Έλληνες Καππαδόκες

πληθυσμιακή ομάδα Ελλήνων

Οι Έλληνες Καππαδόκες (τουρκικά: Kapadokyalı Rumlar)[3] είναι κοινότητα Μικρασιατών με καταγωγή από την γεωγραφική περιοχή της Καππαδοκίας στην κεντρο-ανατολική Μικρά Ασία,[4][5] περίπου η σημερινή Επαρχία Νεβσεχίρ και οι γύρω επαρχίες της σύγχρονης Τουρκίας. Στην περιοχή της Καππαδοκίας υπήρχε συνεχής ελληνική παρουσία ήδη από την ελληνιστική περίοδο.[6] Μετά την ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών, τη δεκαετία του 1920, η πλειοψηφία των Ελλήνων Καππαδοκών εγκαταστάθηκε στην επικράτεια της σύγχρονης Ελλάδας. Σήμερα οι απόγονοί τους βρίσκονται σε όλη την Ελλάδα και την ελληνική διασπορά σε όλον τον κόσμο.

Έλληνες Καππαδόκες
Σημαία που χρησιμοποιείται από πολιτιστικούς συλλόγους Καππαδόκων
Έλληνες Καππαδόκες με παραδοσιακές φορεσιές, στην Ελλάδα
Συνολικός πληθυσμός
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Ελλάδα (ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα)
Ελλάδα44.432 (Πάνω από 100.000 μαζί με τους απογόνους) [1] - γύρω στους 100.000-400.000 (εκτίμηση της δεκαετίας 1920)[2]
Γλώσσες
Ελληνική γλώσσα, Καππαδοκική διάλεκτος, Καραμανλήδικα
Θρησκεία
Έλληνες Ορθόδοξοι
Σχετιζόμενες εθνικές ομάδες
άλλοι Έλληνες

Ιστορικό πλαίσιο

Προϊστορική και κλασική περίοδος

Το όρος Άκτεπε κοντά στο Γκιόρεμε και τις Βραχώδεις Περιοχές της Καππαδοκίας (Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO)

Πριν την άφιξη πρώτα των Περσών και, στη συνέχεια, των Ελλήνων στην λεγόμενη Ανατολία, την περιοχή έλεγχαν οι Χετταίοι. Στους αρχαίους Πέρσες ήταν γνωστή ως Katpatuka, το οποίο όνομα οι Έλληνες τροποποίησαν σε Καππαδοκία[7]. Ο Ηρόδοτος αποκαλεί τους κατοίκους της χώρας «Σύριους», αν και συμπληρώνει ότι οι Πέρσες τους αποκαλούν «Καππαδόκες»[8]. Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ενατίον της Περσικής Αυτοκρατορίας, και μετά τη μάχη του Γρανικού το 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος διόρισε δικό του σατράπη για την Καππαδοκία. Όμως η χώρα παρέμεινε κέντρο αντίστασης κατά των Μακεδόνων και εφαλτήριο για την προσπάθεια ανάκτησης της δυτικής Μικράς Ασίας από τους Πέρσες.[9] Πριν την άφιξη του Μ. Αλεξάνδρου στην Μεσοποταμία, ο Πέρσης βασιλιάς, Δαρείος, στρατολόγησε Καππαδόκες ιππείς υπό τη διοίκηση του σατράπη Αριάκη ή Αριαράθη. Κατά τη μάχη των Γαυγαμήλων το 331 π.Χ., αυτοί οι ιππείς πολέμησαν στο δεξιό άκρο της περσικής παράταξης.[10] Ο ίδιος ο Αριαράθης συνέχισε να πολεμά εναντίον των Μακεδόνων, μέχρι τον θάνατό του, σε ηλικία 82 ετών.[9]

Κατά την ελληνιστική περίοδο, η οποία ακολούθησε την κατάκτηση της Ανατολίας από τον Μέγα Αλέξανδρο, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, δημιουργήθηκε σειρά από αποικίες κατά μήκος της περσικής βασιλικής οδού που οδηγούσε από τις Σάρδεις της Λυδίας στην Κιλικία. Πέραν όμως αυτών των αποικιών, οι ορεινές περιοχές είτε δεν είχαν κατακτηθεί είτε ελέγχονταν από γηγενή πελατειακά βασίλεια[11]. Έτσι, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Ευμένης ο Καρδιανός, ένας από τους Διαδόχους, διορίστηκε σατράπης της Καππαδοκίας, όπου ίδρυσε ελληνικούς οικισμούς και μοίρασε πόλεις στους συνεργάτες του[12]. Ο Ευμένης άφησε πίσω διοικητές, δικαστές και επιλεγμένους διοικητές φρουράς στην Καππαδοκία. Κατά τους επόμενους αιώνες οι Έλληνες Σελευκίδες βασιλιάδες ίδρυσαν πολλούς ελληνικούς οικισμούς στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας[12], και αυτή η περιοχή θα γινόταν δημοφιλής για τη στρατολόγηση στρατιωτών. Αντίθετα από τις άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας όπου οι Έλληνες θα εγκαθίστανται σε πόλεις, οι περισσότεροι ελληνικοί οικισμοί στην Καππαδοκία και στις περιοχές στο εσωτερικό της Ανατολίας ήταν χωριά[13]. Οι βασιλιάδες της ελληνιστικής περιόδου θα δημιουργούσαν νέους οικισμούς στην Καππαδοκία και τις γύρω περιοχές, προκειμένου να διασφαλίσουν τον έλεγχο αυτής ασταθούς περιοχής[14], και κατά την διάρκεια της εξουσίας τους θα αυξάνονταν οι ελληνικοί οικισμοί στο εσωτερικό της Ανατολίας[14].

Ο Απολλώνιος ο Τυανέας (1ος αιώνας μ.Χ.), Έλληνας νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Τύανα της Καππαδοκίας

Στους αιώνες που ακολούθησαν τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο έλεγχος της Καππαδοκίας πέρασε από έναν Πέρση σατράπη στον γιο του, Αριαράθη, ο οποίος με την σειρά του τον άφησε σε μια σειρά διαδόχων του, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν το όνομα του ιδρυτή της δυναστείας. Αυτοί οι βασιλιάδες άρχισαν να παντρεύονται από τα γειτονικά ελληνικά βασίλεια της ελληνιστικής περιόδου, όπως οι Σελευκίδες. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους αρχίζουν να εμφανίζονται ελληνικές πόλεις στης νότιες περιοχές της Καππαδοκίας[15]. Ο Αριαράθης Ε΄ ο οποίος βασίλεψε από το 163 ως το 130 π.Χ. θεωρείται ότι ήταν ο μεγαλύτερος βασιλιάς της Καππαδοκίας[16]. Ήταν κυρίως ελληνικής καταγωγής, ο πατέρας του Αριαράθης Δ΄ ήταν μισός Μακεδόνας[15] και Πέρσης, και η μητέρα του ήταν η Αντιοχίς, κόρη του Αντίοχου Γ΄[17][18]. Μέχρι τον 1ο αι. π.Χ., περιοχές της Καππαδοκίας είχαν δεχτεί επιδρομές από τον βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη, ο οποίος είχε μεταφέρει μεγάλο αριθμό Ελλήνων της Καππαδοκίας και της Κιλικίας στη Μεσοποταμία[19].

Έλληνες βασιλιάδες της Καππαδοκίας. (αριστερά) Αριαράθης Ε΄ (περ. 163-130 π.Χ) που θεωρείται ότι ήταν ο μεγαλύτερος βασιλιάς της Καππαδοκίας και ήταν κυρίως ελληνικής καταγωγής. (δεξιά) Αρχέλαος (36 π.Χ. – 17 μ.Χ.) ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Καππαδοκίας και ήταν ελληνικής καταγωγής.

Ρωμαϊκή περίοδος

Ο Αρχέλαος ήταν πρίγκιπας υποτελής στους Ρωμαίους, τελευταίος βασιλιάς της Καππαδοκίας. Ήταν Καππαδόκης Έλληνας αριστοκράτης[20][21], πιθανώς μακεδονικής καταγωγής, και ο πρώτος βασιλιάς της Καππαδοκίας που είχε εξ’ ολοκλήρου μη περσικό αίμα[22]. Βασίλεψε στην Καππαδοκία πολλά χρόνια πριν εκθρονιστεί από τον Τιβέριο, ο οποίος κατέλαβε την Καππαδοκία για λογαριασμό της Ρώμης[22]. Από την περιοχή της Καππαδοκίας προήρθαν σημαντικές προσωπικότητες της αρχαιότητας, όπως ο Απολλώνιος ο Τυανέας (1ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος ήταν νέο-πυθαγόρειος φιλόσοφος[23] ο οποίος έγινε γνωστός στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ο Αρεταίος ο Καππαδόκης (81-138 μ.Χ.), που ήταν ελληνικής καταγωγής γεννημένος στην Καππαδοκία, και θεωρείται από τους πρωτοπόρους χειρούργους της αρχαιότητας[24][25][26]. Ήταν ο πρώτος που έκανε διάκριση μεταξύ του σακχαρώδη διαβήτη (diabetes mellitus) και του άποιου διαβήτη (diabetes insipidus), και ο πρώτος που έδωσε λεπτομερή περιγραφή της κρίσης άσθματος[26][27].

Γρηγόριος Ναζιανζηνός (περ. 330-περ.389 μ.Χ.)

Μέχρι το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας οι Καππαδόκες Έλληνες είχαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μεταστραφεί στον Χριστιανισμό[28]. Ήταν τόσο προσηλωμένοι στον Χριστιανισμό που, μέχρι τον πρώτο αιώνα μ.Χ., η περιοχή της Καππαδοκίας αποτέλεσε προπύργιο του χριστιανικού μοναχισμού[29] και υπήρξε περιοχή ιδιαίτερης σημαντικότητας στην ιστορία του πρώιμου Χριστιανισμού[28]. Κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ., η Καππαδοκία έδωσε τρεις εξέχουσες πατριαρχικές μορφές, γνωστές ως οι Τρεις Ιεράρχες[30]: ο Μέγας Βασίλειος (περ. 330-379), Επίσκοπος Κασαρείας[31], ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (περ.330-περ.389)[32] Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, και ο Γρηγόριος Νύσσης (θάνατος περ. 394)[33]. Αυτοί οι Καππαδόκες Έλληνες πατέρες του 4ου αιώνα[34] σέβονταν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και αρετή, μελετώντας ακόμα και Όμηρο και Ησίοδο, και “στάθηκαν σταθερά στην παράδοση του ελληνικού πολιτισμού[35].

Βυζαντινή περίοδος

Μέχρι τον πέμπτο αιώνα οι τελευταίες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της Ανατολίας έπαψαν να ομιλούνται, και αντικαταστάθηκαν από την Ελληνιστική Κοινή[36]. Ταυτόχρονα, οι ελληνικές κοινότητες της κεντρικής Ανατολίας άρχισαν να εμπλέκονται ενεργά στις υποθέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κάποιοι Έλληνες Καππαδόκες, όπως ο Μαυρίκιος (βασ. 582-602), θα γίνονταν αυτοκράτορες[37][38].

Η περιοχή έγινε στρατιωτική θέση κλειδί μετά την έλευση του Ισλάμ, και οι κατοπινές μουσουλμανικές κατακτήσεις οδήγησαν στη δημιουργία μιας στρατιωτικοποιημένης παραμεθορίου (κλεισούρας) στα σύνορα της Καππαδοκίας. Αυτό διήρκεσε από τα μέσα του 7ου ως τον 10ο αιώνα, κατά τους Αραβοβυζαντινούς πολέμους, και αποθανατίστηκε στον Διγενή Ακρίτα, το μεσαιωνικό ελληνικό έπος που διαδραματίζεται σε αυτήν την μεθόριο. Κατά αυτήν την περίοδο η Καππαδοκία έγινε σημαντική για την Αυτοκρατορία, και έβγαλε πολλούς Βυζαντινούς στρατηγούς, κυρίως την οικογένεια των Φωκάδων, πολέμαρχους (όπως ο Παυλικιανός Καρβέας της Τεφρικής), καθώς και τη σημαντική αίρεση του Παυλικιανισμού. Καθώς οι Καππαδόκες Έλληνες ζούσαν σε μια τέτοια ασταθή περιοχή, άρχισαν να φτιάχνουν υπόγεια καταλύματα σπηλιών στους ηφαιστειογενείς σχηματισμούς της ανατολικής Καππαδοκίας. Τελικά έχτισαν ολόκληρες υπόγειες πόλεις στις οποίες θα μπορούσαν να καταφύγουν σε καιρούς κινδύνου. Οι Καππαδόκες προστατεύθηκαν σε λαξευμένες στο βράχο υπόγειες πόλεις από τους Ρωμαίους και αργότερα από τους Εικονοκλάστες[39]. Αιώνες αργότερα αυτές οι πόλεις θα χρησίμευαν ως προστασία από μουσουλμανικές, αραβικές[28][40], τουρκικές και μογγολικές απειλές[39]. Οι πιο διάσημες από αυτές τις υπόγειες πόλεις βρίσκονται στα ελληνικά χωριά Ανακού και Μαλακοπή, γνωστές σήμερα ως οι υπόγειες πόλεις Derinkuyu (Ντερίνκουγιου) και Kaymaklı (Καϊμακλί), οι οποίες έχουν δωμάτια που βρίσκονται σε βάθος πάνω από 80 μέτρα[28]. Οι υπόγειες πόλεις εξακολούθησαν να αποτελούν καταφύγια από τους Τούρκους Μουσουλμάνους ηγεμόνες[41]. Μέχρι και τον 20ό αιώνα, οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν ακόμα τις υπόγειες πόλεις για να γλυτώνουν από περιοδικά κύματα διώξεων των Οθωμανών[41].

Καππαδόκες με τις φορεσιές τους.

Κατά τον Μεσαίωνα, η Καππαδοκία είχε εκατοντάδες οικισμούς και βυζαντινές εκκλησίες λαξευμένες στους ηφαιστειογενείς σχηματισμούς της ανατολικής Καππαδοκίας, διακοσμημένες με ζωγραφισμένες εικόνες, ελληνική γραφή και διακόσμους. Έχουν ανακαλυφθεί περισσότερες από 700 τέτοιες εκκλησίες[42] και χρονολογηθεί στην περίοδο μεταξύ του 6ου και 13ου αιώνα[28], εκ των οποίων πολλά μοναστήρια και εκκλησίες συνέχιζαν να βρίσκονται σε χρήση μέχρι την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών της δεκαετίας του 1920[29]. Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών ονομάζονταν Τρωγλοδύτες. Το 10ο αιώνα ο Λέων ο Διάκονος καταγράφοντας ένα ταξίδι του Νικηφόρου Φωκά στην Καππαδοκία, αναφέρει στα γραπτά του ότι οι κάτοικοι λέγονται Τρωγλοδύτες γιατί “κατάφευγαν σε υπόγειες τρύπες, ρωγμές, και λαβύρινθους, όπως και σε λημέρια και λαγούμια”[43]. Οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της Καππαδοκίας μεταξύ του 7ου και 11ου αιώνα, κατά το οποίο διάστημα λαξεύτηκαν εκκλησίες στις περιοχές Γκιόρεμε και Σογανλί[40] Κατά τον Μεσαίωνα, οι Καππαδόκες Έλληνες έθαβαν θρησκευτικές μορφές μέσα και γύρω από τα μοναστήρια. Στα πρόσφατα χρόνια έχουν βρεθεί μουμιοποιημένα σώματα σε εγκαταλειμμένα ελληνικά μοναστήρια στην Καππαδοκία, και πολλά από αυτά, συμπεριλαμβανομένων και μουμιοποιημένα σώματα βρεφών, εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νίγδης. Δημοφιλές στους τουρίστες είναι το καλά διατηρημένο σώμα μια νεαρής Χριστιανής με ξανθά μαλλιά, που πιστεύεται ότι ήταν μοναχή, και χρονολογείται από τη Βυζαντινή περίοδο από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα[44][45]. Ανακαλύφθηκε σε ένα ελληνικό παρεκκλήσι του 6ου αιώνα στην κοιλάδα Ihlara της Καππαδοκίας[46]. Κατά τον 10ο αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διείσδυσε ανατολικά, στα πρώην διοικούμενα από τους Άραβες εδάφη, μεταξύ των οποίων και η Μεγάλη Αρμενία, και μετέφερε χιλιάδες Αρμένιους σε διάφορες περιοχές της Καππαδοκίας. Αυτή η μεταφορά πληθυσμού ενέτεινε τις εθνικές εντάσεις μεταξύ των Καππαδόκων Ελλήνων και των νέο-αφιχθέντων Αρμενίων στην Καππαδοκία[47], και άφησε την Αρμενία στερημένη κατά πολύ από ντόπιους υπερασπιστές[47].

Οθωμανική Καππαδοκία

Ο Βασίλειος Γιαρούπης, Καππαδόκης Έλληνας φεουδάρχης του 13ου αιώνα, ο οποίος κατείχε τον τίτλο στρατηγός (amir arzi) στο στρατό του Μεσούντ Β΄, Σουλτάνου του Σουλτανάτου του Ρουμ.

Το 1071 μ.Χ. η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπέστη σημαντική ήττα στη Μάχη του Ματζικέρτ, στην Αρμενία[48][49]. Αυτή η ήττα θα άφηνε ανοιχτή την Ανατολία σε εισβολές από Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι θα καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής Μικράς Ασίας[48]. Έτσι άρχισε η μεταστροφή της Μικράς Ασίας, από χριστιανική και σε τεράστιο ποσοστό κατοικούμενη από Έλληνες, σε μουσουλμανική και τουρκικό κέντρο[48][49]. Πολλές αρμενικές βασιλικές οικογένειες, εκπρόσωποι των οποίων ήταν οι Γκαγκίκ Β΄, Αντόμ, και Αμπού Σαχλ από το Βασπουρακάν, θέλησαν να πάρουν εκδίκηση από τον ντόπιο ελληνορθόδοξο πληθυσμό μετά τις διώξεις των Αρμενίων και των Σύριων Μονοφυσιτών από τους Βυζαντινούς[50]. Εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την ευκαιρία που έδωσε η κατάκτηση από τους Σελτζούκους για να στοχοποιήσουν Έλληνες, βασάνισαν και σκότωσαν τον Ορθόδοξο μητροπολίτη της Καισάρειας και λεηλάτησαν κτήματα που ανήκαν σε πλούσιους Έλληνες[50]. Τελικά οι Έλληνες κτηματίες σκότωσαν τον βασιλικής καταγωγής Αρμένιο, Γκαγκίκ[50].

Μέχρι τον 12ο αιώνα, όλη η Ανατολία κατακτήθηκε από νομαδικές τουρκμενικές φυλές της Κεντρικής Ασίας, οι οποίοι εκκαθάρισαν πολλές περιοχές της Ανατολίας από τους Έλληνες[51]. Υπό την τουρκική εξουσία, ο ελληνικός πληθυσμός της Ανατολίας μειώθηκε δραστικά, λόγω μαζικής μεταστροφής στο Ισλάμ, σφαγών, ή εξορίας σε ελληνικές περιοχές στην Ευρώπη[52]. Ενώ πριν την τουρκική εισβολή στην Ανατολία, οι Έλληνες, όπως και μικρότερος αριθμός Αρμενίων, Συρίων και Γεωργιανών, ήταν όλοι Χριστιανοί, ως τον 15ο αιώνα περισσότερο από το 90% των κατοίκων της Ανατολίας έγιναν Μουσουλμάνοι, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές[53], κυρίως λόγω μεταστροφής Χριστιανών στο Ισλάμ. Πολλοί Βυζαντινοί Έλληνες ηγέτες επίσης μπήκαν στον πειρασμό να μεταστραφούν στο Ισλάμ, για να μπούν στην οθωμανική αριστοκρατία[53], αν και στις αρχές του 20ου αιώνα η αναλογία Χριστιανών στην Ανατολία ήταν πάνω από 20%[54]. Κατά τους αιώνες της τουρκικής εξουσίας στη Μικρά Ασία, πολλοί Έλληνες και άλλοι λαοί της Ανατολίας όπως οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι, υιοθέτησαν την τουρκική γλώσσα, μεταστράφηκαν στο Ισλάμ, και κατέληξαν να αναγνωρίζονται ως Τούρκοι[55]. Παρά την αναταραχή στην Ανατολία, ως τον 13ο αιώνα οι Έλληνες της Καππαδοκίας, Λυκαονίας και Παμφυλίας παρέμειναν σε μεγάλους αριθμούς, παρά τις πιέσεις από τους Τουρκμένους νομάδες, και σε κάποια αστικά κέντρα πιθανόν ακόμα και απαρτίζοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού[51]. Κατά τη διάρκεια αυτής της χαώδους περιόδου υπάρχουν ενδείξεις ότι μερικοί ντόπιοι Καππαδόκες Έλληνες ενώθηκαν με τους Τούρκους νομάδες εισβολείς. Κάποιοι κατάφεραν ακόμα και ανέλθουν σε ανώτερες θέσεις στο Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ, όπως ο Βασίλειος Γιαρούπης, πλούσιος Καππαδόκης Έλληνας φεουδάρχης ισχυρής ελληνικής επαρχίας, ο οποίος κατείχε τον τίτλο της αυλής του στρατηγού (amir arzi) στο στρατό του Σελτζούκου Σουλτάνου του Ικονίου Μεσούντ Β΄[56]. Αφιέρωσε μια εκκλησία που βρίσκεται στην κοιλάδα του Περιστρέμματος (Μπελισιρμά), όπου σώζεται μέχρι σήμερα η τοιχογραφία με το πορτρέτο του που ζωγραφίστηκε εν ζωή.

Εγκαταλελειμμένες ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες, λαξευμένες στη συμπαγή πρόσοψη του βράχου. Υπαίθριο Μουσείο του Γκιόρεμε, Καππαδοκία, Νεβσεχίρ, Τουρκία.

Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέκτησαν την Καππαδοκία, η οποία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό κατοικούμενη από Έλληνες, με έναν μικρότερο αριθμό Αρμενίων[40]. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ Γ΄ (1574 με 1595), η περιοχή της Καππαδοκίας τουρκοποιήθηκε σε κουλτούρα και γλώσσα μέσω μιας σταδιακής διαδικασίας αφομοίωσης[57][58], ως αποτέλεσμα ότι πολλοί Έλληνες είχαν αποδεχτεί την τουρκική καθομιλουμένη και αργότερα κάποιοι έγιναν γνωστοί ως Καραμανλήδες. Το όνομα αυτό προέρχεται από την πόλη που οι Τούρκοι ονόμαζαν Καραμάν, προς τιμήν του Τούρκου πολέμαρχου Καραμάνογλου, αν και οι Έλληνες συνέχισαν να αποκαλούν την περιοχή Λάραντα, δηλαδή με το αρχαίο ελληνικό της όνομα[59]. Αυτοί οι τουρκόφωνοι Έλληνες ζούσαν κυρίως στην περιοχή της Καραμανίας, αν και υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας[60][61]. Οι Καππαδόκες Έλληνες που ζούσαν σε απόμακρα, λιγότερο προσβάσιμα, χωριά παρέμειναν ελληνόφωνοι και Χριστιανοί, καθώς ήταν απομονωμένοι και επηρεάστηκαν λιγότερο από την γρήγορη μεταστροφή των περιοχών που γειτνίαζαν με το Ισλάμ και την τουρκική γλώσσα[62][63]. Οι ελληνικοί πληθυσμοί διατήρησαν τα αρχικά ελληνικά ονόματα πολλών περιοχών της Καππαδοκίας τα οποία είχαν μετονομαστεί σε τουρκικά κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής εποχής, όπως την πόλη γνωστή κατά το Μεσαίωνα ως Άγιος Προκόπιος, η οποία μετονομάστηκε σε Ιργκίπ (Urgup) από τους Τούρκους και ακόμα αποκαλούνταν ως Προκόπιον από τους ντόπιους Έλληνες των αρχών του 20ου αιώνα[64].

Τοιχογραφίες στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Γκιούλσεχιρ (Gülşehir), Καππαδοκία

Αν και οι Καραμανλήδες εγκατέλειψαν την ελληνική γλώσσα όταν έμαθαν τα τουρκικά, παρέμειναν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και συνέχισαν να χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο[65]. Τύπωσαν χειρόγραφα έργα στην τουρκική γλώσσα, με το ελληνικό αλφάβητο, χρήση η οποία έγινε γνωστή Καραμανλήδικα[61]. Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίστηκε και στους Καππαδόκες, καθώς πολλοί Αρμένιοι που ζούσαν στην Καππαδοκία είχαν επίσης γίνει τουρκόφωνοι, αν και παρέμειναν Αρμένιοι Αποστολικοί (Ορθόδοξοι) Χριστιανοί, μιλούσαν και έγραφαν στην τουρκική, αλλά χρησιμοποιώντας το αρμενικό αλφάβητο[61]. Κάποιοι Εβραίοι κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν επίσης γίνει τουρκόφωνοι διατηρώντας τη θρησκεία τους, και επίσης έγραφαν στην τουρκική, χρησιμοποιώντας το εβραϊκό αλφάβητο[66]. Οι καππαδοκικές ελληνικές, αρμενικές και εβραϊκές μειονότητες ανέπτυξαν ελληνοτουρκικές, αρμενό-τουρκικές και ιουδαϊκό-τουρκικές λογοτεχνίες, αναπτύσσοντας η κάθε μία τη δικιά της παράδοση γραφής[66]. Παρά το γεγονός ότι είχαν χάσει την γνώση των γλωσσών τους και είχαν τουρκοποιηθεί[61], οι πλειοψηφία των Καραμανλήδων και πολλοί τουρκόφωνοι Αρμένιοι τελικά ανέκτησαν τις αρχικές μητρικές τους γλώσσες[67]. Ενώ όμως οι περισσότεροι Καππαδόκες Έλληνες είχαν παραμείνει Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ένας σημαντικός αριθμός μεταστράφηκε στο Ισλάμ[57]. Όπως και με άλλες ελληνικές κοινότητες, αυτοί οι προσήλυτοι στο Ισλάμ θεωρούνταν «Τούρκοι»[68], καθώς το να είναι κανείς Μουσουλμάνος για τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν συνώνυμο με το να είναι Τούρκος. Οι Έλληνες συγγραφείς περιέγραφαν τους Έλληνες προσήλυτους στο Ισλάμ ως ότι «τουρκεύουν», δηλαδή γίνονται Τούρκοι[68]. Ευρωπαίοι επισκέπτες στα βασίλεια του Σουλτάνου, επίσης θα χαρακτήριζαν υποκειμενικά κάθε Μουσουλμάνο ως Τούρκο, ανεξάρτητα από την οποία μητρική του γλώσσα[69]. Οι Έλληνες πίστευαν ότι, με τη μεταστροφή στο Ισλάμ , το άτομο απομακρυνόταν επίσης και από την ελληνική εθνική κοινότητα.[68]

Κατά την περίοδο της οθωμανικής εξουσίας, συνέβησαν πολλές μετακινήσεις πληθυσμών στην κεντρική Ανατολία[70]. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, του 1571, ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ αποφάσισε να μεταφέρει Έλληνες από την Καππαδοκία, ειδικά από την περιοχή της Καισαρείας, στην Κύπρο[71][72]. Σε αυτό το διάστημα ο αρχιτέκτονας Μιμάρ Σινάν, ελληνικής καταγωγής και ντόπιος από την Καππαδοκία, έγραψε μια επιστολή στον Σουλτάνο, ζητώντας να εξαιρεθεί η οικογένειά του από την μεταφορά[72][73]. Κατά την Οθωμανική περίοδο, οι Έλληνες της Καππαδοκίας μετανάστευαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες μεγάλες πόλεις για δουλειές. Μέχρι τον 18ο αιώνα πολλοί ήταν πλούσιοι, μορφωμένοι και δυτικοποιημένοι. Πλούσιοι Καππαδόκες έχτισαν μεγάλες πέτρινες επαύλεις σε περιοχές της Καππαδοκίας όπως η Καρβάλη (το σύγχρονο Γκιουζέλγιουρτ), πολλές από τις οποίες μπορεί να δει κανείς μέχρι σήμερα[74][75]. Καππαδόκες Έλληνες έγραψαν τα πρώτα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα, χρησιμοποιώντας καραμανλήδικα[58] Καππαδόκες Έλληνες από διάφορες περιοχές θα ειδικεύονταν σε κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα, όπως για παράδειγμα το εμπόριο του χαβιαριού[76]. Ο συγγραφέας Demetrius Charles Boulger θα περιγράψει αργότερα τον χαρακτήρα των εργασιών τους: «Κάθε χωριό είναι συνδεδεμένο με κάποια συγκεκριμένη συντεχνία στην Κωνσταντινούπολη. Ένα προμηθεύει μπακάληδες, άλλο τους πωλητές κρασιού και ποτών, άλλο αυτούς που αποξηραίνουν ψάρια, άλλο τους κατασκευαστές χαβιαριού, άλλος τους αχθοφόρους, και ούτω καθ’ εξής.»[77]. Αρκετοί Καππαδόκες συμμετείχαν[78][79] στην Ελληνική Επανάσταση (1821) υπηρετώντας στην εκτελεστική δύναμη του Υπουργείου Πολέμου[80], του Δημήτρη Πλαπούτα[78] κ.ά. οπλαρχηγών και αξιωματικών[81][82].

Σύγχρονη Καππαδοκία

Γάμος στα Κέρμιρα (Germir), Καισάρεια, Καππαδοκία, 1902
Ένα πέρασμα προς την υπόγεια πόλη της Μαλακοπής

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι ελληνικοί οικισμοί ήταν ακόμα πολλοί και διασκορπισμένοι στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και της σημερινής Τουρκίας[83][84]. Οι επαρχίες της Καππαδοκίας και της Λυκαονίας είχαν μεγάλο αριθμό οικισμών και σημαντικούς πληθυσμούς στα αστικά κέντρα, όπως η Κασάρεια, η Νίγδη και το Ικόνιο[83]. Οι Καππαδόκες Έλληνες του 19ου και του 20ου αιώνα ήταν φημισμένοι για τον πλούτο των λαϊκών αφηγήσεων και τη διατήρηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας[85].

Η υπόγεια πόλη της Μαλακοπής (σημ. Ντερίνκουγιου) συνέχισε να χρησιμοποιείται από πρόσφυγες ως καταφύγια για προστασία από τους Μουσουλμάνους Τούρκους[41], και ως και τα τέλη του 20ου αιώνα ήταν ακόμα σε χρήση από τους ντόπιους για να γλυτώνουν από επιδρομές των Οθωμανών[41]. Ο Dawkins, ένας γλωσσολόγος του Κέιμπριτζ, που πραγματοποίησε έρευνα στους γηγενείς Καππαδόκες Έλληνες στην περιοχή από το 1909-1911, κατέγραψε ότι, το 1909, «όταν έφτασαν τα νέα για τις πρόσφατες σφαγές στα Άδανα, μεγάλος μέρος του πληθυσμού στην Αξό κατέφυγαν σε αυτές τις υπόγειες αίθουσες, και για κάποιες νύχτες δεν επιχείρησαν να κοιμηθούν πάνω από το έδαφος».

Οι μελετηρές που περνούσαν από την Καππαδοκία κατά τον 19ο αιώνα περιγράφουν τους Καππαδόκες Έλληνες και τα έθιμά τους. Το 1838 ο Βρετανός μελετητής Robert Ainsworth έγραψε ότι "Οι Καππαδόκες Έλληνες είναι, γενικά, ευχάριστοι και ανοιχτοί στους τρόπους τους, και η συνομιλία τους υποδηλώνει μεγάλο βαθμό ευφυΐας και πολιτισμού, εκεί που υπάρχουν τόσα λίγα βιβλία και τόσο λίγη εκπαίδευση, και συνεπώς μάθηση."[86]. Ο Demetrius Charles Boulger περιέγραψε αργότερα τον χαρακτήρα τους:

Οι Καππαδόκες Έλληνες έχουν τη φήμη σε όλη τη Μικρά Ασία για την ενέργεια και την εμπορική τους δραστηριότητα. Υπάρχουν λίγες μόνο πόλεις στις οποίες δεν βρίσκει κανείς έναν έμπορο από την Καισάρεια, και η βραχώδη φύση της χώρας ωθεί ακόμα και τις φτωχότερες τάξεις να αναζητήσουν τα προς το ζειν αλλού. Ίσως το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στο χαρακτήρα αυτών των Ελλήνων είναι η μεγάλη τους αγάπη για την πατρίδα τους. Η μεγάλη φιλοδοξία κάθε άντρα είναι να κερδίσει αρκετά χρήματα για να χτίσει ένα σπίτι και να εγκατασταθεί στην αγαπημένη του Καππαδοκία. Οι νέοι φεύγουν στην Κωνσταντινούπολη για κάποια χρόνια και μετά επιστρέφουν για να παντρευτούν και να χτίσουν ένα σπίτι. Σε ένα-δύο χρόνια παντρεμένοι βλέπουν τις οικονομίες τους να τελειώνουν, και χρειάζεται να ξαναγυρίσουν στην Πόλη, κάποιες φορές παραμένοντας δέκα ή δεκαπέντε χρόνια για να κερδίσουν αρκετά για να συντηρηθούν αυτοί και οι γυναίκες τους για το υπόλοιπο της ζωής τους…Ο κόσμος δεν έχει συγκεκριμένες πολιτικές προσδοκίες όπως αυτές που κυριαρχούν μεταξύ των Ελλήνων της δυτικής ακτής. Ονειρεύονται, αυτό είναι αλήθεια, μια νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά ό, τι συμπάθεια περισσεύει από την αγάπη του χρήματος και του κέρδους, πηγαίνει στη Ρωσία. Η νότια περιοχή της Καππαδοκίας, όπου κάποτε διακόνησε ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, δείχνει πολλά σημάδια αυξανόμενης ευμάρειας. Το χτίσιμο συνεχίζεται, και οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τα υπόγεια χωριά, στα οποία χρωστάνε τη διατήρηση της πίστης και της γλώσσας τους, για σπίτια πάνω από το έδαφος. Τα υπόγεια αυτά χωριά είναι γνωστά με ελληνικά, όσο και με τούρκικα ονόματα. Σε κάποια μιλιούνται τα ελληνικά από Μουσουλμάνους και Χριστιανούς, και σε άλλα μια ελληνοτουρκική διάλεκτος, και σε άλλα μόνο τούρκικα. Και αυτός ο συνδυασμός υπάρχει ακόμα και στις εκκλησίες, όπου τα περιγραφικά γράμματα στις ιερές εικόνες είναι συχνά στα τούρκικα, γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες[77].

Διώξεις και ανταλλαγή πληθυσμών

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1900, η περιοχή της Καππαδοκίας κατοικούνταν ακόμα από Χριστιανούς Καππαδόκες Έλληνες, όπως και από Μουσουλμάνους Τούρκους[43], και από κοινότητες Αρμενίων και Κούρδων. Μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το καθεστώς των Νεοτούρκων προχώρησε στη γενοκτονία περίπου 750.000 Ελλήνων της Μικράς Ασίας ενώ περίπου 750.000 εξορίστηκαν[84][87]. Οι Έλληνες στοχοποιήθηκαν πριν από και μαζί με τους Αρμενίους και τους Ασσυρίους. Βάσει στοιχείων, οι θάνατοι των Ελλήνων της Ιωνίας και της Καππαδοκίας έφτασαν τους 397.000 ενώ των Ποντίων τους 353.000[84]. Ο Τούρκος αξιωματούχος Ραφέτ Μπέι, ο οποίος έπαιξε ενεργό ρόλο στην Γενοκτονία των Ελλήνων στο εσωτερικό της Ανατολίας, τον Νοέμβριο του 1916 δήλωσε, "Πρέπει να αποτελειώσουμε τους Έλληνες όπως κάναμε με τους Αρμενίους…σήμερα έστειλα αποσπάσματα στο εσωτερικό για να σκοτώσουν κάθε Έλληνα επί τόπου…"[88]. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου (1919–1922), αμέτρητος αριθμός Ελλήνων εκτοπίστηκαν από τους Τούρκους στην έρημο της Μεσοποταμίας[88]. Στις 31 Ιανουαρίου 1917 ο Καγκελάριος της Γερμανίας, Μπέτμαν Χόλβεγκ, δήλωσε:

Οι ενδείξεις είναι ότι οι Τούρκοι σχεδιάζουν να εξαλείψουν τους Έλληνες ως εχθρούς του κράτους, όπως έκαναν νωρίτερα με τους Αρμενίους. Η τακτική που εφαρμόζεται από τους Τούρκους είναι να εκτοπίζουν τους ανθρώπους στο εσωτερικό χωρίς να παίρνουν μέτρα για την επιβίωσή τους, με το να τους εκθέτουν στο θάνατο, την πείνα και την αρρώστια. Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια κατόπιν λεηλατούνταν και καίγονταν ή καταστρέφονταν. Ό, τι έγινε με τους Αρμένιους επαναλαμβάνεται με τους Έλληνες.[88]

Το 1922, μετά από παραμονή αιώνων στην Καππαδοκία[6], όταν οι εναπομείναντες Καππαδόκες Έλληνες μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, ως μέρος της οριζόμενης από τη Συνθήκη της Λωζάνης ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας[5]. Οι απόγονοι των Καππαδοκών Ελλήνων που είχαν μεταστραφεί στο Ισλάμ δεν περιλήφθηκαν στην ανταλλαγή και παρέμειναν στην Καππαδοκία[89], κάποιοι μάλιστα μιλώντας ακόμα την καππαδοκική ελληνική γλώσσα. Κάποιες πόλεις επηρεάστηκαν πολύ από την αποχώρηση των Ελλήνων, μεταξύ των οποίων η Σινασός, το Ουργκούρ, το Γκιουζελιούρτ, και το Νεβσεχίρ, καθώς αυτοί αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού αυτών των πόλεων[74]. Οι Καππαδόκες Έλληνες μεταφέρθηκαν στην παράκτια πόλη της Μερσίνης προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα. Πολλοί θα έχαναν όλα τα υπάρχοντά τους εξ’ αιτίας διεφθαρμένων αξιωματούχων και λεηλασιών[74]. Οι Καππαδόκες Έλληνες που μετανάστευαν στην Ελλάδα αντικαταστάθηκαν με Μουσουλμάνους που έρχονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως από τη Θράκη. Κάποιοι από αυτούς του Μουσουλμάνους μάλιστα ήταν Έλληνες (βλ. Έλληνες Μουσουλμάνοι), αν και οι περισσότεροι ήταν σλαβικής, τουρκικής, ή τσιγγάνικης καταγωγής. Πολλές από τις καππαδοκικές ελληνικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά μετά την αποχώρηση των Ελλήνων. Σε αυτές περιλαμβάνεται η Εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου σήμερα γνωστή ως "Buyuk Kilise Camii (δηλ. Τζαμί Μεγάλης Εκκλησιάς)"[90].

Η καππαδοκική ελληνική ομάδα της σχολής "Αργαίος", στην Καισάρεια (1907). Η ομάδα πήρε το όνομά της από τον Αργαίο, φημισμένο ηφαίστειο στην Καππαδοκία.

Μετά την ανταλλαγή υπήρχε ακόμα σημαντική κοινότητα Καππαδόκων Ελλήνων που ζούσε στην Τουρκία, στην Κωνσταντινούπολη[61][60], οι κάτοικοι της οποίας εξεραίθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών, η πλειοψηφία των οποίων όμως μετανάστευσαν στην Ελλάδα μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955. Με την άφιξή τους στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε χωριά παρόμοια με τα αρχικά καππαδοκικά χωριά. Οι νέοι κάτοικοι έδωσαν στα χωριά τα ονόματα των παλιών, με την προσθήκη το Νέος / Νέα. Για παράδειγμα, Καππαδόκες Έλληνες της Σινασού που εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Εύβοια ονόμασαν το χωριό τους Νέα Σινασός. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη Νέα Καρβάλη στη βόρεια Ελλάδα και το Νέο Προκόπι στην κεντρική Ελλάδα[1]. Οι περιοχές της Ελλάδας με σημαντικούς Καππαδοκικούς οικισμούς περιλαμβάνουν τις πόλεις Καρίτσα, Βόλο, Κιλκίς, Λάρισα, Χαλκιδική, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, και Θεσσαλονίκη[91]. Σήμερα απόγονοι των Καππαδοκών Ελλήνων μπορεί να βρεθούν σε όλη την Ελλάδα, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Αυστραλία, ως μέρος του Απόδημου Ελληνισμού.

Η σύγχρονη περιοχή της Καππαδοκίας είναι φημισμένη για τις λαξευμένες στο βράχο εκκλησίες στην κοιλάδα του Γκιόρεμε και του Σαγανλί[40], και στους τουρίστες[42], πολλοί από τους οποίους επισκέπτονται τις εγκαταλελειμμένες υπόγειες πόλεις, σπίτια και ελληνικές εκκλησίες, λαξευμένες και διακοσμημένες από Καππαδόκες Έλληνες, αιώνες πριν. Η πρώην ελληνική πόλη Γκιουζελγιούρτ (Καρβάλη) έχει γίνει δημοφιλής στους τουρίστες που επισκέπτονται τις εγκαταλελειμμένες πετρόκτιστες επαύλεις πλούσιων Καππαδοκών Ελλήνων επιχειρηματιών[75]. Σήμερα μπορεί να δει κανείς πάνω από 700 ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες[42] και πάνω από τριάντα βραχόκτιστα παρεκκλήσια, πολλές με διατηρημένες αγιογραφίες, ελληνικές επιγραφές και τοιχογραφίες, κάποιες από τις οποίες χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα και την εικονοκλαστική περίοδο μέχρι και τον 13ο αιώνα[28]. Το 1985, αυτές οι βραχόκτιστες εκκλησίες χαρακτηρίστηκαν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς[92].

Γλώσσα

Οι ελληνικές διάλεκτοι της Ανατολίας μέχρι το 1923. Η Δημοτική με κίτρινο, τα Ποντιακά με πορτοκαλί,τα Καππαδοκικά με πράσινο, με τις πράσινες κουκίδες να αντιπροσωπεύουν χωριά με την καππαδοκική διάλεκτο το 1910[93].
Ελληνική επιγραφή στη Σινασό της Καππαδοκίας

Οι Καππαδόκες Έλληνες παραδοσιακά μιλούσαν μια διάλεκτο της Ελληνικής γλώσσας γνωστή ως καππαδοκική διάλεκτο. Αυτή η διάλεκτος διαφοροποιήθηκε νωρίς από άλλες βυζαντινές διαλέκτους, αρχίζοντας από τις Τουρκικές κατακτήσεις της κεντρικής Μικράς Ασίας του 11ου και 12ου αιώνα, και έτσι ανέπτυξε αρκετές σημαντικές διαφοροποιήσεις, όπως η εξάλειψη του γένους στα ουσιαστικά[94] Όμως, όντας απομονωμένη από τις κατακτήσεις των Σταυροφόρων της Τέταρτης Σταυροφορίας και τη μετέπειτα βενετική επιρροή στις ελληνικές ακτές, διατήρησε τους αρχαίους ελληνικούς όρους στη Δημοτική για πολλές λέξεις που αντικαταστάθηκαν με λέξεις των ευρωπαϊκών ρωμανικών γλωσσών[94]. Μετά από αιώνες οθωμανικής εξουσίας, η τουρκική γλώσσα αναδείχτηκε ως η κυρίαρχη γλώσσα στην Καππαδοκία. Πολλοί Έλληνες άρχισαν να ομιλούν τουρκικά ως δεύτερη γλώσσα και έγιναν δίγλωσσοι, όπως είναι η περίπτωση με τους “Κουβουκλιώτες” που ήταν πάντα ελληνόφωνοι, και μιλούσαν τα τουρκικά με βαριά ελληνική προφορά[95]. Υπήρχαν Καππαδόκες Έλληνες που μιλούσαν μόνο την τουρκική γλώσσα και είχαν αφήσει τα ελληνικά αιώνες πριν, γνωστοί ως Καραμανλήδες[65]. Στην αρχή του 20ου αιώνα η καππαδοκική ελληνική γλώσσα είχε ακόμα ισχυρή παρουσία στο Γκιουλσεχίρ (πρώην Αραβιζών/Αραπσού) βορειοδυτικά του Νεβσεχίρ, και στην μεγάλη περιοχή στα νότια ως τη Νίγδη και το Μπορ (Πόρος)[28]. Τα ελληνικά μιλιόταν ακόμα στο Σίλε (Σύλλη), βορειοδυτικά του Ικονίου, στο Ντεβελί[28], και σε άλλα χωριά σε απομονωμένες κοινότητες στο εσωτερικό της κεντρικής Τουρκίας, πριν την γενοκτονία του 1915 και τις μετέπειτα μεταφορές πληθυσμών[87]. Πολλοί Καππαδόκες Έλληνες εγκατέλειψαν εντελώς τα ελληνικά μόλις έμαθαν τουρκικά, αν και στις δυτικές περιοχές της Καππαδοκίας πολλοί Έλληνες διατήρησαν τη μητρική τους γλώσσα. Ο John Robert Sitlington Sterrett ταξίδεψε στην Καππαδοκία το 1884 και σημείωσε: "Η Μαλακοπή (το σημερινό Ντερίνκογιου) είναι ένα μεγάλο χωριό που ευημερεί, κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από ελληνόφωνους Έλληνες. Οι Έλληνες είναι πολλοί σε όλο το δυτικό μέρος της Καππαδοκίας, και γενικά διατηρούν τη γλώσσα τους με μεγάλη επιμονή, ένα αξιοσημείωτο γεγονός, καθώς σε άλλα μέρη της Μικράς Ασίας ομιλούν μόνο τουρκικά. Κάποια παραδείγματα άλλων ελληνόφωνων πόλεων είναι η Νίγδη, Γκέλβερε (Καρβάλη), Μελεκόπια, και Ορτάκιοΐ"[96]. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μελετητές και γλωσσολόγοι που μελετούσαν τους Καππαδόκες Έλληνες παρατήρησαν ότι πολλά Καππαδοκικά ελληνικά χωριά είχαν αρχίσει να αντικαθιστούν την ελληνική τους γλώσσα με τα τουρκικά. Τον 19ο αιώνα, ο Βρετανός μελετητής John Pinkerton πληροφορήθηκε από τους τουρκόφωνους Έλληνες ότι οι Τούρκοι που εξουσίαζαν στο παρελθόν τους ήταν η αιτία που έχασαν τη γνώση της ελληνικής γλώσσας[97]. Ο Πίνκερτον αναφέρει ότι:

..."οι άγριες διώξεις των Μουσουλμάνων αφεντάδων ήταν η αιτία της σημερινής τους κατάστασης άγνοιας, ακόμα και όσον αφορά στην μητρική τους γλώσσα. Γιατί υπήρχαν καιροί που οι Τούρκοι αφεντάδες απαγόρευαν αυστηρά στους Έλληνες της Μικράς Ασίας ακόμα και να μιλάνε την ελληνική γλώσσα μεταξύ τους, και σε άλλους έκοβαν τη γλώσσα, άλλους τους τιμωρούσαν με θάνατο, όσους τολμούσαν να παρακούσουν αυτή την βάρβαρη εντολή. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η γλώσσα των καταπιεστών τους είχε από καιρό επικρατήσει καθολικά, και ότι σε μεγάλο μέρος της Ανατολίας ακόμα και η δημόσια λατρεία των Ελλήνων τελείται στα τουρκικά. Τα παρακάτω έργα στην τουρκική γλώσσα αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες, παρέχουν παραπέρα απόδειξη σ’ αυτό που μόλις διατύπωσα...” (Τζον Πίνκερτον, 1817)[97].

Τη δεκαετία του 1920, όταν οι Καππαδόκες Έλληνες έφτασαν στην Ελλάδα, τα καππαδοκικά ελληνικά που μιλούσαν ήταν με τα βίας κατανοητά από τη Δημοτική που χρησιμοποιούνταν στην ηπειρωτική Ελλάδα, ως γλώσσα που είχε αποκοπεί για αιώνες από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κόσμο. Ο Καππαδόκες Έλληνες ήταν πιο εκτουρκισμένοι γλωσσικά από τους Έλληνες του Πόντου και των περιοχών των δυτικών ακτών της Τουρκίας[61]. Μόλις όμως βρέθηκαν στην Ελλάδα, άρχισαν να χρησιμοποιούν τη νέα ελληνική γλώσσα[67], με αποτέλεσμα η προγονική τους γλώσσα, τα καππαδοκικά ελληνικά, σχεδόν να εκλείψουν. Θεωρήθηκαν εξαλειφθείσα γλώσσα από κάποιους μελετητές για χρόνια. Δηλώθηκαν ξανά ως ζωντανή γλώσσα το 2005, όταν βρέθηκαν απόγονοι Καππαδοκών Ελλήνων που μιλούσαν άπταιστα τη γλώσσα στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα[63]. Σήμερα, ακόμα μιλιούνται κυρίως από λίγους γεροντότερους Καππαδόκες Έλληνες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας μεταξύ των οποίων η Καρδίτσα, Βόλος, Κιλκίς, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Καβάλα και Αλεξανδρούπολη[91]. Κάποιοι Καππαδόκες Έλληνες που μεταστράφηκαν στο Ισλάμ και οι οποίοι δεν ανταλλάχθηκαν το 1923 παραμένοντας στην Τουρκία, ακόμα μιλούν τη γλώσσα, και μάλιστα στον φυσικό της χώρο.

Πολιτισμός

Οι Καππαδόκες Έλληνες ήταν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κόσμο για αιώνες, κάτι που έκανε τον τρόπο ζωής και τον εν γένει πολιτισμό τους κάπως πιο ιδιαίτερο. Η κουλτούρα τους έχει δεχθεί ισχυρές επιρροές από την τοπογραφία των διαφορετικών περιοχών. Στις εμπορικές πόλεις όπως η Καισάρεια και η Μαλακοπή η ανώτατη εκπαίδευση και οι τέχνες άνθισαν υπό την προστασία της κοσμοπολίτικης μέσης τάξης. Η οικονομία της Καππαδοκίας ήταν βασισμένη στο μεγαλύτερο μέρος στη γεωργία και την μεταλλευτική, και τα αγροτικά κέντρα που βρίσκονταν στις πεδιάδες και τα οροπέδια. Οι Καππαδόκες Έλληνες έχουν ιδιαίτερα παραδοσιακά τραγούδια και χορούς τα οποία εκτελούνται ακόμα στην Ελλάδα.

Πρώιμη Καππαδοκική Ελληνική λογοτεχνία

Παιδιά Καππαδόκες Έλληνες με τις παραδοσιακές φορεσιές τους στην Ελλάδα.

Ο Πέρσης ποιητής Ρουμί (1207-1273), του οποίου το όνομα σημαίνει "Ρωμανός", (Ρουμ-ιός>Ρωμιός, από το Σουλτανάτο του Ρουμ, Rum>Rumi) αναφερόμενο στο ότι ζούσε ανάμεσα "Ρωμιούς" Ελληνόφωνους της Καππαδοκίας, έγραψε κάποια ποιήματα στα καππαδοκικά ελληνικά[98][99][100][101]. Αυτοί οι στίχοι είναι μία από τις πρώτες λογοτεχνικές μαρτυρίες τις προφορικής καππαδοκικής καθομιλουμένης.

Σύγχρονη λογοτεχνία

Ο Καππαδόκης Ελληνοαμερικανός μετανάστης και φημισμένος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, Ηλία Καζάν, έγραψε το βιβλίο "Αμέρικα, Αμέρικα" για τον θείο του, που μεγάλωσε στην Καππαδοκία σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων διώξεων. Σταλμένος με τα πόδια από τον πατέρα του όταν ήταν έφηβος στην Κωνσταντινούπολη, ο θείος του Καζάν επρόκειτο να ξεκινήσει εκεί μια καινούρια ζωή, και τελικά να φέρει και την υπόλοιπη οικογένειά του στην Πόλη. Στο τέλος, ο θείος του Καζάν ταξίδεψε πολύ πιο μακριά, στην Αμερική, εκπληρώνοντας αργότερα και το καθήκον του φέρνοντας και την οικογένειά του. Ο Καζάν βάσισε στο βιβλίο αυτό τη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του, Αμέρικα, Αμέρικα, το 1963.

Κουζίνα

Οι Καππαδόκες Έλληνες συνέχισαν μια σειρά από μαγειρικές παραδόσεις προερχόμενες από τα βυζαντινά χρόνια.

Σε αυτές περιλαμβάνεται ο παστουρμάς[102][103][104], μια λιχουδιά που κατά τα βυζαντινά χρόνια λεγόταν "παστόν"[105][106], μαζί με τη χρήση του πανταχού παρόντος στην Κεντρική Ανατολία μαντιμάκ, χορταρικού που μοιάζει με το σπανάκι, για φαγητά όπως η σπανακόπιτα[107].

Αξιόλογοι Καππαδόκες

Δώδεκα αξιόλογοι Καππαδόκες Έλληνες: (πάνω σειρά) Ελία Καζάν, Βασίλειος Στεφανίδης, Παντελής Γεωργιάδης, Ευγένιος της Καισαρείας, Δημοσθένης Δανιηλίδης, Κωνσταντίνος Βαγιάννης (κάτω σειρά) Ιωάννης Πεσμαζόγλου, Παύλος Καρολίδης, Σοφοκλής Αβραάμ Χουδαβερδόγλους-Θεόδοτος, Δημήτριος Μαυροφρύδης, Ιωακείμ Βαλαβάνης, Γεώργιος Γεωργιάδης.

Δείτε επίσης


Παραπομπές

Πηγές

Ελληνόγλωσσες πηγές

Ξενόγλωσσες πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Cappadocian Greeks στο Wikimedia Commons