Θειαμίνη

χημική ένωση

Η θειαμίνη, γνωστή και ως βιταμίνη Β1, είναι υδατοδιαλυτή βιταμίνη η οποία βρίσκεται στο φαγητό και επίσης ως συμπλήρωμα διατροφής ή φάρμακο.[1][2] Τρόφιμα με θειαμίνη περιλαμβάνουν τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα όσπρια και κάποια κρέατα και ψάρια.[1] Η επεξεργασία των σπόρων αφαιρεί μεγάλο τμήμα του περιεχομένου τους σε θειαμίνη, οπότε σε πολλές χώρες τα δημητριακά και το αλεύρι εμπλουτίζονται με θειαμίνη.[1][3] Συμπληρώματα και φάρμακα θειαμίνης είναι διαθέσιμα για τη θεραπεία και πρόληψη της έλλειψης θειαμίνης και των διαταραχών που οφείλονται σε αυτή, όπως το μπέρι μπέρι και η εγκεφαλοπάθεια Βέρνικε.[4] Άλλες χρήσεις περιλαμβάνουν τη θεραπεία της νόσου ούρων δίκην σιροπιού σφενδάμου και του συνδρόμου Leigh. Συνήθως λαμβάνεται από το στόμα, αλλά μπορεί να δοθεί ενδοφλέβια ή με ενδομυϊκή ένεση.[4][5]

Η χημική δομή της θειαμίνης

Τα συμπληρώματα θειαμίνης είναι καλά ανεκτά.[6] Οι αλλεργικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας, μπορεί να προκληθούν από επαναλαμβανόμενες δόσεις που χορηγούνται με ένεση.[4][6] Η θειαμίνη ανήκει στην οικογένεια Β. Είναι απαραίτητο θρεπτικό συστατικό το οποίο δεν μπορεί να συντεθεί στο σώμα. Η θειαμίνη απαιτείται στον μεταβολισμό της γλυκόζης, των αμινοξέων και των λιπιδίων.[1]

Η θειαμίνη ανακαλύφθηκε το 1897 από τον Κρίστιαν Άικμαν, ο οποίος αντιλήφθηκε ότι το μπέρι μπέρι προκαλείται από τη διατροφή, και ήταν η πρώτη βιταμίνη που απομονώθηκε το 1926 και η πρώτη που παρασκευάστηκε το 1936.[7] Ανήκει στον κατάλογο των βασικών φαρμάκων του Π.Ο.Υ.[8]

Παραπομπές