Ολλανδική ασθένεια

Η Ολλανδική ασθένεια (αγγλ. Dutch disease), στα οικονομικά, είναι η αιτιώδης σχέση μεταξύ της αύξησης της οικονομικής ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου τομέα (λ.χ. φυσικών πόρων) και της μείωσης σε άλλους τομείς, π.χ. μεταποιητικός τομέας ή γεωργία.

Ο υποτιθέμενος μηχανισμός είναι ότι καθώς τα έσοδα αυξάνονται στον αναπτυσσόμενο τομέα (ή οι εισροές ξένων ενισχύσεων), το νόμισμα του συγκεκριμένου κράτους γίνεται ισχυρότερο (ανατιμάται) σε σύγκριση με τα νομίσματα άλλων κρατών (εκδηλώνεται σε συναλλαγματική ισοτιμία). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι λοιπές εξαγωγές του κράτους αυτού να γίνουν κατά πολύ ακριβότερες για τις υπόλοιπες χώρες και οι εισαγωγές να γίνουν φθηνότερες, καθιστώντας αυτούς τους τομείς λιγότερο ανταγωνιστικούς. Μολονότι αναφέρεται συχνότερα στην ανακάλυψη φυσικών πόρων, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε "οποιαδήποτε εξέλιξη που οδηγεί σε μεγάλη εισροή ξένου νομίσματος, συμπεριλαμβανομένης της απότομης αύξησης των τιμών των φυσικών πόρων, της ξένης βοήθειας και των άμεσων ξένων επενδύσεων".[1]

Ο όρος επινοήθηκε το 1977 από το περιοδικό The Economist, για να περιγράψει την παρακμή του μεταποιητικού τομέα στην Ολλανδία μετά την ανακάλυψη του μεγάλου κοιτάσματος φυσικού αερίου του Γκρόνινγκεν, το 1959.[2]

Παραπομπές

Διαβάστε επίσης