1832)[18] και Τζον Ράσσελ (John Russell [formerly Lord John Russell], 1792–1878).[19]

Ο Μπένθαμ και ο Ντέηβιντ Ρικάρντο (David Ricardo, 1772–1823),[20] ήταν επίσης μέλη, αλλά, άλλοι φίλοι τους, όπως οι Τζέιμς Μιλλ (James Mill) και Φράνσις Πλέις (Francis Place) αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.[1][7]

Ο κατάλογος των 85

Ακολούθησε ένας επόμενος κατάλογος ογδόντα τεσσάρων μελών της επιτροπής (κατά άλλους 85),[21] που περιλάμβανε μερικές αξιοσημείωτες προσθήκες, όπως για παράδειγμα τον Λόρδο Βύρωνα, τους Λίτσεστερ Στάνχοπ (Leicester Fitzgerald Charles Stanhope, 1784–1862),[22] Τόμας Κάμπελ, (Thomas Campbell, 1777–1844)[23] και Χένρι Μπρούγκαμ, (Henry Peter Brougham, 1778–1868),[24] καθώς και μια σειρά από κλασικούς λόγιους, ιδίως τους Έντμουντ Μπάρκερ, (Edmund Henry Barker),[25] και Τζον Λεμπριέρ, (John Lemprière, c.1765–1824),[26] ο οποίος είχε κάνει και προηγούμενες προσπάθειες υποστήριξης της ελληνικής υπόθεσης.[1][7]

Μη Βρετανοί

Αλερίνος Πάλμας ευγενής από το Πεδεμόντιο[27] Φέρεται ότι είχε παιδεία σε νομικά ζητήματα και ότι ήταν φιλέλληνας. Συμμετείχε ενεργά στην περίοδο 1820-1821 στα επαναστατικά κινήματα της Ιταλίας. Για τη δράση του συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Κατόρθωσε να δραπετεύσει στην Ισπανία. Στη Μαδρίτη ήλθε σε επαφή με το φιλελληνικό κίνημα και αργότερα εντάχθηκε στη φιλελληνική επιτροπή του Λονδίνου. Συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις των δανείων της ανεξαρτησίας και το 1824 μετέβη στο Ναύπλιο για να παραδώσει την τρίτη δόση του δανείου. Εξαιτίας της επιδημίας που ξέσπασε στο Ναύπλιο και της καθυστέρησης των διαπραγματεύσεων μετεγκαταστάθηκε στην Ύδρα όπου φέρεται ότι έγραψε κείμενο που εκδόθηκε με πολιτικό περιεχόμενο[28].

Έλληνες

Το 1823 έφτασε στην Ελλάδα ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί ενεργά στον χώρο της ναυτιλίας, ανοίγοντας τον πρώτο ελληνικό εμπορικό οίκο στο Λονδίνο το 1817 και είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στην Τεργέστη, ως εκπρόσωπος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου.

Κοινή αιτία και σκοπός

Η ιδιότητα του μέλους της “Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου” (και σε όσους συνέβαλαν στην ίδρυση και οργάνωση της) συγκέντρωσε μαζί σε κοινή αιτία και σκοπό, συντηρητικούς (Tories), φιλελεύθερους (Whigs), ριζοσπάστες (radicals), και πρώιμους φιλελεύθερους (early liberals). Κατά καιρούς η ετερόκλιτη αυτή συνεργασία, οδηγούσε και σε εκατέρωθεν δυσπιστία.

Λόγος: Επιχειρήματα ένταξης στην επιτροπή

Η υποστήριξη βασίστηκε κατά κανόνα στην πεποίθηση:

  • Ότι η Ελλάδα και η Βρετανία ήταν και οι δύο χριστιανικά έθνη,
  • Ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός βασίστηκε στην κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και
  • Ότι η ελληνική ανεξαρτησία θα ανοίξει το δρόμο στην αύξηση των βρετανικών συμφερόντων και επενδύσεων στη Μεσόγειο.[1][7]

Αντίλογος: Επιχειρήματα μη ένταξης στην επιτροπή

Στην Βρετανία, δεν μπορούσε ο οποιοσδήποτε να ενταχθεί ή να υποστηρίξει την Επιτροπή. Αυτό απαιτούσε μια υπέρβαση διαφόρων προβληματισμών. Μεταξύ των αιτιών που αναφέρονταν από αυτούς που αρνήθηκαν να γίνουν μέλη, ήταν επιχειρήματα, όπως:

  • Η Βρετανία έπρεπε να διατηρήσει αυστηρή ουδετερότητα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία,
  • Ο Στρατολογικός Νόμος περί εξωτερικού, που απέκλειε την υπηρεσία από βρετανούς στρατιώτες στην Ελλάδα,
  • Η πράξη της υποστήριξης ενός πολέμου στον οποίο η Βρετανία δεν συμμετείχε, εθεωρείτο παράνομη,
  • Η άντληση κεφαλαίων προκειμένου να αποφύγει την οικονομική δυσχέρεια η ίδια η Βρετανία ήταν πιο σημαντική από εκείνη, της συγκέντρωσης χρημάτων για την υποστήριξη των Ελλήνων και,
  • Γενικότερα, ότι θα ήταν λάθος για κάποιον από τους “πιστούς και ευφυείς άνδρες” να αντιταχθεί οργανωμένα ενάντια στην επίσημη κυβερνητική πολιτική.[1][7]

Συναντήσεις

Η επιτροπή οργάνωσε εβδομαδιαίες συναντήσεις της, στην ταβέρνα “Κορώνα και Άγκυρα” (“Crown and Anchor”) στο Λονδίνο, όπου, συνήθως συμμετείχαν οκτώ έως δέκα μέλη. Υπήρχε συνήθως κάποια παραλλαγή στη σύνθεση των συγκεκριμένων μελών που συμμετείχαν, αλλά ο βασικός πυρήνας των τεσσάρων ή πέντε μελών, συνήθως ήταν εκεί. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας, ωστόσο, ανατέθηκε να το οργανώνει ο Μπάουριγκ. Υποβοηθείτο, εξ αποστάσεως, από τον Μπάρκερ, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος στην ανάπτυξη επαφών με τους παραδοσιακούς φιλέλληνες και στις κινητοποιήσεις υποστήριξης, γενικότερα, για την ελληνική υπόθεση. Ο Μπάρκερ βοήθησε επίσης στην ίδρυση της “Φιλελληνικής Επιτροπής του Κέμπριτζ” (αγγλικά: “Cambridge Greek Committee”) και στρατολόγησε, με επιτυχία, την υποστήριξη από πρόσωπα του πανεπιστήμιου αυτού.[1]

Συμβολή της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου

Λίστα με τα ονόματα Φιλελλήνων που πήραν μέρος στους αγώνες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα, Ελλάδα.

Η πρώτη επιτυχία της “Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου”, αναμφίβολα ήταν ότι κατόρθωσε να εντάξει τον λόρδο Βύρωνα ως μέλος της.[29] Το γεγονός αυτό ανέπτυξε το ρεύμα φιλελληνισμού. Οι Φιλέλληνες της Βρετανίας με την σειρά τους, βοήθησαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, είτε μέσω της συμμετοχής τους στις πολεμικές επιχειρήσεις, είτε με χρήματα, είτε δημιουργώντας γραπτά και έργα τέχνης, που σκοπό τους είχαν να προβάλλουν την ελληνική προσπάθεια στο εξωτερικό.[1]

Η συμβολή των Βρετανών φιλελλήνων

Από τους καταγεγραμμένους φιλέλληνες, της περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης, που σύμφωνα με υπολογισμούς διαφόρων ιστορικών ερευνητών ανέρχονται σε 940, οι Βρετανοί είχαν μια μεγάλη συμμετοχή με περίπου 99 προσωπικότητες.

Ένας στους τρεις Βρετανούς φιλέλληνες, είχε την ίδια μοίρα με το σύνολο των φιλελλήνων της εποχής εκείνης, δηλαδή, σκοτώθηκε σε μάχη ή πέθανε από κακουχίες ή τραυματισμούς.Στην πρώτη περίοδο (μεταξύ 1821-1822) οι Βρετανοί είναι τέταρτοι σε αριθμό αφίξεων στην Ελλάδα, με 12 πρόσωπα, ενώ τη δεύτερη περίοδο (μεταξύ 1823-1825) ) έρχονται πρώτοι σε αριθμό αφίξεων στην Ελλάδα. Η αύξηση της προσέλευσης των Άγγλων εθελοντών συνδέεται με την υπεροχή του αγγλικού κόμματος και την ενεργότερη συμμετοχή της Αγγλίας στα ελληνικά πράγματα.[30]

Στρατιωτικές αποστολές

Τόμας Γκόρντον

Στα πεπραγμένα της “Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου” περιλαμβάνεται και η στρατιωτική αποστολή στην Ελλάδα, η οποία σχεδιάστηκε αρχικά από τον Τόμας Γκόρντον (Thomas Gordon, of Cairness), κοντά στο Αμπερντίν, ο οποίος ήταν πλούσιος, μορφωμένος και επαγγελματίας στρατιωτικός, που είχε υπηρετήσει ήδη με διάκριση, στην Ελλάδα, από το 1821. Ο Τόμας Γκόρντον ως τις 27 Μαρτίου του 1823 πρότεινε στον Μπάουριγκ τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από τους εράνους της Επιτροπής, να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να εξοπλίσει ένα σώμα πυροβολικού και ένα εργαστήριο για την κατασκευή όπλων, σφαίρες, κλπ. Ο ίδιος ο Τόμας Γκόρντον ήταν πρόθυμος να χρηματοδοτήσει το ένα τρίτο του κόστους της εκστρατείας με το υπόλοιπο να προέρχεται από τις συνδρομές.

Οργάνωση ταξιαρχίας

Ο Τόμας Γκόρντον πρότεινε επίσης στην Επιτροπή, τον Ουίλιαμ Πάρρυ (William Parry, 1773–1859,[31][32] αργότερα ο συγγραφέας του έργου “The Last Days of Lord Byron”, «Οι τελευταίες ημέρες του Λόρδου Βύρωνα»),[33] προκειμένου να οργανώσει και να κατευθύνει την ταξιαρχία. Καθώς οι ρυθμίσεις για την στρατιωτική αποστολή αναπτύσσονταν, ο Γκόρντον καθυστέρησε την άφιξή του στο Λονδίνο για να την οδηγήσει ο ίδιος, κυρίως επειδή θεωρούσε ότι δεν υπήρχε πλέον μια σταθερή κυβέρνηση στην Ελλάδα, που ένιωθε ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει ουσιαστικά. Η εμφύλια σύρραξη είχε αφήσει την κυβέρνηση με μια μικρή μόνο στρατιωτική δύναμη για να στηρίξει τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Για τον Γκόρντον η κατάσταση αυτή σήμαινε ότι η εκστρατεία ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Παρέμεινε στη Σκοτία και δεν επέστρεψε στην Ελλάδα μέχρι το 1826, όταν και αποφάσισε εν τέλει να γυρίσει και να συνεχίσει εκ νέου τη στρατιωτική του δράση. Αλλά το 1823 ήταν ευχαριστημένος, που ο Χομπχάουζ είχε καταφέρει να αναλάβει ο Λόρδος Βύρων να τον αντικαταστήσει και να ενθαρρυνθεί η αποστολή με πολλούς τρόπους. Ο Λίτσεστερ Στάνχοπ (Leicester Stanhope), στρατιωτικός με εμπειρία στην Ινδία και ενθουσιώδης για την ελευθερία του Τύπου, εντάχθηκε επίσης στην στρατιωτική αποστολή, την οποία η Επιτροπή υποστήριξε, εν μέρει χάρη στην αισιοδοξία του Μπλακιέρ, παρά τους δισταγμούς και τις καθυστερήσεις του Γκόρντον.[1]

Εκστρατεία του 1823

Η στρατιωτική δύναμη των Βρετανών φιλελλήνων των οποίων η εκστρατεία, ορίσθηκε για το Νοέμβριο του 1823 και έφτασε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1824 ήταν δύσμοιρη από την αρχή. Ο Πάρρυ κρίθηκε ως ατελής και σύντομα ακατάλληλος. Ο Λόρδος Βύρων βρέθηκε γύρω από την βαλτώδη πόλη του Μεσολογγίου και δεν πρόλαβε καν να αντιμετωπίσει τον εχθρό, καθώς πέθανε από πυρετό, τον Απρίλιο του 1824. Ο Στάνχοπ ήταν απασχολημένος με την ίδρυση πιεστηρίων και εφημερίδων. Ο Στάνχοπ στην ουσία είχε απορρίψει την τότε ελληνική κυβέρνηση (όπως αυτή ήταν δομημένη) και συμμάχησε με τον πολέμαρχο Οδυσσέα Ανδρούτσο, που αργότερα θα εκτελεσθεί από τους ίδιους τους συμπατριώτες του. Παρά το γεγονός ότι επέζησε από την πανωλεθρία, οι προσπάθειές του Στάνχοπ ήταν μικρή βοήθεια στον αγώνα για την Ελλάδα.[1]

Οικονομική συμβολή της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου

Ταμείο υποστήριξης

Η δημιουργία ταμείου υποστήριξης, ήταν προτεραιότητα και οι τακτικές εκθέσεις των δωρεών εμφανίστηκαν στην εφημερίδα “Morning Chronicle” από τον Μάιο του 1823 ως και τον Μάρτιο του 1824. Μετά την επιστροφή του από την Ελλάδα ο Μπλακιέρ ανέλαβε, το φθινόπωρο του 1823, μια εκστρατεία οικονομικής ενίσχυσης - ευαισθητοποίησης με περιοδεία σε επαρχιακές πόλεις, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων: Γουίντσεστερ, Σαουθάμπτον, Σόλσμπερι, Μπαθ, Μπρίστολ, Μπέρμιγχαμ, Μάντσεστερ και Λίβερπουλ.Χαρακτηριστικά, επισκέφθηκε κληρικούς, τοπικούς βουλευτές, εκδότες εφημερίδων προκειμένου να επιστρατεύσει υποστήριξη και να δώσει δημοσιότητα και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν δημόσιες συνεδριάσεις για δωρεές. Αν και έλαβε τη συμπάθεια του συνόλου, ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος με την υποδοχή του στο Μπέρμιγχαμ, το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, όπου συγκεντρώθηκαν και σημαντικά χρηματικά ποσά, πολλά από μικρές δωρεές απλών ανθρώπων και από ηγετικές φυσιογνωμίες, που δεν περιορίζονταν από υποταγές σε κόμματα.[1]

Το πρώτο Ελληνικό δάνειο

Ιωάννης Ορλάνδος

Το σχέδιο της Επιτροπής για την έγκριση του πρώτου Ελληνικού δανείου, ήταν περισσότερο επιτυχές και άρχισε σοβαρά όταν ο Ιωάννης Ορλάνδος, ο Ιωάννης Ζαΐμης και ο Ανδρέας Λουριώτης, (1789 –1854),[34] έφτασαν στο Λονδίνο,[35] τον Ιανουάριο του 1824, για την έναρξη των διαπραγματεύσεων.[36] Η κερδοσκοπική “φούσκα” γύρω από τα δάνεια των Νοτιο-Αμερικανών βρισκόταν στο απόγειό της, αλλά χρειαζόταν ακόμη ένα έτος για να “σκάσει”. Παρ 'όλα αυτά, οι όροι του δανείου την έκδοση του οποίου ανέλαβαν οι Loughman, O'brien, Ellice και Σία, ήταν ευνοϊκοί για τους δανειστές, με το ποσό 800.000 £ (λιρών) να δανείζεται με 5 τοις εκατό (%) επιτόκιο, όπου κάθε μετοχή των 100 £ (λιρών) θα μπορούσε να εξαγοραστεί για 59 £ (λίρες) και να καταβάλλεται σε έξι μηνιαίες δόσεις από τις αρχές του Μαρτίου. Έτσι στην ουσία, μόνο 472.000 £ (λίρες), θα μπορούσαν να καταβληθούν προς τους δανειζόμενους, ενώ το κέρδος των δανειστών ενισχυόταν σημαντικά από τη μειωμένη τιμή. Μετά την τελική εκκαθάριση το οριστικό ποσό ήταν πλέον 348.800 £ (λίρες).[37] Διάφορες ηγετικές φυσιογνωμίες στην Επιτροπή πιθανόν να πίστευαν ότι θα μπορούσαν να έχουν και κάποια κέρδη από αυτόν το δανεισμό. Ο Μπάουριγκ επένδυσε περίπου 25.000 £ (λίρες) και ο Χουμ, ένας από τους επιχειρηματίες που υποστήριζαν την Επιτροπή, επένδυσε 10.000 £ (λίρες).[1]

Καθώς τα νέα της εμφύλιας διαμάχης στην Ελλάδα έγιναν γνωστά στο Λονδίνο, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ορλάνδου, Ζαΐμη και Λουριώτη από τη μία πλευρά και του Μπάουριγκ από την άλλη βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Δεν ήταν καθόλου σαφές, ότι υπήρχε όντως μια κυβέρνηση στην Ελλάδα ικανή, αφενός να λάβει τις δόσεις του δανείου και αφετέρου να παρέχει την απαραίτητη εγγύηση για την πλήρη εξόφληση, καθώς μια πώληση δημόσιας γης στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, δεν θα είχε νόημα. Αφενός οι Βρετανοί φοβούνταν ότι το δάνειο θα σπαταληθεί και δεν θα επιστραφεί, αφετέρου οι Έλληνες θεωρούσαν ότι η αξιοπιστία της νέας και ανεξάρτητης χώρας τους θα ήταν σε κίνδυνο, καθώς πίστευαν ότι δεν τους εμπιστευόντουσαν στο να διαχειρισθούν το δάνειο.[1] Ο Μπένθαμ συντάχθηκε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους Έλληνες αντιπρόσωπους και πρότεινε ένα ευφυές ψήφισμα για άρση του αδιεξόδου, αλλά στο τέλος τα κεφάλαια που διατέθηκαν, στάλθηκαν στην Ελλάδα, χωρίς διασφαλίσεις και σε μεγάλο βαθμό σπαταλήθηκαν.[38]

Το δεύτερο Ελληνικό δάνειο

Το πρώτο δάνειο, ακολούθησε και ένα δεύτερο, το οποίο διαπραγματεύθηκαν απευθείας οι Έλληνες αντιπρόσωποι και οι τραπεζίτες J. Ricardo και S. Ricardo, χωρίς την έγκριση της Επιτροπής, αλλά με τη συμμετοχή ορισμένων από τα βασικά μέλη της, συμπεριλαμβανομένων των Χομπχάουζ, Μπουρντέτ και Έντουαρντ Έλλις. Θεωρήθηκε ότι τα κεφάλαια του δεύτερου δανείου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να σταθεροποιήσουν το πρώτο, αλλά τα κεφάλαια και πάλι κατασπαταλήθηκαν, αυτή τη φορά σε ρυθμίσεις για την αποστολή ατμόπλοιων (με μηχανήματα του μηχανικού του Λονδίνου Αλεξάντερ Γκαλογουέι, Alexander Galloway), υπό την εποπτεία του ναυάρχου Λόρδου Τόμας Κόχραν (Admiral Thomas Cochrane, 10th Earl of Dundonald, Marquess of Maranhão 1775 –1860), η οποία δεν τελεσφόρησε και τελικά ανατέθηκε η κατασκευή και αγορά δύο ακριβών φρεγατών στην Αμερική, ενώ, όμως, υπήρχαν άφθονες φθηνότερες εκδοχές διαθέσιμες στη Βρετανία ή και αλλού.[1]

Η “Φρεγάτα Ελλάς”.

Με εντολή της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης (Εκτελεστικό 1824) και χρηματοδότηση από το δεύτερο αγγλικό δάνειο, καθώς και με διαμεσολάβηση των μελών της "Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου", έγινε παραγγελία στην Αμερική, που αφορούσε δυο φρεγάτες, που θα έπαιρναν τα ονόματα “Ελπίς” και “Σωτήρ”. Τελικά, μετά από το Σκάνδαλο ναυπήγησης ελληνικών φρεγατών (1824), ναυπηγήθηκε, στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α., αντί του ποσού των 750.000 $ (δολαρίων) και ύστερα από παρέμβαση της ίδιας της αμερικανικής κυβέρνησης, κατέστη δυνατό να παραδοθεί, μια μόνο φρεγάτα η οποία παραλήφθηκε και ονομάστηκε “Ελπίς”. Κατέπλευσε στο Ναύπλιο με ξένο πλήρωμα τον Νοέμβριο του 1826 και αργότερα μετονομάστηκε σε “Φρεγάτα Ελλάς” (“Ελλάς Ι”).

Σκάνδαλα, κατασπατάληση, διαφθορά

Ουίλιαμ Κομπέτ

Καθώς διάφορα σκάνδαλα διαρρέονταν, τα κύρια πρόσωπα της Επιτροπής αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους προς το κοινό. Το 1826 η «κερδοσκοπική φούσκα» είχε ξεσπάσει και τα ομόλογα άξιζαν μόνο το ένα τέταρτο περίπου της αρχικής μειωμένης τιμής τους. Ο Ουίλιαμ Κομπέτ (William Cobbett), φυλλαδιογράφος, αγρότης και δημοσιογράφος, «παραπονιόταν» στην εφημερίδα “Εβδομαδιαίο Μητρώο” (“Weekly Register”, 4 Νοεμβρίου 1826) ότι «είναι πλέον διαβόητο ότι οι Μπουρντέτ, Χομπχάουζ, Έλλις, Χουμ, Μπάουριγκ, Γκαλογουέι (Rump Galloway), ακούμπησαν τα δάχτυλά τους σε αυτήν την πίτα». Ακόμη και ο Μπένθαμ δεχόταν επίθεση, αν και κατά τη χρονική περίοδο της συμμετοχής του στην επιτροπή, εν γένει, αλλά και κατά τις εφαρμογές του δανείου, ήταν ήδη υπερήλικας. Εφημερίδες, όπως οι The Times, προχώρησαν σε μια κλιμακωτή επίθεση προς τους κορυφαίους μεταρρυθμιστές οι οποίοι υποτίθεται ότι «βοήθησαν τον εαυτό τους» με την “ελληνική πίτα”: «Είθε τα χρήματα τα οποία εληστεύθησαν εν ονόματι των Ελλήνων, να επιρρίψουν το ανάθεμα κατά της κεφαλής εκείνων οι οποίοι τα κατέχουν».[39] Εν τέλει, με τη βοήθεια φίλων και συμπαθoύντων εφημερίδων οι περισσότεροι κατάφεραν να “επιβιώσουν, αν και με αμαυρωμένη φήμη”. Ο Μπάουριγκ υπέφερε περισσότερο, παρά την άμυνα του το 1826, στην εφημερίδα “Westminster Review”, όπου υπήρξε αναθεώρηση της συμμετοχής του στη διαδοχή των σκανδάλων.

Το κλίμα αυτό, από την Βρετανία, πέρασε και στην Ελλάδα: Ο Γεώργιος Σπανιολάκης, πρώην μέλος της επιτροπής διαχείρισης και ελέγχου του λογαριασμού των δανείων και πρόεδρος του βουλευτικού, κατηγόρησε τους Ιωάννη Ορλάνδο και Ανδρέα Λουριώτη[40] για "κακίστη διαχείριση" και "σπατάλη" του δευτέρου κυρίως αγγλικού δανείου, ήδη από την περίοδο που το διαπραγματεύονταν στο Λονδίνο και απορρίπτει τις σχετικές κατηγορίες κατά των ελληνικών κυβερνήσεων της Επανάστασης.[41][42]

Ο Κ. Σιμόπουλος καταγράφει την άποψή του ότι το «Φιλλεληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου», όπως το αποκαλεί, δημιουργήθηκε από πολιτικές σκοπιμότητες και κερδοσκόπους, που επιχειρούσαν να προβάλλουν βρετανικά συμφέροντα στην Ελλάδα και προβάλλει ως απόδειξη την συνομολόγηση δανείων με υψηλό επιτόκιο. Χρησιμοποιεί δε ως επιχείρημα τον λόγο του καταδικασμένου για κατάχρηση Ι. Ορλάνδου και την άποψή του ότι «το μεγαλύτερο μέρος των φίλων της Ελλάδας δεν δόξαζε άλλο θεό, παρά τον κερδώο Ερμή»[43], παραβλέποντας ότι ακόμη και το ταξίδι για την σύναψη του δανείου κατ΄στη δυνατό με χορηγία 4.000 λιρών του Λόρδου Βύρωνα, μέλους της φιλελληνικής επιτροπής.

Διάλυση της Επιτροπής

Παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή συνεχίστηκε για μια περίοδο, έστω και μόνο για να προστατεύσει τον εαυτό της από την κριτική, είχε πλέον λίγο έργο να επιτελέσει. Η άμεση επαφή με τον ελληνικό αγώνα σύντομα έπεισε τους περισσότερους από αυτούς, ιδιαίτερα εκείνους με εμπειρία της βρετανικής διακυβέρνησης της Ινδίας, ότι «μόνο μια ισχυρή, αυταρχική κυβέρνηση θα μπορούσε να ενώσει τη χώρα και να κερδίσει τον πόλεμο». Η συμπάθεια προς τις εθνικές επιδιώξεις των Ελλήνων, που αρχικά ευαγγελιζόταν πιο έντονα ο Μπλακιέρ, δεν ήταν ισχυρή τάση στην Επιτροπή. Ούτε ο Μπένθαμ, παρά τα γραπτά και τις παρεμβάσεις του, ήταν σε θέση να πείσει τους Έλληνες να δημιουργήσουν μια συνταγματική δημοκρατία κοντά στις φιλελεύθερες αρχές του. Αλλά στον Μπάουριγκ μπορεί κανείς να δει ένα νέο είδος πολιτικού, που έχει δεσμευτεί να χρησιμοποιεί τις ιδέες του Μπένθαμ για να προωθήσει την νεότερη φιλελεύθερη ιδεολογία (early liberal ideology), μέσα από παρόμοιες έννοιες, όπως ελεύθερο εμπόριο, διεθνή ειρήνευση, ανθρωπινότερες φυλακές και θρησκευτική ελευθερία.[1]Παρά τις αντιθέσεις και τις διακυμάνσεις, η ύπαρξη και δράση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, βοήθησε στη δημιουργία διαχρονικού φιλελληνικού κλίματος υποστήριξης στη Βρετανία. Σε συνέχεια αυτού του κλίματος, ένα περίπου αιώνα αργότερα θα δημιουργηθεί στο Λονδίνο, ο "Αγγλο-Ελληνικός Σύνδεσμος" (Anglo-Hellenic League), που ιδρύθηκε στον απόηχο των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αντι-ελληνική προπαγάνδα.

Φωτοθήκη μελών της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου

Βρετανοί

Μη Βρετανοί

Έλληνες

Γνωστότεροι Βρετανοί Φιλέλληνες

Φωτοθήκη Βρετανών Φιλλελήνων

Δείτε επίσης

Παραπομπές - σημειώσεις

Πηγές - ενδεικτική βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

London Greek Committee

Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος

National Library of Greece”, Athens, London Greek Committee papers:

Συγγραφείς μέλη της Επιτροπής

Thomas Moore

Thomas Erskine

John Cam Hobhouse

John Russell

Τζον Ράσσελ ή Τζων Ρωσσέλ (John Russell [formerly Lord John Russell]),

Leicester Fitzgerald Charles Stanhope

Μεταγενέστεροι συγγραφείς

Frederick Zaccheus Duckett Ferriman (Z. Duckett Ferriman)

Ο Z. Duckett Ferriman (Frederick Zaccheus Duckett Ferriman, 13 Φεβρουαρίου 1856, Stamford Hill, Middlesex, Μεγάλη Βρετανία - 12 Ιουνίου 1934, Ashburton, Νέα Ζηλανδία), υπήρξε ανταποκριτής, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, στην εφημερίδα του Μάντσεστερ, «Manchester Guardian». Ήταν παραγωγικός συγγραφέας, που έγραψε διάφορα βιβλία και άρθρα σχετικά με την περιοχή των Βαλκανίων.

Σειρά Άγγλοι Φιλέλληνες (Some English Philhellenes):

Η σειρά βιβλίων του Z. Duckett Ferriman και του Steven Runciman, με τίτλο "Some English Philhellenes", που εκδόθηκε σταδιακά από το 1917-1920, στο Λονδίνο από τον Αγγλο-Ελληνικό Σύνδεσμο (Anglo-Hellenic League), περιλαμβάνει τους εξής φιλέλληνες:

  • "Sir Charles James Napier", by Z Duckett Ferriman; Steven Runciman, Anglo-Hellenic League, London 1917,
  • "Frank Abney Hastings", by Z Duckett Ferriman, Anglo-Hellenic League, London 1917,
  • "Thomas Gordon", by Z Duckett Ferriman, Anglo-Hellenic League, London 1918,
  • "Kirkman Finlay", by Z Duckett Ferriman, Steven Runciman, Anglo-Hellenic League, London 1918,
  • "John Pitt Kennedy", by Z Duckett Ferriman, Anglo-Hellenic League, London 1918,
  • "Lord Guilford", by Z Duckett Ferriman, Anglo-Hellenic League, London 1919,
  • "Sir Richard Church", by Z Duckett Ferriman, Anglo-Hellenic League, London 1919,
  • "Lord Byron", by Z Duckett Ferriman, Anglo-Hellenic League, London 1920,

Άλλες παρεμφερείς αναφορές της σειράς αυτής:

Christopher Montague Woodhouse

  • Christopher Montague Woodhouse (C. M. Woodhouse), "The philhellenes", by C. M. Woodhouse, εκδότης: Hodder & Stoughton, London 1969,
  • Christopher Montague Woodhouse (C. M. Woodhouse), "The Philhellenes", by C.M. Woodhouse, 2nd ed., "The Doric library" GH4, εκδότης: Doric, London 1977,

Frederick Rosen

Virginia Penn

Εφημερίδες – περιοδικά

  • “Morning Chronicle”, (1823–6),
  • “Cobbett's Weekly Political Register”, (1826),
  • D. Dakin, “The Greek struggle for independence, 1821–1833”, (1973).

Διάφορα άλλα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι