Κρητική διάλεκτος

διάλεκτος της νέας ελληνικής γλώσσας

Η κρητική διάλεκτος είναι μία διάλεκτος της νέας ελληνικής που ομιλείται κυρίως στην Κρήτη και από την κρητική διασπορά.

Κρητική διάλεκτος
ΠεριοχήΚρήτη, Μοσχονήσια, περιοχές των παραλίων της Μικράς Ασίας, Χαμιδιέ Συρίας
ΤαξινόμησηΙνδοευρωπαϊκές
Linguasphere56-AAA-ag[1]
Glottologcret1244[2]
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Κατά τον ύστερο μεσαίωνα η διάλεκτος του νησιού εξελίχθηκε σε λόγια γλώσσα[3], και εκφράστηκε μέσα από την ποίηση του Κορνάρου, του Χορτάτση, και άλλων, καθώς και από το κρητικό θέατρο και τα λαϊκά τετράστιχα -μαντινάδες- των οποίων η θεματολογία μπορεί να είναι από σκωπτική έως φιλοσοφική. Κατά τον Αντρέ Μιραμπέλ την περίοδο της αναγέννησης στην Κρήτη δημιουργήθηκε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νέα ελληνική κοινή χρωστάει πολλά.[4] Σήμερα η κρητική διάλεκτος δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση, όπως συχνά συμβαίνει σε μειονοτικές διαλέκτους που δεν διδάσκονται, καθώς σε πολλά μέρη του νησιού αποτελεί τη μόνη προφορική γλώσσα. Η κρητική διάλεκτος ομιλείται εκτός από την Κρήτη, στο χωριό Χαμιντιέ της Συρίας και στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι Κρητικοί το 1923.Από το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2019-2020 η κρητική διάλεκτος διδάσκεται στο παιδαγωγικό τμήμα του πανεπιστημίου Κρήτης.[5]

Μαρτυρίες για την Κρητική διαλέκτο τον 19ο αιώνα

Ο Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ πραγματοποίησε εκτενή έρευνα για τις ομιλούμενες διαλέκτους στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα. Μεταξύ των διαλέκτων που ερευνήθηκαν ήταν η Κωνσταντινουπολίτικη, η Αττική, η Κυπριακή, η Τσακώνικη και άλλες, καθώς και μη ελληνικές. Η έρευνα δημοσιεύτηκε το 1814 στο βιβλίο του Researches in Greece, όπου στις σελίδες 64-65 αναφέρει τα παρακάτω για την Κρητική διάλεκτο:

«Η Κρητική διάλεκτος φαίνεται να έχει υιοθετήσει πολύ λιγότερες μορφές και φράσεις από την Ιταλική, από ότι ίσως αναμενόταν, δεδομένης της μακράς σχέσης της Κρήτης με τη Βενετία. Με εξαίρεση κάποιες λέξεις της επαρχίας, κατά τα άλλα φαίνεται να είναι γνήσια Ελληνική, (χρησιμοποιεί τον όρο Hellenic με την έννοια της αρχαίας Ελληνικής, όχι τον όρο Greek) σε κατάσταση εκτεταμένης φθοράς, ή πιο σωστά θα μπορούσε να πει κανείς οτι έχει εξελιχθεί σε μια συστηματοποιημένη σύγχρονη γλώσσα. Φέρει την ίδια σχέση με την αρχαία Ελληνική, με τη σχέση που φέρει η Ιταλική με τα Λατινικά, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη Ελληνική διάλεκτο.»[6]

Ο Robert Pashley απόφοιτος του πανεπιστήμιου Cambridge στις κλασικές σπουδές, στα πλαίσια των μελετών του στην ανατολική Μεσόγειο (1833-1834) για το πανεπιστήμιο, δημοσίευσε το 1837 το βιβλίο Travels in Crete όπου στις σελίδες 191-192 του δεύτερου τόμου αναφέρει τα παρακάτω για την Κρητική διάλεκτο:

«Η συχνή αντικατάσταση του λ με ρ και η διαμόρφωση με ξ του μεγαλύτερου αριθμού των αορίστων από οποιαδήποτε άλλη περιοχή (βλεπε: χαρακτηριστικά σε σχέση με τη νέα ελληνική, αυτού του λήμματος), είναι από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά, αφού καταφανέστατα προέρχονται από την αρχαία γλώσσα του νησιού. Και αυτή είναι ίσως η μοναδική περιοχή κατοικούμενη από Έλληνες, όπου τέτοια ξεκάθαρα ευρήματα της αρχαίας διαλέκτου είναι εμφανή.»[7]

Χαρακτηριστικά σε σχέση με τη νέα Ελληνική

  • Στην κρητική διάλεκτο οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μπορούν να μπαίνουν πριν και μετά το ρήμα σχεδόν σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε αντίθεση με τη νέα ελληνική και την καθαρεύουσα, παραδείγματα: κατέχω το, ξανοίγω σε, μανίζω ντως, γροικώ ντου, ετά το χτύπα, επαέ τα θέσε κτλ. Το χαρακτηριστικό αυτό ευνοεί τις ομοιοκαταληξίες στους στίχους καθώς επιτρέπει δυο εκδοχές διατηρώντας το ίδιο νόημα. Επίσης η θέση των αντωνυμιών επηρεάζει το μέτρο και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος των στίχων.

    «κι’ α τσ’ άκουσες και ξέυρης τση, πολλά παρακαλώ σε,
    γή θάνατο πρικότατο, γή άλλη βουλή μου δώσε.»

    — Ερωφίλη (Β 31,32)
  • Στο Γ πρόσωπο της γενικής του πληθυντικού έχουμε τον δωρικό τύπο τως[8] και για τα τρία γένη, αντί του τους της δημοτικής: πες τως, πέψε ντως, τως έπεψα κτλ.

    «πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·»

    — Ερωτόκριτος (Α 531)
  • Ο τύπος τως χρησιμοποιείται επίσης και ως κτητική αντωνυμία στο Γ΄ πρόσωπο του πληθυντικού και για τα τρία γένη: τα πράματα ντως, οι άθρωποι ντως, ο εδικός τως κτλ.

    «Πολύ σκοτίδι ήτονε, και μόνο τω' σπαθιώ' ντως
    τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπό ντως.»

    — Ερωτόκριτος (Α 605, 606)
  • Η χρήση της αρχαίας πρόθεσης εις είναι χαρακτηριστική στην κρητική διάλεκτο,

    «που εις καλοσύνη κ' εις αντρειά ποθές δεν έχει ταίρι.»

    — Ερωτόκριτος (Β 1700)
  • Η πρόθεση εις χρησιμοποιείται επίσης μαζί με τα οριστικά άρθρα, έτσι αντί για τους τύπους (στου, στης, στον, στη(ν), στο, στων, στους, στις) της δημοτικής, έχουμε τους παλαιούς (εις του, εις τση, εις τον, εις τη(ν), εις το, εις των, εις τσι)

    «και κάνει αρχή εις την κορφή και τέλος εις τον πάτο.»

    — Ερωτόκριτος (Α 1560)
  • Ο αόριστος των ρημάτων καταλήγει με τον δωριζμό –ξα[8] αντί του -σα της νέας ελληνικής και της καθαρεύουσας, για παράδειγμα: εζύγωξα, εστέγνωξα, εστέργιωξα.

    «Μα εβούηθησε το Ριζικό, τ' ’στρη μ' ελυπηθήκαν,
    κ' εσκότωξα, κ' εζύγωξα, κι αλάβωτο μ' αφήκαν.»

    — Ερωτόκριτος (Ε 890)
  • Πολύ συχνά στην κρητική διάλεκτο η παρελθοντική αύξηση του αορίστου και του παρατατικού διαμορφώνεται με ή- εκεί που στη δημοτική και άλλες τοπικές διαλέκτους διαμορφώνεται με ε-. Στον Ερωτόκριτο υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα: ήλεγε, ήβρεχε, ήβραζε, ήσφαλε, ήσφιξε, ήβανε, ήσυρε, ήβγαλε, ήκλαιγε, ήμελλε, ήκαμε, ήτρεξε, ήδωκε[9] κτλ. Επίσης το ή- συχνά αντικαθιστά το αρχικό φωνήεν α-: ήφηκα[10], ήρχιξα, ήκουσα[11] κτλ. Σπανιότερα το αρχικό φωνήεν α- αντικαθίσταται με ε-, για παράδειγμα: εγόρασα.

    «Κι οληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά ήρεσέ τση»

    — Ερωτόκριτος (Α 423)
  • Ενώ όταν η αύξηση δεν είναι απαραίτητη, τότε στην κρητική διάλεκτο προστίθεται το φωνήεν ε-: εκάτεχα, εθώρουνα, επόδωκα[12], εγιάγυρα, εμόλαρα. Στην Ανατολική Κρήτη, όταν η αύξηση τονίζεται, μετατρέπεται σε ή-: ηύρηκα, ήφερα, ήκουσα.[13]

    « Με τη ζωή σου είχα ζωή, και με το φως σου εθώρου'»

    — Ερωτόκριτος (Ε 985)
  • Η κρητική διάλεκτος όντας φυσικά διαμορφωμένη, δεν επιτρέπει χασμωδίες, για παράδειγμα: τρώγω αντί του τρώω, λέγω αντί του λέω, κρυγιώνω αντί του κρυώνω, ρυγιάκι αντί του ρυάκι, τα χωργιά αντί του χωριά κτλ. Σε κάποιες περιπτώσεις αντί να προστίθεται σύμφωνο, η χασμωδία αποφεύγεται απαλείφοντας ένα φωνήεν, για παράδειγμα: βαρά[14] αντί του βαριά, μερά[15] αντί του μεριά. γρά[16] αντί του γριά.
  • Σε αντίθεση με τη νέα ελληνική, στα κρητικά παίρνουν τελικό ''νι'' άρθρα αντωνυμίες και επιρρήματα μόνο όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από φωνήεν, ανεξάρτητα από το γένος και το είδους της. Για παράδειγμα Πληθυντικός: των ανθρώπω, όλω τω χωργιώ. Όταν ακολουθεί αρσενικό: το δάσκαλο, τον αδερφό. Άκλιτα: δε θέλω, δεν αλλάζω, μη μιλείς, μη γροικάς, μην εργάς. Το επίρρημα-σύνδεσμος σαν: σα κουτέντα, σαν οψάργας,

Λέξεις της Κρητικής διαλέκτου

Μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της κρητικής διαλέκτου είναι κοινό με τη δημοτική - νέα ελληνική, παρακάτω είναι ορισμένες λέξεις της κρητικής διαλέκτου που δεν υπάρχουν στη σύγχρονη νέα ελληνική, (ενδεχομένως όμως κάποιες από αυτές να υπάρχουν σε άλλες ελληνικές διαλέκτους), κάποιες λέξεις που υπάρχουν στη νέα ελληνική όμως έχουν διαφορετική σημασία, για παράδειγμα: βλέπω, το επίρρημα πολλά, κεντώ, παίζω κτλ. Καθώς και κάποιες λέξεις που ενσωματώθηκαν στη νέα Ελληνική μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους με το ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα, για παράδειγμα: πέμπω (εκπέμπω κτλ), κατέχω, αίγα, μήδε, θέτω, σφάλλω (σφάλμα) κτλ.

  • Στη στήλη 'προέλευση' αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες ρίζες των λέξεων και όχι η πορεία και η εξέλιξη τους. Πρόκειται απλώς για μια ενδεικτική προέλευση των λέξεων. Κάποιες από τις παρακάτω λέξεις δεν έχουν ενδιάμεσους τύπους.
ΚρητικάΜΤΛΠροέλευσηΝεα Ελληνικά
θωρώ[17]ρήμααρχαία θεωρῶβλέπω
ξανοίγω[18]ρήμααρχαία ἐξανοίγωκοιτάω με προσοχή, ατενίζω
βλέπω[19]ρήμααρχαία βλέπωπροσέχω, έχω το νου μου
τίνος[20]αντωναρχαία τίνοςποιου (μονο γενική)
επά, επαέεπίρρμεσαιωνική Κρητικήεδώ
ετάεπίρρμεσαιωνική Κρητικήεκεί, στο σημείο που βρίσκεσαι
εκειέεπίρρμεσαιωνική Κρητικήεκεί, σε σημείο διαφορετικό από το σημείο που βρίσκεσαι
εκειάεπίρρμεσαιωνική Κρητικήεκεί (γενικά)
γιάερήμαμεσαιωνική Κρητικήκοιτά εδώ, προσεξε (μονο προστακτική)
ιδέρήμααρχαία ἰδέ προστ. του ὁράωκοίτα
γρικώ[21]ρήμαμεσαιωνική Κρητικήακούω
κατέχω[22]ρήμααρχαία κατέχωξέρω
πέμπω[23][24]ρήμααρχαία πέμπωστέλνω
ποδίδω[25]ρήμααρχαία ἀποδίδωμι[26]καταντώ (παραδίδω)
μπώθω[27]ρήμααρχαία ἀπωθῶσπρώχνω
κάτηςουσιαΛατινική cattusγάτα
αμανίτηςουσιααρχαία ἀμανίτηςμανιτάρι
αρισμαρίουσιαΛατινική rosmarinusδενδρολίβανο
αροδαμόςουσιααρχαία οροδαμνός[28]νέος βλαστός
χοχλιόςουσιααρχαία κοχλίαςσαλιγκάρι
όρνιθα[29]ουσιααρχαία ὄρνις[30]κότα
αίγαουσιααρχαία αἶγα[31]κατσίκα
ρίφιουσιααρχαία ἐρίφιοννεαρή κατσίκα
όφις[32]ουσιααρχαία ὄφιςφίδι
ίντααντωνμεσαιωνική Κρητικήτί
γιάιντασύνδεμεσαιωνική Κρητικήγιατί
μανίζω[33]ρήμααρχαία αόρ. ἐμάνησαν του μαίνομαι[34]θυμώνω
αμάχη[35]ουσιαμεσαιωνική Κρητικήέχθρα
ήτονε, ήτο[36][37]ρήμαμεσαιωνικό ἦτοήταν
όντε[38][39]σύνδεΜυκηναϊκή ὅτε[40][41][42][8][43]όταν
ωσά, ωσάν[44]σύνδεαρχαία ὡς ἄνσαν
είς[45][46]άρθροαρχαία εἷςένας
μιλιούνιαουσιαΛατινική miliaχιλιάδες
κουτένταουσιαμεσαιωνική Κρητικήκολακείες
συβάζω[47]ρήμααρχαία συμβιβάζω[48]πείθω, φέρνω σε συμβιβασμό
αμνόγω[49][50]ρήμααρχαία ὀμνύω[51]ορκίζομαι
αθιβολώ[52]ρήμαμεσαιωνική Κρητικήκουβεντιάζω
ανιστορούμαι[53]ρήμααρχαία ἱστορῶθυμούμαι, διηγούμαι
σφάλλω[54]ρήμααρχαία σφάλλωκάνω λάθος
σαφίεπίρρΤουρκική safiμόνο, διαρκώς, πάντοτε
μπελίεπίθεΤουρκική belliπροφανές, φανερό
σκιάς[55]επίρρμεσαιωνική Κρητικήτουλάχιστον
απής[56]σύνδεμεσαιωνική Κρητικήαφού, μετά
μήδε[57]σύνδεΔωρική μήδε[58]ούτε
ουδέ[59]σύνδεΔωρική οὐδὲ[60]ούτε
ξά, έξα[61]ουσιααρχαία ἐξουσίαδικαίωμα, ευθύνη
βεντέμαουσιαΕνετική vendemmaσυγκομιδή
μαντινιάδαουσιαΕνετική mantinadaέμμετρο τετράστιχο
εδά[62]επίρρμεσαιωνική Κρητικήτώρα
ντελόγοεπίρρμεσαιωνική Κρητικήαμέσως
ντρέταεπίρρΛατινική directaίσια, ευθεία, μεταφορικά τίμια
ταχιά[63]επίρραρχαία ταχέααύριο πρωί
οψάργαςεπίρρμεσαιωνική Κρητικήχθες βράδυ
πώδε[64]επίρραρχαία ὧδε < ὡς + δέπρος τα εδώ, από αυτή τη μεριά
πολλὰ[65][66]επίρρΔωρική πολλὰ[67]πολύ
σιμά[68]επίρραρχαία σιμόςκοντά
αλάργoεπίρρΛατινική largusμακριά
ποθές[69]επίρρμεσαιωνική Κρητικήπουθενά
δροσάαντωνμεσαιωνική Κρητικήτίποτα
θέτω[70][71]ρήμααρχαία τίθημι[72][41][42]ξαπλώνω, βάζω, ρίχνω
κλίνη[73]ουσιααρχαία κλίνηκρεβάτι
πέζαουσιααρχαία πέζα[74]επίπεδο μέρος στη μέση γκρεμού
λέσκα[75]ουσιαμεσαιωνική Κρητικήχαράδρα
χάρακας[76][77]ουσιααρχαία χάραξβράχος
μαδάρα[78]ουσιααρχαία μαδαρόςβουνό χωρίς βλάστηση
νέφαλo[46][39]ουσιααρχαία νέφος[79]σύννεφο
μαδώρήμααρχαία μαδαρόςαποψιλώνω
εργώρήμααρχαία ῥιγῶκρυώνω
σαλεύω[80]ρήμααρχαία σαλεύωκινούμαι
αγλακώ[81]ρήμαμεσαιωνική Κρητικήτρέχω
κεντώ[82]ρήμαμεσαιωνική Κρητικήπαίρνω φωτιά, καίω
άθος[83][84]ουσιααρχαία αίθος[85]στάχτη
απύρι[86]ουσιααρχαία ἄπυρον θεῖον[87]θειάφι
αλισάχνηουσιααρχαία αλός άχνην[88][89]κρούστα αλατιού στους θύλακες των βράχων, πολύ αλμυρό
δράκαουσιααρχαία δράττομαιχούφτα, πολύ μικρή ποσότητα
παίζωρήμααρχαία παίωκτυπώ
ξεβγάνω[90]ρήμαμεσαιωνική Κρητικήσκοτώνω
απολλυμάρι[91]ουσιααρχαία απόλλυμιπτώμα, κουφάρι (προσβλητικό)
ξόδι[92]ουσιααρχαία ἐξόδιονκηδεία
ξενικόςεπίθεαρχαία ξενικόςο ξένος, από ξένη γη
αλαργινόςεπίθεΛατινική largusμακρινός
αλαργεύωρήμαΛατινική largusαπομακρύνομαι
σιμώνω[93]ρήμααρχαία σιμός + ώνωπλησιάζω, κοντεύω
πορίζωρήμααρχαία πορεία+ίζωβγαίνω έξω
γιαγέρνω[94]ρήμαμεσαιωνική Κρητικήεπιστρέφω
μολάρω - έρνωρήμαΕνετική molarφεύγω
μολαριτόςμετοχΕνετική molarλυμένος (από δεσμά)
πάντης[95]σύνδεμεσαιωνική Κρητικήμήπως
θο, όθεπρόθεαρχαία όθεν[96]προς
αμάλαγος[50]επίθεαρχαία αμάλακτοςαγνός, άθικτος, ανέπαφος
μολεύωρήμαμεσαιωνική Κρητικήατιμάζω, μολύνω
ξεκρίνωρήμααρχαία ξε-κρίνωξεχωρίζω

Παραπομπές

Πηγές

  • Κορνάρος, Βιτσέντζος (1590-1610), Ερωτόκριτος 
  • Χορτάτσης, Γεώργιος (1595), Ερωφίλη 
  • Μπεργαδής (1519), Απόκοπος 
  • Ξανθινάκης, Αντώνιος (2009). Λεξικό ερμηνευτικό & ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Δ έκδοση. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 

Διαβάστε επίσης

  • Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (2001). Κρητολογικά μελετήματα: Γλώσσα, λογοτεχνία, πολιτισμός. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 
  • Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. (2006). Γλωσσικός άτλας της Κρήτης: Γενική εισαγωγή και διαλεκτολογικοί χάρτες. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

🔥 Top keywords: Πύλη:ΚύριαFacebookΜαρίνα ΨάλτηΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς ΛιγκΕιδικό:ΑναζήτησηΘάλασσα των ΣαργασσώνΓιάννης ΦέρτηςΝίκος ΠαπάζογλουΣύνδρομο ΤέρνερΡεάλ ΜαδρίτηςΦρέντι ΜπελέρηςΕλεονώρα ΜελέτηΚάρλο ΑντσελότιΜάντσεστερ ΣίτιΟλυμπιακή ΦλόγαΙράνΠρώτο ΘέμαΔημήτρης ΜητροπάνοςΜαρία ΚάλλαςΜαρίνα ΣάττιYouTubeΠεπ ΓκουαρδιόλαΝτουμπάιΜπάγερν ΜονάχουΙσραήλΘερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 2024Βραβείο Νόμπελ ΕιρήνηςΞένια ΚαλογεροπούλουΠύρρος ΔήμαςΕλλάδαΓιώργος ΜπαρτζώκαςΑντρίι ΛούνινΟλυμπιακοί ΑγώνεςΜΑΒΗ (παραστρατιωτική οργάνωση)Τζουντ ΜπέλινγκχαμΤαυρίνηΦώτης ΙωαννίδηςΣτανοζολόληΆγιος Ιάκωβος Τσαλίκης