Πίεση αίματος

Πίεση αίματος είναι η πίεση του αίματος που κυκλοφορεί στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων.

Αρτηριακή πίεση αναφερόμενη και ως Πίεση αίματος είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών. Η πίεση αυτή οφείλεται στο έργο που παράγει η καρδιά (συστολή, διαστολή) αντλώντας αίμα μέσω του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο όρος αρτηριακή πίεση χωρίς παραπέρα εξειδίκευση αναφέρεται συνήθως στην πίεση σε μεγάλες αρτηρίες της συστηματικής κυκλοφορίας. Η πίεση του αίματος εκφράζεται συνήθως με όρους της συστολικής πίεσης (μέγιστη κατά τη διάρκεια ενός καρδιακού κτύπου) και της διαστολικής πίεσης (ελάχιστη μεταξύ δύο καρδιακών κτύπων) και μετράται σε χιλιοστά υδραργύρου (mmHg), πάνω από την περιβάλλουσα ατμοσφαιρική πίεση.

Πίεση αίματος
Ιατρική διάγνωση

Μέτρηση πίεσης αίματος με σφυγμομανόμετρο
MedlinePlus 007490
MeshID D001795
LOINC 35094-2

Η πίεση του αίματος είναι ένα από τα ζωτικά σημεία, μαζί με τον αναπνευστικό ρυθμό, τον καρδιακό ρυθμό, τον κορεσμό οξυγόνου και τη σωματική θερμοκρασία. Η κανονική πίεση αίματος σε ηρεμία είναι για ενηλίκους περίπου 120mmHg ή 16kPa η συστολική και 80mmHg ή 11kPa η διαστολική, που συντομεύεται σε "120/80 mmHg". Γενικά, η μέση πίεση του αίματος, προτυποποιημένη με την ηλικία, έχει μείνει περίπου η ίδια από το 1975 μέχρι σήμερα, περίπου 127/79 mmHg στους άνδρες και 122/77 mmHg στις γυναίκες.[1]

Παραδοσιακά, η πίεση του αίματος μετράται μη επεμβατικά με τη χρήση ακρόασης με τη χρήση σφυγμομανομέτρου υδραργυρικού σωλήνα.[2] Η ακρόαση εξακολουθεί γενικά να θεωρείται η ακριβέστερη μέθοδος για μη επεμβατικές μετρήσεις της πίεσης του αίματος στις κλινικές.[3] Όμως, οι ημιαυτόματες μέθοδοι έχουν γίνει συνηθισμένες, κυρίως λόγω της δυνητικής τοξικότητας του υδραργύρου,[4] αν και το κόστος, η ευκολία χρήσης και η εφαρμοσιμότητα στις εξωνοσοκομειακές ή οικιακές μετρήσεις της πίεσης του αίματος έχει επηρεάσει επίσης αυτήν τη τάση.[5] Οι πρώιμες αυτοματοποιημένες εναλλακτικές ως προς τα σφυγμομανόμετρα υδραργυρικού σωλήνα ήταν συχνά αρκετά ανακριβείς, αλλά οι σύγχρονες συσκευές επιβεβαιωμένες από διεθνή πρότυπα επιτυγχάνουν μέση διαφορά μεταξύ δύο τυποποιημένων μετρήσεων της τάξης των 5 mm Hg ή λιγότερο και τυπική απόκλιση λιγότερο από 8 mm Hg.[5] Οι περισσότερες από αυτές τις ημιαυτοματοποιημένες μεθόδους μετρούν την πίεση του αίματος με τη χρήση ταλαντωσιμετρίας.[6]

Η πίεση του αίματος επηρεάζεται από την καρδιακή παροχή (cardiac output), την ολική περιφερική αντίσταση (total peripheral resistance) and την αρτηριακή δυσκαμψία (arterial stiffness) και ποικίλει ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση, τη δραστηριότητα και τις σχετικές καταστάσεις υγείας/ασθένειας. Βραχυπρόθεσμα, η πίεση του αίματος ρυθμίζεται από τασεοϋποδοχείς (baroreceptors) που δρουν μέσω του εγκεφάλου για να επιδράσουν στο νευρικό και το ενδοκρινικό σύστημα.

Η πίεση του αίματος που είναι υπερβολικά χαμηλή ονομάζεται υπόταση (hypotension) και η πίεση που είναι συστηματικά υψηλή ονομάζεται υπέρταση. Και οι δυο έχουν πολλά αίτια και μπορεί να εμφανίζονται ξαφνικά ή να έχουν μεγάλη διάρκεια. Η μακροχρόνια υπέρταση είναι ένας παράγοντας κινδύνου για πολλές ασθένειες, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω: καρδιοπάθεια, εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Η μακροχρόνια υπέρταση είναι πιο συνηθισμένη από τη μακροχρόνια υπόταση, που διαγιγνώσκεται συνήθως όταν προκαλεί συμπτώματα.

Ταξινόμηση, κανονικές και ανώμαλες τομές

Συστηματική αρτηριακή πίεση

Η ομάδα εργασίας για τη διαχείριση της αρτηριακής υπέρτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης Καρδιολογίας (ESC) και της ταξινόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης Υπέρτασης της πίεσης του αίματος (BP)a και ορισμοί του βαθμού υπέρτασηςb. Η ίδια ταξινόμηση χρησιμοποιείται για όλες τις ηλικίες από 16 ετών και πάνω.a Η κατηγορία πίεσης του αίματος BP καθορίζεται σύμφωνα με τη κλινική πίεση αίματος σε ηρεμία και τα υψηλότερα επίπεδα πίεσης, είτε συστολικής, είτε διαστολικής.b Μεμονωμένη συστολική υπέρταση χαρακτηρίζεται ως 1, 2, ή 3 σύμφωνα με τις τιμές συστολικής πίεσης στις αναφερόμενες περιοχές.
ΚατηγορίαΣυστολική BP, mmHgΔιαστολική BP, mmHg
Βέλτιστη
< 120
< 80
Κανονική
120–129
80–84
Υψηλή κανονική
130–139
85–89
Βαθμίδα 1 υπέρτασης
140–159
90–99
Βαθμίδα 2 υπέρτασης
160–179
100–109
Βαθμίδα 3 υπέρτασης
≥ 180
≥ 110
Μεμονωμένη συστολική υπέρτασηb
≥ 140
< 90


Ο κίνδυνος καρδιοαγγειακής ασθένειας αυξάνει σταδιακά πάνω από 115/75 mmHg,[7] κάτω από αυτό το επίπεδο υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις.[8]

Μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι άτομα που διατηρούν τις αρτηριακές πιέσεις στα κάτω άκρα αυτών των περιοχών πιέσεων έχουν πολύ καλύτερη μακροχρόνια καρδιαγγειακή υγεία. Υπάρχει μια συνεχιζόμενη ιατρική συζήτηση για το βέλτιστο επίπεδο της πίεσης του αίματος προς επίτευξη κατά τη χρήση φαρμάκων για μείωση της πίεσης του αίματος με υπέρταση, ιδιαίτερα σε γηραιότερα άτομα.[9]

Ο πίνακας δείχνει την πιο πρόσφατη ταξινόμηση (2018) της αρτηριακής πίεσης στο ιατρείο (office (clinic) blood pressure) από την ομάδα εργασίας για τη διαχείριση της αρτηριακής υπέρτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης Καρδιολογίας (ESC) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Υπέρτασης (ESH).[10] Παρόμοια όρια έχουν υιοθετηθεί από την Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας (American Heart Association) για ενηλίκους από 18 ετών και πάνω,[11] αλλά τον Νοέμβριο του 2017, η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας ανακοίνωσε αναθεωρημένες τιμές για τις κατηγορίες πίεσης του αίματος που αυξάνουν τον αριθμό των ατόμων που θεωρούνται ότι έχουν υψηλή πίεση αίματος.[12]

Η πίεση του αίματος κυμαίνεται από λεπτό σε λεπτό και δείχνει κανονικά έναν καρδιακό ρυθμό για μια περίοδο 24 ωρών,[13] με υψηλότερες τιμές νωρίς το πρωί και τα απογεύματα και χαμηλότερες τιμές το βράδυ.[14][15] Απώλεια της κανονικής πτώσης της πίεσης του αίματος το βράδυ σχετίζεται με μεγαλύτερο μελλοντικό κίνδυνο καρδιαγγειακής ασθένειας και υπάρχουν στοιχεία ότι η πίεση του αίματος το βράδυ είναι μια ισχυρότερη πρόβλεψη καρδιαγγειακών συμβάντων από την πίεση του αίματος την ημέρα.[16] Η πίεση του αίματος διαφοροποιείται για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους (μήνες έως έτη) και αυτή η μεταβλητότητα προβλέπει δυσμενείς συνέπειες.[17] Η πίεση του αίματος αλλάζει επίσης ως απόκριση σε παράγοντες όπως: θερμοκρασία, θόρυβος, συναισθηματικό άγχος, κατανάλωση τροφής ή υγρών, διαιτολογικοί παράγοντες, φυσική δραστηριότητα, αλλαγές στάσης, όπως το σήκωμα, φάρμακα και ασθένειες.[18] Η ποικιλομορφία στην πίεση του αίματος και η καλύτερη τιμή πρόβλεψης των μετρήσεων της εξωνοσοκομειακής πίεσης του αίματος έχουν οδηγήσει κάποιες αρχές, όπως το National Institute for Health and Care Excellence (NICE) στο Ενωμένο Βασίλειο, να υποστηρίξει τη χρήση της εξωνοσοκομειακής πίεσης του αίματος ως την προτιμώμενη μέθοδο διάγνωσης της υπέρτασης.[19]

Ψηφιακό σφυγμομανόμετρο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πίεσης του αίματος.

Διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως η ηλικία και το φύλο, επηρεάζουν επίσης την πίεση του αίματος ενός ατόμου. Οι διαφορές μεταξύ των μετρήσεων της πίεσης του αίματος στον αριστερό και τον δεξιό βραχίονα τείνουν να είναι μικρές. Όμως, ενίοτε υπάρχει σταθερή διαφορά μεγαλύτερη από 10 mmHg που μπορεί να χρειάζεται παραπέρα μελέτη, π.χ. η περιφερική αρτηριακή νόσος (peripheral arterial disease) ή αποφρακτική αρτηριοπάθεια (obstructive arterial disease).[20][21][22]

Δεν υπάρχει κανένα αποδεκτό διαγνωστικό πρότυπο για την υπόταση, αν και πιέσεις μικρότερες από 90/60 θεωρούνται συνήθως ως υποτασικές.[23] Στην πράξη, η πίεση του αίματος θεωρείται ως υπερβολικά χαμηλή μόνο όταν εμφανίζονται συμπτώματα.[24]

Συστηματική αρτηριακή πίεση και ηλικία

Εμβρυική πίεση αίματος

Στην εγκυμοσύνη, είναι η καρδιά του εμβρύου και όχι η καρδιά της μητέρας που δημιουργεί την εμβρυική πίεση αίματος που οδηγεί το αίμα μέσω της εμβρυικής κυκλοφορίας. Η πίεση του αίματος στην εμβρυική αορτή είναι περίπου 30 mmHg στις 20 εβδομάδες της εγκυμοσύνης και αυξάνεται στα 45 mmHg στις 40 εβδομάδες κύησης.[25]

Μέση πίεση αίματος για ολοκληρωμένα βρέφη:[26]

  • Συστολική 65–95 mmHg
  • Διαστολική 30–60 mmHg

Παιδική ηλικία

Εύρος αναφοράς για την παιδική πίεση[27]
ΣτάδιοΠροσεγγιστική ηλικίαΣυστολική πίεση, mmHgΔιαστολική πίεση, mmHg
Βρέφη0 έως 12 μήνες75–10050–70
Νήπια και προσχολική ηλικία1 έως 5 ετών80–11050–80
Σχολική ηλικία6 έως 12 ετών85–12050–80
Έφηβοι13 έως 18 ετών95–14060–90

Στα παιδιά, τα κανονική εύρη για την πίεση του αίματος είναι χαμηλότερα από τους ενήλικες και εξαρτώνται από το ύψος.[28] Οι τιμές αναφοράς της πίεσης του αίματος έχουν αναπτυχθεί για παιδιά σε διάφορες χώρες, με βάση την κατανομή της πίεσης του αίματος στα παιδιά αυτών των χωρών.[29]

Γήρανση ενηλίκων

Στους ενήλικες στις περισσότερες κοινωνίες, η συστολική πίεση του αίματος τείνει να αυξάνεται από την πρώιμη ενηλικίωση μέχρι τουλάχιστον την ηλικία των 70 ετών·[30][31] η διαστολική πίεση τείνει να ξεκινά να αυξάνεται την ίδια περίοδο, αλλά ξεκινά να πέφτει πιο νωρίς στη μέση ηλικία, στην ηλικία περίπου των 55 ετών.[31] Η μέση πίεση του αίματος αυξάνεται από την πρώιμη ενηλικίωση, σταθεροποιείται στη μέση ηλικία, ενώ η πίεση του σφυγμού αυξάνεται αρκετά αισθητά μετά την ηλικία των 40 ετών. Συνεπώς, σε πολλά ηλικιωμένα άτομα, η συστολική πίεση του αίματος υπερβαίνει συχνά το κανονικό εύρος ενηλίκων,[31] εάν η διαστολική πίεση είναι στο κανονικό εύρος, αυτό ονομάζεται μεμονωμένη συστολική υπέρταση. Η αύξηση της πίεσης του σφυγμού με την ηλικία αποδίδεται σε αυξημένη δυσκαμψία των αρτηριών.[32] Η αύξηση της πίεσης του αίματος που σχετίζεται με την ηλικία δεν θεωρείται υγιής και δεν παρατηρείται σε κάποιες απομονωμένες μη αφομοιωμένες κοινότητες.[33]

Συστηματική φλεβική πίεση

Η πίεση του αίματος αναφέρεται γενικά ως αρτηριακή πίεση στη συστηματική κυκλοφορία. Όμως, η μέτρηση των πιέσεων στο φλεβικό σύστημα και στα πνευμονικά αγγεία παίζει σημαντικό ρόλο στις μονάδες εντατικής θεραπείας, αλλά απαιτεί επεμβατική μέτρηση της πίεσης χρησιμοποιώντας καθετήρα.

Φλεβική πίεση είναι η αγγειακή πίεση σε μια φλέβα ή στους κόλπους της καρδιάς. Είναι πολύ μικρότερη από την αρτηριακή πίεση, με συνηθισμένες τιμές 5 mmHg στον δεξιό κόλπο 8 mmHg στον αριστερό κόλπο.

Παραλλαγές της φλεβικής πίεσης περιλαμβάνουν:

  • Την κεντρική φλεβική πίεση (Central venous pressure), που είναι μια καλή προσέγγιση της δεξιάς κολπικής πίεσης,[34] που είναι βασικός καθοριστής του διαστολικού όγκου του δεξιού κοιλιακού άκρου. (Όμως, υπάρχουν εξαιρέσεις σε κάποιες περιπτώσεις.)[35]
  • Τη σφαγιτιδική φλεβική πίεση (jugular venous pressure ή JVP) που είναι η έμμεσα παρατηρούμενη πίεση στο φλεβικό σύστημα. Μπορεί να είναι χρήσιμη στη διάκριση διάφορων μορφών καρδιακών και πνευμονικών ασθενειών.
  • Την πυλαία φλεβική πίεση (portal venous pressure) που είναι η πίεση του αίματος στην πυλαία φλέβα. Είναι κανονικά 5–10 mmHg[36]

Πνευμονική πίεση

Κανονικά, η πίεση στην πνευμονική αρτηρία είναι περίπου 15 mmHg σε ηρεμία.[37]

Η αυξημένη πίεση του αίματος στα τριχοειδή του πνεύμονα προκαλεί πνευμονική υπέρταση, που οδηγεί σε διάμεσο οίδημα εάν η πίεση αυξηθεί σε πάνω από 20 mmHg και σε πνευμονικό οίδημα (pulmonary edema) σε πιέσεις πάνω από 25 mmHg.[38]

Μέση συστηματική πίεση

Εάν η καρδιά σταματήσει, η πίεση του αίματος πέφτει, αλλά δεν μηδενίζεται. Η εναπομένουσα μετρούμενη πίεση μετά από παύση του καρδιακού παλμού και ανακατανομή του αίματος μέσω της κυκλοφορίας ορίζεται ως μέση συστηματική πίεση ή μέση πίεση κυκλοφορικής πλήρωσης·[39] συνήθως βρίσκεται στην τάξη των περίπου 7mm Hg.[39]

Διαταραχές της πίεσης του αίματος

Οι διαταραχές του ελέγχου της πίεσης του αίματος περιλαμβάνουν την υψηλή πίεση του αίματος, τη χαμηλή πίεση του αίματος και την πίεση του αίματος που εμφανίζει υπερβολική ή δυσπροσαρμοστική διακύμανση.

Υψηλή πίεση του αίματος

Επισκόπηση των κύριων επιπλοκών της επιμένουσας υψηλής πίεσης του αίματος

Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να είναι δείκτης άλλων προβλημάτων και μπορεί να έχει μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις. Μερικές φορές μπορεί να είναι οξύ πρόβλημα, παραδείγματος χάρη στην υπερτασική έκτακτη ανάγκη (hypertensive emergency).

Τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης εξασκούν μηχανική πίεση στα αρτηριακά τοιχώματα. Υψηλότερες πιέσεις αυξάνουν τον καρδιακό φόρτο εργασίας και την μετάβαση σε ανθυγιεινή ανάπτυξη ιστού (αθήρωμα) που αναπτύσσεται στα τοιχώματα των αρτηριών. Όσο πιο υψηλή η πίεση, τόσο πιο μεγάλη η πίεση που εμφανίζεται και τόσο περισσότερο το αθήρωμα τείνει να προχωρεί και το μυοκάρδιο τείνει να παχαίνει, να μεγαλώνει και να γίνεται ασθενέστερο με τον χρόνο.

Εμμένουσα υπέρταση είναι ένας από τους παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια και αρτηριακά ανευρύσματα και είναι η κύρια αιτία χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Ακόμα και μέτρια αύξηση της αρτηριακής πίεσης οδηγεί σε συντόμευση του προσδόκιμου επιβίωσης. Σε σοβαρά υψηλές πιέσεις, μέσες αρτηριακές πιέσεις 50% ή περισσότερο πάνω από τον μέσο όρο, ένα άτομο δεν μπορεί να περιμένει να ζήσει περισσότερο από μερικά χρόνια, εκτός και αντιμετωπιστεί η κατάστασή του κατάλληλα.[40]

Στο παρελθόν, δινόταν μεγαλύτερη προσοχή στη διαστολική πίεση· αλλά σήμερα αναγνωρίζεται ότι και υψηλή συστολική πίεση και υψηλή πίεση σφυγμού (η αριθμητική διαφορά μεταξύ συστολικής και διαστολικής) είναι επίσης παράγοντες κινδύνου. Σε κάποιες περιπτώσεις, φαίνεται ότι μια μείωση σε υπερβολική διαστολική πίεση μπορεί στην πραγματικότητα να αυξήσει τον κίνδυνο, λόγω προφανώς της αυξημένης διαφοράς μεταξύ συστολικής και διαστολικής πίεσης. Εάν η συστολική πίεση του αίματος είναι αυξημένη (>140 mmHg) με κανονική διαστολική πίεση του αίματος (<90 mmHg), ονομάζεται "μεμονωμένη συστολική υπέρταση" και μπορεί να εμφανίσει ανησυχία για την υγεία.[41][42]

Για τα άτομα με παλινδρόμηση καρδιακής βαλβίδας (heart valve regurgitation), αλλαγή στην βαρύτητά της μπορεί να συνδέεται με αλλαγή στη διαστολική πίεση. Σε μια μελέτη ατόμων με παλινδρόμηση καρδιακής βαλβίδας που συνέκρινε μετρήσεις με διαφορά 2 εβδομάδων για κάθε άτομο, εμφανίστηκε αυξημένη σοβαρότητα της αορτικής και της μιτροειδικής παλινδρόμησης με αυξημένη διαστολική πίεση του αίματος, ενώ με μειωμένη διαστολική πίεση του αίματος υπήρξε μειωμένη σοβαρότητα.[43]

Χαμηλή πίεση του αίματος

Η υπερβολικά χαμηλή πίεση του αίματος είναι γνωστή ως υπόταση. Αυτή είναι ιατρική ανησυχία εάν προκαλεί ενδείξεις ή συμπτώματα, όπως ζαλάδα, λιποθυμία, ή σε ακραίες περιπτώσεις, κυκλοφορική καταπληξία.[44]

Οι αιτίες της χαμηλής αρτηριακής πίεσης περιλαμβάνουν:[45]

Ορθοστατική υπόταση

Μια μεγάλη πτώση στην πίεση του αίματος κατά την όρθια στάση (εμμένουσα μείωση της συστολικής/διαστολικής πίεσης του αίματος μεγαλύτερη από 20/10 mm Hg) ονομάζεται ορθοστατική υπόταση (orthostatic hypotension ή postural hypotension) και αντιπροσωπεύει αποτυχία του σώματος να αντισταθμίσει την επίπτωση της βαρύτητας στην κυκλοφορία. Η όρθια στάση καταλήγει σε αυξημένη υδροστατική πίεση στα αιμοφόρα αγγεία των κάτω άκρων. Η συνακόλουθη διαστολή των φλεβών κάτω από το διάφραγμα (φλεβική στάση) προκαλεί την επανατοποθέτηση από το στήθος και το ανώτερο σώμα ~500 ml αίματος. Αυτό καταλήγει σε γρήγορη μείωση του κεντρικού όγκου του αίματος και σε μείωση του κοιλιακού προφορτίου που με τη σειρά του μειώνει τον όγκο του παλμού και τη μέση αρτηριακή πίεση. Κανονικά αυτό αντισταθμίζεται από πολλούς μηχανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της ενεργοποίησης του αυτόνομου νευρικού συστήματος που αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό, της μυοκαρδιακής συσταλτικότητας (myocardial contractility) και της συστηματικής αρτηριακής αγγειοσυστολής (vasoconstriction) για να διατηρήσει την πίεση του αίματος και να προκαλέσει τη φλεβική αγγειοσυστολή ώστε να μειώσει τη φλεβική ενδοτικότητα (compliance). Μειωμένη φλεβική ενδοτικότητα καταλήγει επίσης από μια εσωτερική μυογενή αύξηση σε φλεβικό τόνο λείων μυών ως απόκριση στην αυξημένη πίεση στις φλέβες του κάτω σώματος. Άλλοι αντισταθμιστικοί μηχανισμοί περιλαμβάνουν τον φλεβοαρτηριακό αντανακλαστικό του άξονα, τη 'σκελετομυική αντλία' και την 'αναπνευστική αντλία'. Αυτοί οι μηχανισμοί μαζί σταθεροποιούν κανονικά την πίεση του αίματος μέσα σε ένα λεπτό ή λιγότερο.[46] Εάν αυτοί οι αντισταθμιστικοί μηχανισμοί αποτύχουν και η αρτηριακή πίεση και η ροή του αίματος μειωθούν κάτω από ένα συγκεκριμένο σημείο, η αιμάτωση δεν είναι επαρκής, προκαλώντας ζαλάδα, αδυναμία ή λιποθυμία.[47] Συνήθως αυτή η αποτυχία αντιστάθμισης οφείλεται σε ασθένειες ή φάρμακα που επηρεάζουν το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.[46] Μια παρόμοια επίπτωση παρατηρείται ακολουθώντας την εμπειρία υπερβολικών βαρυτικών δυνάμεων, όπως ασκούνται ως ρουτίνα σε μάχιμους πιλότους όπου οι ακραίες υδροστατικές πιέσεις υπερβαίνουν την δυνατότητα αντισταθμιστικών μηχανισμών του σώματος.

Κυμαινόμενη πίεση του αίματος

Η κανονική διακύμανση στην πίεση του αίματος είναι προσαρμοστική και απαραίτητη. Διακυμάνσεις στην πίεση που είναι σημαντικά μεγαλύτερες από το κανονικό συνδέονται με μεγαλύτερη υπερένταση λευκής ουσίας (white matter hyperintensity), ένα εύρημα συνεπές με την μειωμένη τοπική εγκεφαλική ροή αίματος[48] και οξυμένο κίνδυνο εγκεφαλοαγγειακής ασθένειας.[49] Μέσα στις ομάδες υψηλής και χαμηλής πίεσης του αίματος, βρέθηκε ότι μεγαλύτερος βαθμός διακύμανσης συσχετίζεται με αύξηση στις εγκεφαλοαγγειακές ασθένειες συγκριτικά με αυτές με μικρότερη μεταβλητότητα, υποδεικνύοντας την εξέταση της κλινικής διαχείρισης των διακυμάνσεων της πίεσης του αίματος, ακόμα και μεταξύ των γηραιότερων ενηλίκων με κανονική τάση.[49] Τα γηραιότερα άτομα και αυτά που είχαν δεχθεί φάρμακα για την πίεση του αίματος είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν μεγαλύτερες διακυμάνσεις στην πίεση.[49]

Φυσιολογία

Καρδιακή συστολή και διαστολή

Κατά τη διάρκεια κάθε καρδιακού κύκλου, η πίεση του αίματος κυμαίνεται μεταξύ μιας μέγιστης (συστολικής) και μιας ελάχιστης (διαστολικής) πίεσης.[50] Η πίεση του αίματος στην κυκλοφορία οφείλεται κυρίως στην αντλητική δράση της καρδιάς.[51] Οι διαφορές στη μέση πίεση του αίματος προκαλούν τη κυκλοφορία του αίματος. Ο ρυθμός της μέσης ροής του αίματος εξαρτάται από την πίεση του αίματος και την αντίσταση στην ροή που εμφανίζεται από τα αιμοφόρα αγγεία. Απουσία υδροστατικών επιδράσεων (π.χ όρθια στάση), η μέση πίεση του αίματος μειώνεται καθώς το κυκλοφορούν αίμα απομακρύνεται από την καρδιά μέσω των αρτηριών και των τριχοειδών αγγείων λόγω των ιξωδών απωλειών ενέργειας. Η μέση πίεση του αίματος πέφτει κατά την κυκλοφορία του, αν και η μεγαλύτερη πτώση συμβαίνει κατά μήκος των μικρών αρτηριών και των αρτηριδίων.[52] Η παλμικότητα μειώνεται επίσης στα μικρότερα στοιχεία της αρτηριακής κυκλοφορίας, αν και παρατηρείται κάποια μεταφερόμενη παλμικότητα στα τριχοειδή.[53]

Σχηματικά οι πιέσεις στην κυκλοφορία του αίματος.

Η βαρύτητα επηρεάζει την πίεση του αίματος μέσω υδροστατικών δυνάμεων (π.χ. κατά την όρθια στάση), των βαλβίδων στις φλέβες, της αναπνοής και η άντλησης από τη συστολή των σκελετικών μυών επηρεάζει επίσης την πίεση του αίματος, ιδιαίτερα στις φλέβες.[51]

Αιμοδυναμική

Μια απλή προβολή της αιμοδυναμικής της συστηματικής αρτηριακής πίεσης βασίζεται στη μέση αρτηριακή πίεση (mean arterial pressure ή MAP) και την πίεση του σφυγμού. Οι περισσότερες επιδράσεις στην πίεση του αίματος μπορούν να γίνουν κατανοητές από τις επιπτώσεις τους στην καρδιακή παροχή[54] και στην συστηματική αγγειακή αντίσταση. Ο καρδιακός όγκος του παλμού είναι το προϊόν του όγκου του παλμού και του καρδιακού ρυθμού, ενώ ο όγκος του παλμού επηρεάζεται από τον όγκο του αίματος. Εν συντομία, όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος του αίματος, τόσο μεγαλύτερη ο καρδιακός όγκος του παλμού. Αυτό μπορεί να εξηγεί εν μέρει τη σχέση μεταξύ λήψης διαιτολογικού άλατος και αυξημένης πίεσης του αίματος, όπου η αυξημένη λήψη άλατος μπορεί να αυξήσει τον όγκο του αίματος και να προκύψει δυνητικά μεγαλύτερη αρτηριακή πίεση. Όμως, αυτό ποικίλλει με το άτομο και εξαρτάται πολύ από την απόκριση του αυτόνομου νευρικού συστήματος και το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης (renin–angiotensin system).[55][56][57] Βέβαια, η σχέση μεταξύ όγκου και πίεσης του αίματος είναι πιο περίπλοκη.[58] Απλοποιημένα, η συστηματική αγγειακή αντίσταση καθορίζεται κυρίως από το διαμέτρημα των μικρών αρτηριών και αρτηριδίων. Η αποδιδόμενη αντίσταση σε ένα αιμοφόρο αγγείο εξαρτάται από την ακτίνα του όπως περιγράφεται από την εξίσωση Hagen–Poiseuille (αντίσταση∝1/ακτίνα4). Συνεπώς, όσο πιο μικρή η ακτίνα, τόσο πιο μεγάλη η αντίσταση. Άλλοι φυσικοί παράγοντες που επηρεάζουν την αντίσταση περιλαμβάνουν: το μήκος του αγγείου (όσο μακρύτερο το αγγείο, τόσο μεγαλύτερη η αντίσταση), το ιξώδες του αίματος (όσο μεγαλύτερο το ιξώδες, τόσο μεγαλύτερη η αντίσταση)[59] και ο αριθμός των αγγείων, ιδιαίτερα των μικρότερων πολυάριθμων αρτηριδίων και τριχοειδών. Η παρουσία αρτηριακής στένωσης αυξάνει την αντίσταση στη ροή, όμως αυτή η αύξηση στην αντίσταση σπάνια αυξάνει τη συστηματική πίεση του αίματος επειδή η συνεισφορά της στη συνολική συστηματική αντίσταση είναι μικρή, αν και μπορεί βαθιά να μειώσει την καθοδική ροή.[60] Ουσίες που ονομάζονται αγγειοσυσταλτικά (vasoconstrictors) μειώνουν το διαμέτρημα των αιμοφόρων αγγείων, αυξάνοντας συνεπώς την πίεση του αίματος. Αγγειοδιασταλτικά (Vasodilators) (όπως η νιτρογλυκερίνη) αυξάνουν το διαμέτρημα των αιμοφόρων αγγείων, μειώνοντας συνεπώς την αρτηριακή πίεση. Μακροπρόθεσμα μια διεργασία που ονομάζεται αναδιαμόρφωση (remodeling) συνεισφέρει επίσης στην αλλαγή του διαμετρήματος των μικρών αιμοφόρων αγγείων και επηρεάζει την αντίσταση και την δραστικότητα στους αγγειοδραστικούς παράγοντες.[61][62] Μειώσεις στην πυκνότητα των τριχοειδών, που ονομάζεται αραιοποίηση των τριχοειδών (capillary rarefaction), μπορεί επίσης να συνεισφέρει στην αυξημένη αντίσταση σε κάποιες περιπτώσεις.[63]

Στην πράξη, κάθε αυτόνομο νευρικό σύστημα και άλλα συστήματα του ατόμου που ρυθμίζουν την πίεση του αίματος, ιδιαίτερα των νεφρών,[64] αποκρίνονται και ρυθμίζουν όλους αυτούς τους παράγοντες έτσι ώστε, αν και τα παραπάνω θέματα είναι σημαντικά, δρουν σπάνια απομονωμένα και η ενεργή αρτηριακή πίεση που αποκρίνεται σε ένα δεδομένο άτομο μπορεί να ποικίλλει πλατιά βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

Μέση αρτηριακή πίεση

MAP είναι η μέση αρτηριακή πίεση (average of blood pressure) κατά τη διάρκεια ενός καρδιακού κύκλου και ορίζεται από τον καρδιακό όγκο του παλμού (cardiac output ή CO), τη συστηματική αγγειακή αντίσταση (systemic vascular resistance ή SVR) και την κεντρική φλεβική πίεση (central venous pressure ή CVP)):[65][66][67]

Στην πράξη, αγνοείται γενικά η συνεισφορά της CVP (που είναι μικρή) και έτσι γίνεται:

Η MAP μπορεί να εκτιμηθεί από μετρήσεις της συστολικής   και της διαστολικής πίεσης  [67]

Πίεση σφυγμού (ή παλμού)

Σχηματική αναπαράσταση της αρτηριακής κυματομορφής πίεσης ενός καρδιακού κύκλου. Η εντομή στην καμπύλη σχετίζεται με το κλείσιμο της αορτικής βαλβίδας.

Η πίεση του σφυγμού είναι η διαφορά μεταξύ της μετρούμενης συστολικής και διαστολικής πίεσης,[68]

Η πίεση του σφυγμού είναι συνέπεια της παλλόμενης φύσης του καρδιακού όγκου του παλμού, δηλαδή του καρδιακού κτύπου. Το μέγεθος της πίεσης του παλμού αποδίδεται συνήθως στην αλληλεπίδραση του όγκου του παλμού της καρδιάς, στην προσαρμογή (ικανότητα για επέκταση) του αρτηριακού συστήματος —που οφείλεται κυρίως στην αορτή και τις ελαστικές αρτηρίες— και στην αντίσταση στη ροή στο αρτηριακό δέντρο.[68]

Ρύθμιση της πίεσης του αίματος

Κύριο λήμμα: Ομοιόσταση

Η ενδογενής ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά οι παρακάτω μηχανισμοί ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης έχουν χαρακτηριστεί επαρκώς:

  • Αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέων (Baroreceptor reflex): Τασεοϋποδοχείς (πιεσοϋποδοχείς) στις ζώνες υποδοχέων υψηλής πίεσης ανιχνεύουν τις αλλαγές στην αρτηριακή πίεση. Αυτοί οι τασεοϋποδοχείς στέλνουν σήματα κυρίως στον μυελό του εγκεφαλικού στελέχους, ειδικότερα στη κεφαλική έξω κοιλιακή μοίρα του προμήκους (rostral ventrolateral medulla ή RVLM). Ο μυελός, μέσω του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ρυθμίζει τη μέση αρτηριακή πίεση μεταβάλλοντας και τη δύναμη και την ταχύτητα των συστολών της καρδιάς, καθώς καθώς και της συστηματικής αγγειακής αντίστασης. Οι πιο σημαντικοί αρτηριακοί τασεοϋποδοχείς βρίσκονται στον δεξιό και στον αριστερό καρωτιδικό κόλπο και στο αορτικό τόξο (aortic arch).[69]
  • Σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης (Renin–angiotensin system ή RAS): Αυτό το σύστημα είναι γενικά γνωστό για τη μακροχρόνια ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Αυτό το σύστημα επιτρέπει στους νεφρούς να αντισταθμίσουν την απώλεια σε όγκο αίματος ή πτώσεις της αρτηριακής πίεσης ενεργοποιώντας ένα ενδογενές αγγειοσυσταλτικό γνωστό ως αγγειοτενσίνη ΙΙ.
  • Έκλυση αλδοστερόνης: Αυτή η στεροειδής ορμόνη εκλύεται από τον επινεφριδιακό φλοιό (adrenal cortex) ως απόκριση στην αγγειοτενσίνη ΙΙ ή σε υψηλά επίπεδα ορού σε καλίου. Η αλδοστερόνη διεγείρει κατακράτηση νατρίου και έκλυση καλίου από τους νεφρούς. Επειδή το νάτριο είναι το κύριο ιόν που καθορίζει την ποσότητα του υγρού στα αιμοφόρα αγγεία με ώσμωση, η αλδοστερόνη θα αυξήσει την κατακράτηση υγρού και έμμεσα την αρτηριακή πίεση.
  • Οι τασεοϋποδοχείς στις ζώνες υποδοχέων χαμηλής πίεσης (κυρίως στις κοίλες φλέβες (venae cavae) και στις πνευμονικές φλέβες καθώς και στους καρδιακούς κόλπους με αποτέλεσμα την ανάδραση με ρύθμιση της έκκρισης της αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH/αγγειοπρεσίνης), ρενίνης και αλδοστερόνης. Το αποτέλεσμα αυξάνει τον όγκο του αίματος που καταλήγει σε αυξημένη καρδιακή παροχή σύμφωνα με τον νόμο των Frank–Starling, που με τη σειρά της αυξάνει την αρτηριακή πίεση του αίματος.

Αυτοί οι διαφορετικοί μηχανισμοί δεν είναι κατ' ανάγκη ανεξάρτητοι μεταξύ τους, όπως φαίνεται από τη σύνδεση μεταξύ του RAS και της έκλυσης αλδοστερόνης. Όταν πέφτει η πίεση του αίματος αρχίζουν πολλές φυσιολογικές αλληλουχίες αντιδράσεων για να επιστρέψει η πίεση του αίματος σε πιο κατάλληλο επίπεδο.

  1. Η πτώση της πίεσης του αίματος ανιχνεύεται από τη μείωση στη ροή του αίματος και συνεπώς τη μείωση της ταχύτητας σπειραματικής διήθησης (glomerular filtration rate ή GFR).
  2. Μείωση στην GFR ανιχνεύεται ως μείωση στα επίπεδα Na+ από τη πυκνή κηλίδα (macula densa).
  3. Η πυκνή κηλίδα προκαλεί αύξηση στην επαναρρόφηση των Na+, που προκαλεί το νερό να ακολουθήσει μέσω ώσμωσης και οδηγεί τελικά σε αύξηση στον όγκο του πλάσματος. Παραπέρα, η πυκνή κηλίδα απελευθερώνει αδενοσίνη που προκαλεί σύσπαση των κεντρομόλων αρτηριδίων.
  4. Ταυτόχρονα, τα παρασπειραματικά κύτταρα (juxtaglomerular cells) ανιχνεύουν τη μείωση στην πίεση του αίματος και απελευθερώνουν ρενίνη.
  5. Η ρενίνη μετατρέπει το αγγειοτενσινογόνο (ανενεργή μορφή) σε αγγειοτενσίνη Ι (ενεργή μορφή).
  6. Η αγγειοτενσίνη Ι ρέει στο αίμα μέχρι να φτάσει τα τριχοειδή των πνευμόνων όπου δρα το ένζυμο μετατροπής αγγειοτενσίνης (angiotensin converting enzyme ή ACE) πάνω της για να την μετατρέψει σε αγγειοτενσίνη ΙΙ.
  7. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ είναι ένα αγγειοσυσταλτικό που θα αυξήσει τη ροή του αίματος στην καρδιά και συνεπώς το προφορτίο, αυξάνοντας τελικά την καρδιακή παροχή.
  8. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ προκαλεί επίσης αύξηση στην απελευθέρωση της αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια.
  9. Η αλδοστερόνη αυξάνει επιπλέον την επαναρρόφηση των Na+ και του H2O στο άπω εσπειραμένο σωληνάριο (distal convoluted tubule) του νεφρώνα.

Το RAS στοχοποιείται φαρμακευτικά από αναστολείς ACE και ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ, γνωστοί και ως αναστολείς υποδοχέων αγγειοτενσίνης (angiotensin receptor blockers ή ARBs). Το σύστημα αλδοστερόνης σκοπεύεται απευθείας από σπειρονολακτόνη (spironolactone), έναν ανταγωνιστή αλδοστερόνης. Η κατακράτηση του υγρού μπορεί να στοχοποιείται από διουρητικά· το αντιυπερτασικό φαινόμενο των διουρητικών οφείλεται στην επίδρασή τους στον όγκο του αίματος. Γενικά, το αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέων δεν στοχοποιείται στην αρτηριακή υπέρταση επειδή εάν φραχτεί, τα άτομα μπορεί να υποφέρουν από ορθοστατική υπόταση και λιποθυμία.

Μέτρηση

Λήψη πίεσης του αίματος με σφυγμομανόμετρο

Η αρτηριακή πίεση μετράται συνήθως μέσω σφυγμομανομέτρου, που χρησιμοποιεί το ύψος στήλης υδραργύρου, ή ενός αναεροειδούς μετρητήwhich, για να απεικονίσει την πίεση του αίματος με ακρόαση.[2] Η πιο συνηθισμένη αυτοματοποιημένη τεχνική μέτρησης της πίεσης του αίματος βασίζεται στην ταλαντωσιμετρική μέθοδο.[70] Πλήρως αυτοματοποιημένη ταλαντωσιμετρική μέθοδος είναι διαθέσιμη από το 1981.[71] Αυτή η αρχή έχει πρόσφατα χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της πίεσης του αίματος με έξυπνο τηλέφωνο.[72] Η μέτρηση της πίεσης επεμβατικά, με είσοδο στο αρτηριακό τοίχωμα προς λήψη της μέτρησης είναι πολύ λιγότερο συνηθισμένη και περιορίζεται συνήθως σε νοσοκομειακές συνθήκες.Νέες μέθοδοι μέτρησης της πίεσης του αίματος χωρίς διείσδυση στο αρτηριακό τοίχωμα και χωρίς εφαρμογή πίεσης στο σώμα του ασθενούς ερευνώνται τώρα. Οι επονομαζόμενες μετρήσεις χωρίς περιχειρίδα ανοίγουν τον δρόμο για πιο άνετες και αποδεκτές παρακολουθήσεις της πίεσης του αίματος. Δείτε για παράδειγμα, την παρακολούθηση της πίεσης του αίματος στον καρπό που χρησιμοποιεί μόνο οπτικούς ανιχνευτές.[73]

Πίεση του αίματος σε άλλα ζώα

Η πίεση του αίματος σε μη ανθρώπινα θηλαστικά είναι παρόμοια με την ανθρώπινη πίεση του αίματος. Αντίθετα, ο καρδιακός ρυθμός διαφέρει αισθητά, εξαρτώμενος πολύ από το μέγεθος του ζώου (τα μεγαλύτερα ζώα έχουν χαμηλότερους καρδιακούς ρυθμούς).[74] Όπως στους ανθρώπους, η πίεση του αίματος στα ζώα διαφέρει με την ηλικία, το φύλο, τη στιγμή της ημέρας και τις περιστάσεις:[75][76] οι μετρήσεις που έγιναν σε εργαστήρια ή με αναισθησία μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικές των τιμών σε συνθήκες ελεύθερης διαβίωσης. Οι επιμύες, τα ποντίκια, τα σκυλιά και τα κουνέλια έχουν χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα για τη μελέτη των αιτίων της υψηλής πίεσης του αίματος.[77]

Πίεση του αίματος και καρδιακός ρυθμός διάφορων θηλαστικών (τροποποιημένα από [75])
ΕίδοςΣυστολική πίεση του αίματος,

mm Hg

Διαστολική πίεση του αίματος,

mm Hg

Καρδιακός ρυθμός,

σε παλμούς ανά λεπτό

Βοοειδή1407075–146
Γάτες15568100–259
Σκυλιά1615162–170
Κατσίκες1409080–120
Ινδικά χοιρίδια14090240–300
ποντίκια12075580–680
Χοίροι1695574–116
Κουνέλια11867205–306
Επιμύες15351305–500
Πίθηκοι ρέζους160125180–210
Πρόβατα1408063–210

Υπέρταση σε γάτες και σκυλιά

Υπέρταση σε γάτες και σκυλιά διαγιγνώσκεται εάν η πίεση του αίματος είναι μεγαλύτερη από 150 mm Hg (η συστολική) και/ή 95 mm Hg (η διαστολική).[76]

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι