Ελληνικό αλφάβητο

Το ελληνικό αλφάβητο είναι το αλφαβητικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιείται για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας, από τον 8ο αιώνα π.Χ.[2] Προέρχεται από το φοινικικό αλφάβητο και με τη σειρά του έγινε ο πρόγονος πολυάριθμων συστημάτων γραφής της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανόμενης της λατινικής και της κυριλλικής γραφής. Επιπλέον, χρησιμοποιείται ως πηγή τεχνικών συμβόλων για χρήση σε διάφορες επιστήμες.

Ελληνικό αλφάβητο
ΕίδοςΑλφάβητο
ΓλώσσεςΕλληνική

Επίσημη χρήση:

Χρονική περίοδοςπερ. 800 π.Χ.[1] – σήμερα
ΠροέλευσηΑιγυπτιακά ιερογλυφικά
Παράγωγα συστήματα γραφήςΑρμενικό  · Γλαγολιτικό  · Γοτθικό  · Κοπτικό  · Κυριλλικό  · Λατινικό  · Παλαιοϊταλικό
ISO 15924Grek, 200
ΚατεύθυνσηΑριστερά προς δεξιά
Ψευδώνυμο UnicodeGreek
Εύρος τιμών UnicodeU+0370–U+03FF
U+1F00–U+1FFF

Στην κλασική και σύγχρονη μορφή του, το ελληνικό αλφάβητο διαθέτει 24 γράμματα, ταξινομημένα από το άλφα ως το ωμέγα. Όπως το λατινικό και κυριλλικό αλφάβητο, είχε αρχικά μόνο έναν τύπο για κάθε γράμμα. Η διάκριση κεφαλαίων από μικρά γράμματα αναπτύχθηκε κατά τη νεότερη εποχή[3], κατ' αναλογία με το λατινικό αλφάβητο.

Οι ηχητικές αξίες και οι συμβατικές μεταγραφές ορισμένων γραμμάτων στη Νέα Ελληνική διαφέρουν από εκείνες της Αρχαίας Ελληνικής, λόγω των ενδιάμεσων φωνολογικών αλλαγών.

Στην παραδοσιακή πολυτονική ορθογραφία, τα γράμματα των φωνηέντων μπορεί να συνδυάζονται με διάφορα διακριτικά σημεία, όπως τόνους, πνεύματα, την κορωνίδα και την υπογεγραμμένη. Από τη δεκαετία του 1980, και για όλες τις συνήθεις εφαρμογές, αυτό το σύστημα έχει απλοποιηθεί στο λεγόμενο μονοτονικό.

Ιστορία

Προέλευση

Φοινικικό και αρχαίο ελληνικό αλφάβητο
ΦοινικικόΕλληνικό
άλεφ/[ʔ]/ Αάλφα/[a]/, /[a]ː/
μπετ/[b]/ Ββήτα/[b]/
γκίμελ/[ɡ]/ Γγάμμα/[ɡ]/
ντάλετ/[d]/ Δδέλτα/[d]/
χε/[h]/ Εέψιλον/[e]/, /[e]ː/[4]
βάου/[w]/ Ϝ(δίγαμμα)/[w]/
ζαΐν/[z]/ Ζζήτα[zd](;)
χετ/[ħ]/ Ηήτα/[h]/, /[ɛ]ː/
τετ/[t]ˤ/ Θθήτα/[t]ʰ/
γιοντ/[j]/ Ιγιώτα/[i]/, /[i]ː/
καφ/[k]/ Κκάππα/[k]/
λαμέντ/[l]/ Λλάμβδα/[l]/
μεμ/[m]/ Μμι/[m]/
νουν/[n]/ Ννι/[n]/
σαμέκ/[s]/ Ξξι/ks/
αγίν/[ʕ]/ Οόμικρον/[o]/, /[o]ː/[4]
πε/[p]/ Ππι/[p]/
τσάντε/[s]ˤ/ Ϻ(σαν)/[s]/
κοφ/[q]/ Ϙ(κόππα)/[k]/
ρες/[r]/ Ρρο/[r]/
σιν/[ʃ]/ Σσίγμα/[s]/
τάου/[t]/ Τταυ/[t]/
(βάου)/[w]/ Υύψιλον/[u]/, /[u]ː/
Φφι/[p]ʰ/
Χχι/[k]ʰ/
Ψψι/ps/
Ωωμέγα/[ɔ]ː/
Αρχαίο ελληνικό αλφαβητάριο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα

Για το πότε ακριβώς, σε ποιο μέρος και με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε το ελληνικό αλφάβητο υπήρξαν πολλές απόψεις. Θεωρείται όμως αναμφισβήτητο πως πρότυπό του ήταν κάποια πρώιμη σημιτική γραφή, ενώ την ακριβή προέλευσή του άλλοι την αποδίδουν στο φοινικικό αλφάβητο[5] και άλλοι βλέπουν και επίδραση της πρωτο-χαναανιτικής γραφής.[6] Η επικρατέστερη πάντως ερμηνεία θεωρεί πως πρότυπο υπήρξε το φοινικικό αλφάβητο, το οποίο πρέπει να γνώρισαν οι Έλληνες καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο.[7][8][9][10][11][12][13][14][15][16][17][18]

Κυριότερο επιβεβαιωτικό στοιχείο αυτής της άποψης θεωρείται το ότι τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου φέρονται να διατήρησαν τα φοινικικά τους ονόματα, αν και τα ονόματα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα στα ελληνικά. Αντιθέτως, στα φοινικικά κάθε γράμμα ήταν ονομασμένο κατά μια λέξη που ξεκινούσε με αυτό (aleph=βόδι, beth=σπίτι, gimel=καμήλα κ.λπ.). Γι' αυτό το λόγο και τα ονόματα των γραμμάτων παρέμειναν άκλιτα στα ελληνικά.[19][20] Ωστόσο, τα ονόματα των ελληνικών γραμμάτων είναι γνωστά από πηγές του τέλους του 5ου αιώνα (Πλάτωνος Κρατύλος), ενώ τα ονόματα των σημιτικών γραμμάτων προκύπτουν από πηγές της ελληνιστικής εποχής και μεταγενέστερες. Οι πρώτες συστηματικές αναφορές των ονομάτων των εβραϊκών γραμμάτων εμφανίζονται στο Παλαιστινιακό Ταλμούδ (5ος αι. μ.Χ. ;).[21]

Το 1952, ο ιστορικός Ίγκνας Γκελμπ[22] υποστήριξε ότι το αρχαιοελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιεί μεν φοινικικούς χαρακτήρες αλλά είναι το πρώτο πραγματικό αλφάβητο (δηλ. γράμμα=φθόγγος=ήχος) ενώ το φοινικικό και τα άλλα σημιτικά αλφάβητα που προηγήθηκαν είναι συλλαβάρια (στα συλλαβάρια, κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει συγκεκριμένο συνδυασμό συμφώνου-φωνήεντος, δηλαδή συλλαβή). Η θέση αυτή, στηρίχτηκε στην απουσία φωνηέντων, πλην ειδικών περιπτώσεων, στα σημιτικά αλφάβητα. Ανάλογη άποψη υποστηρίζει και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης ο οποίος αποκαλεί το ελληνικό αλφάβητο «πρώτη πραγματικά αλφαβητική γραφή» και το φοινικικό «οιονεί συλλαβογραφικό»[23] ενώ ο Άρθουρ Έβανς στο έργο του Scripta Minoa υποστηρίζει ότι στα σύμβολα της γραμμικής Α μπορούν να αποδοθούν οι αξίες κάποιων γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου[24]. Οι απόψεις αυτές έχουν δεχτεί έντονη κριτική τα τελευταία χρόνια, ως μη λαμβάνουσες υπόψη την ιδιαιτερότητα των συμφώνων στις σημιτικές γλώσσες, μαζί με άλλα επιχειρήματα.[6][25][26][27] Εκτός αυτού, πέντε αιώνες πριν το ελληνικό αλφάβητο, τρία μακρά και βραχέα φωνήεντα, τα /a, /i, /u υπήρχαν ήδη στο σημιτικό αλφάβητο της Ουγκαρίτ, πράγμα που δείχνει ότι οι Έλληνες απλά βελτίωσαν σημαντικά μια ήδη υπάρχουσα ιδέα.[28]

Μέσα στον 7ο π.Χ. αι. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν ήδη διαμορφώσει και χρησιμοποιούσαν η καθεμιά το δικό της αλφάβητο, με κατά τόπους ιδιομορφίες.

Το ελληνικό αλφάβητο έγινε η βάση για τη δημιουργία του λατινικού αλφαβήτου. Πράγματι, το λατινικό αλφάβητο προέρχεται κυρίως από το ετρουσκικό αλφάβητο το οποίο με τη σειρά του, και σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, βασίστηκε στο ελληνικό.[6]

Η εξέλιξη του αλφαβήτου

Τοπικές αρχαϊκές μορφές

Αρχαϊκή γραφή σε επιτύμβια πλάκα της Θήρας. Δείχνει το "ΚΗ" στη θέση του "Χ", και το "Ϻ" στη θέση του "Σ". Περιέχει τα εξής ονόματα:
ΡΕΚϺΑΝΟΡ" (Ρηξάνωρ),
ΑΡΚΗΑΓΕΤΑϺ (Ἀρχαγέτας),
ΠΡΟΚΛΗϺ (Πρόκλης),
ΚΛΕΑΓΟΡΑϺ (Κλεαγόρας),
ΠΕΡΑΙΕΥϺ (Περαιεύς).
Στην Αθήνα, η φράση "Ἔδοξεν τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ" γραφόταν "ΕΔΟΧΣΕΝ ΤΕΙ ΒΟΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟΙ ΔΕΜΟΙ" πριν την υιοθέτηση του κλασικού Ιωνικού αλφαβήτου το 403 π.Χ.

Το αρχαϊκό ελληνικό αλφάβητο είχε μεγάλη ποικιλία από τοπικές παραλλαγές. Όλα τα επιχώρια αλφάβητα ήταν βασισμένα αρχικά στα 22 γράμματα του φοινικικού αλφαβήτου, με εξαίρεση το γράμμα "σαμέχ", που το αντίστοιχο ελληνικό γράμμα Ξ έλειπε από πολλά. Όλα τα αλφάβητα επίσης περιείχαν το επιπλέον γράμμα Υ, που δήλωνε τα φωνήεντα /u, uː/.[29]

Μια βασική διαίρεση σε τέσσερις τύπους επιχωρίων αλφαβήτων γίνεται στη σημερινή φιλολογία με το κριτήριο του πώς γράφονταν τα άηχα δασέα /pʰ, tʰ, kʰ/ καθώς και τα συμπλέγματα /ps, ks/ (δηλαδή οι φθόγγοι που στην κλασική ορθογραφία συναντώνται σαν "Φ, Θ, Χ, Ψ, Ξ").[30] Κατά παράδοση, οι τέσσερις τύποι αυτοί αναφέρονται και ως "πράσινα", "κόκκινα", "ανοιχτό μπλε" και "σκούρο μπλε" αλφάβητα, ορολογία που προέρχεται από το χρωμάτισμα ενός χάρτη που συμπεριέλαβε ο Άντολφ Κίρχοφ σε βιβλίο του το 1867, και με το οποίο πρώτος εισήγαγε τη διαίρεση αυτή.[31]

Κατά τον Κίρχοφ, τα "πράσινα" ή νότια αλφάβητα είναι αυτά που συναντώνται στην Κρήτη και σε μερικά νησιά του νοτίου Αιγαίου, όπως η Θήρα, η Μήλος και η Ανάφη. Είναι τα πιο συντηρητικά αλφάβητα, εφόσον δεν έχουν κανένα επιπλέον γράμμα πέρα από αυτά της φοινικικής για να δηλώνουν τα εν λόγω σύμφωνα. Επομένως, τα δασέα /pʰ, kʰ/ γράφονται απλώς "Π, Κ", ή και "ΠΗ, ΚΗ" (κατά την παλιά αξία του "Η", που δήλωνε τη δάσυνση /h/). Επίσης, τα /ps, ks/ γραφόταν "ΠϺ, KϺ" (με το Ϻ, δηλαδή το γράμμα "σαν", που έμοιαζε μεν με το Μ αλλά δήλωνε τον φθόγγο /s/).

Τα λεγόμενα "κόκκινα" ή δυτικά αλφάβητα είναι αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στη δυτική Πελοπόννησο καθώς και σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, στην Εύβοια και στη Θεσσαλία. Αυτά τα αλφάβητα έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία γιατί Έλληνες από την Αχαΐα και την Εύβοια τα μετέφεραν στις αποικίες τους στην Ιταλία, όπου στη συνέχεια υιοθετήθηκαν ως βάση για τα αλφάβητα των τοπικών ιταλικών γλωσσών και ιδιαίτερα για το Λατινικό αλφάβητο. Επομένως, τα "κόκκινα" αλφάβητα, και ιδιαίτερα αυτό της Ευβοίας, έχουν ήδη κάποιες ομοιότητες με το λατινικό. Αυτά τα αλφάβητα περιέχουν τα καινούρια γράμματα "Χ, Φ, Ψ". Όμως το "Χ" δεν δηλώνει το /kʰ/ όπως στο κλασικό αλφάβητο, αλλά το /ks/, ακριβώς σαν το λατινικό X που προέρχεται από αυτό. Από την άλλη πλευρά, το "Ψ" δεν δηλώνει το /ps/, αλλά το /kʰ/. Το αλφάβητο της Ευβοίας έχει επίσης ιδιαίτερο τύπο του "Γ" που μοιάζει με λατινικό "C", "Λ" που μοιάζει με λατινικό "L", και "Ρ" που μοιάζει με λατινικό "R".[32]

Τα λεγόμενα "μπλε" ή ανατολικά αλφάβητα είναι αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στην Αττική, στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, και στην Ιωνία. Αυτά τα αλφάβητα περιέχουν τα "Φ, Χ" με την ίδια αξία που έχουν και στο κλασικό αλφάβητο, δηλαδή τα /pʰ, kʰ/. Η διαφορά μεταξύ του "ανοιχτού" και του "σκούρου" τύπου είναι στη γραφή των συμπλεγμάτων /ps, ks/. Στο "σκούρο μπλε" αλφάβητο υπάρχουν ήδη και τα γράμματα "Ψ, Ξ", ενώ στο "ανοιχτό μπλε" αλφάβητο λείπουν, και γράφονται "ΠΣ", "ΚΣ" στη θέση τους.[30] Το "ανοιχτό μπλε" αλφάβητο είναι αυτό της Αθήνας πριν το 403 π.Χ.

Ένας ιδιαίτερα σημαντικός τύπος "σκούρου μπλε" αλφαβήτου ήταν αυτό που εξελίχθηκε στις πόλεις της Ιωνίας, όπως η Μίλητος και η Έφεσος. Εδώ έγιναν δυο περαιτέρω αλλαγές: το "Η" έχασε την πρωταρχική του λειτουργία να δηλώνει το σύμφωνο /h/, και αντί γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε για το μακρύ φωνήεν /ɛː/. Επίσης, προστέθηκε το καινούριο γράμμα Ω για να δηλώνει το μακρύ φωνήεν /ɔː/.[33] Έτσι ήταν ολοκληρωμένο το κλασσικό ελληνικό αλφάβητο, όπως στη συνέχεια υιοθετήθηκε και στην Αθήνα και απλώθηκε σε όλο τον ελληνόφωνο κόσμο.

Εξέλιξη των μορφών των γραμμάτων

Έκδοση της Καινής Διαθήκης, του 16ου αι., τυπωμένη με αναγεννησιακούς χαρακτήρες του Κλοντ Γκαραμόν

Όπως και σε άλλα αλφάβητα, συμπεριλαμβανομένου του λατινικού, το ελληνικό αλφάβητο αρχικά διέθετε μια μοναδική μορφή για κάθε γράμμα, μη κάνοντας διάκριση μεταξύ κεφαλαίων και μικρών γραμμάτων. Η τελευταία αυτή διάκριση είναι επινόηση της σύγχρονης εποχής, η οποία άντλησε από διάφορες φάσεις της εξέλιξης των χειρόγραφων μορφών του αλφαβήτου.

Κατά την αρχαιότητα, η παλαιότερη μορφή των γραμμάτων ήταν μεγαλογράμματη. Εκτός όμως από τις όρθιες ευθύγραμμες μορφές (κεφαλαία) μορφές που βρέθηκαν σε λίθινες επιγραφές και στην εγχάρακτη κεραμική, κατά την αρχαιότητα αναπτύχθηκαν και πιο εύκολες μορφές γραφής, προσαρμοσμένες για γράψιμο σε μαλακά υλικά. Τέτοιες μορφές γραφής έχουν διασωθεί κυρίως σε χειρόγραφα από πάπυρο, προερχόμενα από την Αίγυπτο, από την ελληνιστική περίοδο και εξής. Η αρχαία χειρογραφία ανέπτυξε δύο διαφορετικές μορφές γραψίματος:

  • τη στρογγυλόσχημη γραφή, με προσεκτικά σχεδιασμένα, στρογγυλεμένα γράμματα όμοιου μεγέθους, η οποία χρησιμοποιήθηκε για προσεκτικά παραγόμενα λογοτεχνικά και θρησκευτικά χειρόγραφα
  • την επισεσυρμένη γραφή, για καθημερινή χρήση.[34] Οι επισεσυρμένες μορφές πλησίασαν το ύφος των μικρογράμματων μορφών, με επεκτάσεις προς τα πάνω και προς τα κάτω (ουρές), καθώς και με πολλές συνδετικές γραμμές και προσκολλήσεις μεταξύ των γραμμάτων.

Κατά τον 9ο και 10 αιώνα, οι στρογγυλόσχημοι χαρακτήρες αντικαταστάθηκαν από ένα νέο, πιο συμπαγές ύφος γραφής, με μορφές γραμμάτων υιοθετημένες από την παλαιότερη επισεσυρμένη.[34] Πρόκειται για τη μικρογράμματη γραφή η οποία παραμένει ως η κύρια μορφή της χειρόγραφης Ελληνικής έως σήμερα. Κατά την Αναγέννηση, οι Δυτικοί τυπογράφοι υιοθέτησαν τις μικρογράμματες μορφές ως μικρούς χαρακτήρες εκτύπωσης, ενώ καθιέρωσαν ως κεφαλαία τις επιγραφικές μορφές της αρχαιότητας. Η ορθογραφική πρακτική της χρήσης κεφαλαίων για τη διάκριση ονοματεπωνύμων, τοπωνυμίων, τίτλων κλπ αναπτύχθηκε κατ' ακολουθία της Λατινικής και των υπόλοιπων δυτικών γλωσσών.

ΕπιγραφέςΧειρόγραφαΤυπογραφία
αρχαϊκήκλασικήστρογγυλόσχημημικρογράμματημικράκεφαλαία
αΑ
βΒ
γΓ
δΔ
εΕ
ζΖ
ηΗ
θΘ
ιΙ
κΚ
λΛ
μΜ
νΝ
ξΞ
οΟ
πΠ
ρΡ
σςΣ
τΤ
υΥ
φΦ
χΧ
ψΨ
ωΩ

Βασικά σημεία

ΓράμμαΌνομαΠροφορά σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό ΑλφάβητοΑνάλογο
φοινικικό
γράμμα
αρχαίονέοαρχαία[35]νέα[36]
Α αἄλφαάλφα[a] [aː][a] Άλεφ
Β β ϐβῆταβήτα[b][v] Μπετ
Γ γγάμμαγάμμα[g][ʝ] πριν από [e̞], [i], αλλιώς [ɣ] Γκιμέλ
Δ δδέλταδέλτα[d][ð] Ντάλετ
Ε ε ϵἒ ψιλόνέψιλον[e][e̞] Χε
Ζ ζζῆταζήτα[zd] ή [dz][37], αργότερα [zː][z] Ζαΐν
Η ηἦταήτα[ɛː] ([h])[i] Χετ
Θ θθῆταθήτα[tʰ][θ] Τετ
Ι ιἰῶταιώτα[i] [iː][i], [ʝ] Γιοντ
Κ κκάππακάππα[k][c] πριν από [e̞], [i], αλλιώς [k] Καφ
Λ λλάμβδαλάμδα[l][l] Λαμέντ
Μ μμῦμι[m][m] Μεμ
Ν ννῦνι[n][n] Νούν
Ξ ξξῖξι[ks][ks] Σαμέκ
Ο οὄ μικρόνόμικρον[o][o̞] Αγίν
Π ππῖπι[p][p] Πε
Ρ ρῥῶρω[r], [r̥][ɾ] Ρες
Σ σ ςσῖγμασίγμα[s][s] Σιν
Τ τταῦταυ[t][t] Τάου ή Ταῦ
Υ υὖ ψιλόνύψιλον[y] [yː][i] Βάου ή Βαῦ
Φ φφῖφι[pʰ][f]
Χ χχῖχι[kʰ] ([ks])[ç] πριν από [e̞], [i], αλλιώς [x]
Ψ ψψῖψι[ps][ps]
Ω ωὦ μέγαωμέγα[ɔː][o̞]

Άλλα σημεία, απαρχαιωμένα σημεία

ΓράμμαΌνομαΠροφορά[38]
ϛ[39]στίγμα[st]
ȣ[39]ου[u]

Το Ϛ (στίγμα) δεν είναι εν γένει γράμμα του αλφαβήτου, αλλά αντικαταστάτης του Ϝ (βαυ ή δίγαμμα) στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης. Το ȣ έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως στην εκκλησιαστική εικονογραφία και σε τυπωμένα βιβλία έως τον 19ο αι. ενώ σήμερα η χρήση του είναι ανεπίσημη και πολύ περιορισμένη[39].

Οι παρακάτω χαρακτήρες αυτοί καταργήθηκαν σε πρώιμη περίοδο, πριν την κλασική εποχή, ή χρησιμοποιούνταν μόνο σε μη κλασικές τοπικές εκδοχές του αλφαβήτου.

ΓράμμαΌνομαΠροφορά[38]Ανάλογο
φοινικικό
γράμμα
Ϝ[40]βαυ, δίγαμμα[w] Βάου ή Βαῦ
[41]ήτα (δασυνόμενο)[h] Χετ
[42]σαν[s] Τσάντε
Ϙ[43](ϟ)[44]κόππα[k] Κοφ
(ϡ)[45]σαμπί[ss] ([ts])

Άλλες χρήσεις

Τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου χρησιμοποιούνται και στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης. Το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιείται ευρέως ως δεξαμενή συμβόλων για χρήση στις επιστήμες είτε ως διεθνώς καθιερωμένα σύμβολα (π.χ. π=3,14) είτε για κάθε πρόσφορη χρήση. Ιδιαιτέρως, το ελληνικό αλφάβητο είναι πηγή συμβόλων για τα μαθηματικά.

Όπως και το λατινικό αλφάβητο, το ελληνικό χρησιμοποιείται για την αρίθμηση (κυρίως όταν μας ενδιαφέρει η σειρά), π.χ. οι 24 ραψωδίες της Οδύσσειας αριθμούνται με τα μικρά γράμματα του αλφαβήτου, ενώ της Ιλιάδας με τα κεφαλαία. Ιδιαίτερα στην Αστρονομία το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιείται για την αρίθμηση των αστέρων, π.χ. ο άλφα Κενταύρου είναι ο φωτεινότερος αστέρας του αστερισμού του Κενταύρου, ενώ ο ωμέγα είναι ο 24ος σε φωτεινότητα. Μετά το τέλος των ελληνικών γραμμάτων ακολουθούν τα λατινικά και κατόπιν ακολουθούν οι αραβικοί αριθμοί.

Αρχαίοι μύθοι σχετικά με την προέλευση του αλφαβήτου

Ο Αισχύλος αναφέρει ότι αυτός που έδωσε πρώτος τα γράμματα στους ανθρώπους ήταν ο Προμηθέας[46], ενώ ο Ευριπίδης υποστηρίζει ότι ο Παλαμήδης επινόησε το αλφάβητο[47] σε αντίθεση με τον Λουκιανό ο οποίος στη Δίκη συμφώνων προσδίδει στον Παλαμήδη την επινόηση μερικών μόνο από τα γράμματα του αλφαβήτου, ενώ για τα υπόλοιπα αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον Κάδμο και τον Σιμωνίδη[48]. Στον Κάδμο και τους Φοίνικες που ήρθαν μαζί του αναφέρεται και ο Ηρόδοτος, οι οποίοι όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα δίδαξαν τα γράμματα, που, όπως νομίζει, ήταν ως τότε άγνωστα στους Έλληνες[49]Πλούταρχος[50] και ο Διόδωρος Σικελιώτης δίνουν την πατρότητα του αλφαβήτου στις εννέα Μούσες, ενώ ο τελευταίος υποστηρίζει ότι οι Φοίνικες απλά μετέθεσαν τους τύπους των γραμμάτων σ'αυτό που σήμερα αποκαλούμε φοινίκια[51] που στην αρχή και πριν τα γνωρίσουν οι Φοίνικες τα γράμματα αυτά ήδη αποκαλούνταν από τους Έλληνες πελασγικά[52]. Για τον Διόδωρο Σικελιώτη, παρ'όλο που οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι εφευρέτες των γραμμάτων και των επιστημών, είχαν χάσει πλέον κάθε μνήμη των επινοήσεών τους εξαιτίας ενός κατακλυσμού ο οποίος αφάνισε βίαια τον πολιτισμό τους[53]. Ο μαθητής του Αλέξανδρου Πολυίστωρα, Υγίνος, στο έργο του Fabulae σημειώνει ότι οι τρεις Μοίρες δημιούργησαν τα πέντε πρώτα φωνήεντα και τα γράμματα Β και Τ, ενώ ο Παλαμήδης εφηύρε τα υπόλοιπα έντεκα σύμφωνα. Αυτό κατά τον Υγίνο ήταν το Πελασγικό αλφάβητο το οποίο ο Ερμής δίνοντάς του την σημερινή μορφή του θα το μεταφέρει από την Ελλάδα στην Αίγυπτο, ενώ αργότερα ο Κάδμος θα το επαναφέρει πίσω στην Βοιωτία. Τότε, κατά τον Υγίνο, ο Εύανδρος από την Αρκαδία, ο οικιστής του Παλατίνου λόφου στη Ρώμη, θα το εισάγει στην Ιταλία[54].

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Πηγές

  • Cook, B. F. (1987). Greek inscriptions. University of California Press/British Museum. 
  • Coulmas, Florian (1996). The Blackwell Encyclopedia of Writing Systems. Oxford: Blackwell Publishers Ltd. ISBN 0-631-21481-X. 
  • Daniels, Peter T· Bright, William (1996). The World's Writing Systems. Oxford University Press. 
  • Hinge, George (2001). Die Sprache Alkmans: Textgeschichte und Sprachgeschichte (Ph.D.). University of Aarhus. 
  • Holton, David· Mackridge, Peter· Philippaki-Warburton, Irini (1998). Grammatiki tis ellinikis glossas. Athens: Pataki. 
  • Jeffery, Lilian (1961). The local scripts of archaic Greece: a study of the origin of the Greek alphabet and its development from the eighth to the fifth centuries B.C..
  • Swiggers, Pierre (1996). «Transmission of the Phoenician Script to the West». Στο: Daniels; Bright, επιμ. The World's Writing Systems. Oxford: University Press, σσ. 261–270. 
  • Thompson, Edward M (1912). An introduction to Greek and Latin palaeography. Oxford: Clarendon. 
  • Woodard, Roger D. (2008). «Attic Greek». Στο: Woodard, Roger D. The ancient languages of Europe. Cambridge: University Press. σελίδες 14–49. 
  • Χριστίδης, Αναστάσιος (2010). Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα. ISBN 9605033178. 
  • Κακρίδης, Φάνης (2006). Αρχαία ελληνική γραμματολογία. Αθήνα. ISBN 978-960-231-114-1. 
  • Chisholm, Hugh (1911). "Evander", Encyclopædia Britannica (11th ed.). Cambridge University Press. 

Βιβλιογραφία

  • Elsie, Robert (1991). «Albanian Literature in Greek Script: the Eighteenth and Early Nineteenth-Century Orthodox Tradition in Albanian Writing». Byzantine and Modern Greek Studies 15 (20). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-04-28. https://web.archive.org/web/20200428032127/http://www.elsie.de/pdf/articles/A1991AlbLitGreek.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-09-18. 
  • Horrocks, Geoffrey (2006). Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της. Αθήνα: Εστία.  [μετ. στα Ελληνικά του Greek: a history of the language and its speakers, Λονδίνο 1997]
  • Johnston, A. W. (2003). «The alphabet». Στο: Stampolidis, N.; Karageorghis, V, επιμ. Sea Routes from Sidon to Huelva: Interconnections in the Mediterranean 16th – 6th c. B.C.. Athens: Museum of Cycladic Art, σσ. 263–276. 
  • Kristophson, Jürgen (1974). «Das Lexicon Tetraglosson des Daniil Moschopolitis». Zeitschrift für Balkanologie 10: 4–128. 
  • Liddell, Henry G· Scott, Robert (1940). A Greek-English Lexicon. Oxford: Clarendon. 
  • Macrakis, Stavros M (1996). «Character codes for Greek: Problems and modern solutions». Στο: Macrakis, Michael. Greek letters: from tablets to pixels. Newcastle: Oak Knoll Press. σελ. 265. 
  • Mazon, André· Vaillant, André (1938). L'Evangéliaire de Kulakia, un parler slave de Bas-Vardar. Bibliothèque d'études balkaniques. 6. Paris: Librairie Droz.  – selections from the Gospels in Macedonian.
  • Miletich, L. (1920). «Dva bŭlgarski ru̐kopisa s grŭtsko pismo». Bŭlgarski starini 6. 
  • Murdoch, Brian (2004). «Gothic». Στο: Brian Murdoch· Malcolm Read. Early Germanic literature and culture. Woodbridge: Camden House. σελίδες 149–170. 
  • Peyfuss, Max Demeter (1989). Die Druckerei von Moschopolis, 1731–1769: Buchdruck und Heiligenverehrung in Erzbistum Achrida. Wiener Archiv für Geschichte des Slawentums und Osteuropas. 13. Böhlau Verlag. 
  • Sims-Williams, Nicholas (1997). «New Findings in Ancient Afghanistan – the Bactrian documents discovered from the Northern Hindu-Kush». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2022. 
  • Stevenson, Jane (2007). «Translation and the spread of the Greek and Latin alphabets in Late Antiquity». Στο: Harald Kittel· και άλλοι. Translation: an international encyclopedia of translation studies. 2. Berlin: de Gruyter. σελίδες 1157–1159.