Πολιτιστική διπλωματία

Ο όρος πολιτισμική διπλωματία, αγγλικά: cultural diplomacy, υποδηλώνει μια σύγχρονη εξέλιξη της κρατικής διπλωματίας.

Η πολιτιστική διπλωματία είναι ένα είδος δημόσιας διπλωματίας που περιλαμβάνει «την ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών, τέχνης, γλώσσας και άλλων πτυχών του πολιτισμού μεταξύ των εθνών και των λαών τους με σκοπό την προώθηση της αμοιβαίας κατανόησης». [1] Ουσιαστικά «η πολιτιστική διπλωματία αποκαλύπτει την ψυχή ενός έθνους», η οποία με τη σειρά της δημιουργεί επιρροή [2]. Αν και συχνά παραβλέπεται, η πολιτιστική διπλωματία μπορεί και παίζει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των προσπαθειών εθνικής ασφάλειας.

Ιστορία

«[…]Ο πολιτισμός, όπως και η εξουσία(power), μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη οποιουδήποτε αριθμού στόχων και την επιδίωξη οποιουδήποτε αριθμού πολιτικών» [3].

Παρόλο που υποστηρίζεται πως κυριαρχεί μια σύγχυση για το τι συνιστά πολιτιστική διπλωματία[4] ,είτε αντίστοιχα μια διαφωνία στην επακριβή σημασία του όρου,[5] ,ή μία μη οργανωμένη και κοινά συμφωνημένη ορολογία [6],συμβαίνει διότι είναι δύσκολο να περιγραφεί συνοπτικά μια πρακτική που συνοδεύεται από μια ποικιλία δράσεων.Η δυσκολία στην περιγραφή της πολιτιστικής διπλωματίας συνίσταται επίσης στο γεγονός πως οι ίδιοι οι δρώντες αλλά και οι μελετητές, αντιλαμβάνονται διαφορετικά τα κίνητρα ή και τους στόχους της πρακτικής αυτής.Όπως αναφέρει και ο Χριστογιάννης, ο όρος πολιτιστική διπλωματία είναι νεοφανής και το περιεχόμενο που του προσδίδεται ποικίλει και εξαρτάται από τον τρόπο που οι φορείς κυβερνητικοί ή μη[7] , τον ασκούν [8] . Η συζήτηση περί Π.Δ.[9] αφορά τον τρόπο που ο πολιτισμός είτε ως υλικό ώσμωσης, είτε ως εξαγώγιμο προϊόν μπορεί να κατανοηθεί αφενός ως όργανο πολιτικής ή οικονομικής δύναμης,αφετέρου ως εργαλείο διεθνούς επικοινωνίας και κατανόησης. Συγκεκριμένα στις τοποθετήσεις που επικρατούν κυριαρχεί το δίπολο,διαμόρφωση σχέσεων και προσπάθεια αλληλοκατανόησης [10] μεταξύ διαφορετικών χωρών [11] και ως μια πολιτική, ή τακτική, μέσο ή και όργανο, που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται από τις χώρες, προκειμένου να προάγουν τα άυλα χαρακτηριστικά τους [12] αλλά και τα ενδιαφέροντα τους [13]. Τα ενδιαφέροντα αυτά συνδέονται με την εξωτερική πολιτική [14], - όπως η διαμόρφωση σχέσεων όταν οι κλασικοί διπλωματικοί τρόποι δεν είναι δυνατόν να αποφέρουν αποτελέσματα [15]- επίσης συνοδεύονται από οικονομικούς και εμπορικούς στόχους [16] .Η Π.Δ. παρόλο που ορίζεται ως η ανθρώπινη/ανθρωπιστική πλευρά των Διεθνών Σχέσεων [17] , ως τεχνική, δε χρησιμοποιείται πάντοτε για καλούς σκοπούς αλλά και για κακούς [18]. Το γεγονός πως ο πολιτισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό εργαλείο προσφέρει τις αρνητικές υποδηλώσεις στην Π.Δ., ενώ ο επικοινωνιακός της ρόλος ως γέφυρα κατανόησης, αναδύει τη θετική δράση της.

Σε εκπαιδευτικό forum του ENCATC (European Network of Cultural Administration Training Centers) το Δεκέμβρη του 2012 στις Βρυξέλλες με θέμα την Πολιτιστική Πολιτική, όταν η συζήτηση στράφηκε στην πολιτιστική διπλωματία, ο Γάλλος και Γερμανός ομιλητής απέφυγαν τη χρήση του παραπάνω όρου και αμφότεροι χρησιμοποίησαν τον αντίστοιχο πολιτιστικές σχέσεις (cultural relations). Η τοποθέτηση αυτή αφορούσε αφενός τη δράση του τμήματος των Διεθνώνκαι Πολυμερών Σχέσεων του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού και Επικοινωνίας και αφετέρου εκείνης ενός αντιπροσώπου του Ινστιτούτου Γκαίτε. Σύμφωνα με τον Ardnt, «οι σχέσεις μεταξύ εθνικών κουλτούρων,αυτές οι πτυχές της διανόησης και της εκπαίδευσης που κατοικούν σε μια κοινωνία και τείνουν να διαπερνούν σύνορα και να συνδέονται με ξένους θεσμούς»,είναι «κυριολεκτικά», οι πολιτιστικές σχέσεις και αναπτύσσονται φυσικά και οργανικά. Η πολιτιστική διπλωματία «μπορεί να ειπωθεί πως λαμβάνει χώρα, όταν επίσημοι διπλωμάτες, εξυπηρετώντας εθνικές κυβερνήσεις, προσπαθούν να διαμορφώσουν και να συντονίσουν αυτή την φυσική ροή για να προάγουν εθνικά ενδιαφέροντα» [19] . Αυτή η επέμβαση στην ειδομένη ως φυσική ροή των πραγμάτων,πιθανότατα να προκαλεί και την αμηχανία στην σύνδεση του πολιτιστικού με τη διπλωματία [20] και παράλληλα την αποφυγή χρήσης του όρου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Mark, το σημασιολογικό φορτίο των λέξεων είναι αυτό που καθιστά δύσκολη τη δεδομένη ορολογία[21].

Σύμφωνα με τον Μπάργκορν

Ο Μπάργκορν στη δεκαετία του 1960 ορίζει ως πολιτιστική διπλωματία την τακτική που ακολουθήθηκε από την Σοβιετική Ένωση κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αναφερόμενος σε διαστροφή των πολιτιστικών ανταλλαγών και της διαπολιτισμικής επικοινωνίας,περιγράφει ως κέντρο της πολιτικής, την συστηματική χρησιμοποίηση των πληροφοριών, των καλλιτεχνικών, επιστημονικών και άλλων πολιτιστικών υλικών,συμβόλων και ιδεών ως όργανα της εξωτερικής πολιτικής [22]. Περιγράφει τη σοβιετική πολιτιστική διπλωματία ως εξαπάτηση και βασίζει το κατηγόρημα του στο γεγονός πως πέρα από το δογματισμό και το τοπικισμό, οι ανταλλαγές των επιστημόνων και του εξειδικευμένου προσωπικού με μη-κομμουνιστικές χώρες,εξυπηρετούσε την εξασφάλιση πατέντων, προσχεδίων και διαδικασιών, ενώ η οργάνωση της ημι - επίσημης λογοτεχνίας είχε στόχο να εξυμνεί και να ψεύδεται προς χάριν της κυβέρνησης[23] . Η αμερικάνικη πολιτιστική διπλωματία στον Ψυχρό Πόλεμο χαρακτηρίστηκε ως όπλο σε μια αντίθετη ιδεολογία, δηλαδή ως αμυντική πολιτική μέσω της διασποράς του τρόπου σκέψης και δημιουργικής έκφρασης, μέσω ανταλλαγής ανθρώπων και έργων [24] , ή ως μια επιθετική αντι - κομμουνιστική εξωτερική πολιτική [25] . Σύμφωνα με το Liping, ο Ψυχρός πόλεμος διαμόρφωσε ένα περιβάλλον,όπου η πολιτιστική εξάπλωση συνεισέφερε στη ‘διαμόρφωση αυτοκρατορίας’ όταν οι στρατιωτικές δράσεις δεν μπορούσαν άμεσα να χρησιμοποιηθούν από τον αμοιβαίο φόβο της απόλυτης καταστροφής. Οι εκπαιδευτικές ανταλλαγές διευκόλυναν την πολιτιστική κυριαρχία των Η.Π.Α, που περιελάμβανε την πώληση ιδεών, αξιών, ιδεολογιών, τεχνολογιών, εμπορίου, στρατιωτικής άμυνας και τρόπους ζωής, οτιδήποτε δηλαδή προωθούσε την ευνοϊκή εικόνα και εξουσία [26]. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η πολιτιστική διπλωματία μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής υπήρξε αμφότερα αμυντική και παράλληλα επιθετική πολιτική. Κυριάρχησε ο πόλεμος ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες, που προσπαθούσαν μέσω του πολιτισμού τους, ιδωμένος ως τρόπος του βίου [27] , να επιβληθούν σε άλλες χώρες. Τις πρακτικές τις συνόδευε η πεποίθηση πως ο δεδομένος τρόπος αποτελούσε την καλύτερη πρόταση για την ανθρωπότητα.Η πειθώ που ασκήθηκε διαμέσου εκπαιδευτικών και ακαδημαϊκών ανταλλαγών, μέσω εκδηλώσεων μουσικής, θεάτρου κ.ά., εξυπηρέτησε την προαγωγή μιας συγκεκριμένης εικόνας για την εκάστοτε χώρα αλλά και μιας πρότασης πολιτισμού. «Πρέπει να ενώσουμε τις προσπάθειες μας με εκείνες άλλων ελεύθερων ανθρώπων,σε ένα παρατεταμένο και εντατικοποιημένο πρόγραμμα για να προωθήσουμε το σκοπό της ελευθερίας ενάντια στην προπαγάνδα της σκλαβιάς.Πρέπει να κάνουμε τους εαυτούς μας να ακουστούν στον κόσμο σε μια σπουδαία / μέγα καμπάνια της αλήθειας» [28], αναφέρει χαρακτηριστικά ο Harry Truman.

Ψυχρός Πόλεμος

Αν για την Αμερική η ‘Αλήθεια’ και η ‘Ελευθερία’ κυριαρχούσαν στην καμπάνια του πολιτισμού,για την Σοβιετική Ένωση υπήρξε η ‘Ειρήνη’ και η ‘Ασφάλεια’. Το πρόγραμμα του 27ου Συνεδρίου του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος,δέσμευε τους υποστηρικτές του ως προς την «επιδίωξη μιας επίμονης πολιτικής ενότητας, μια δράση για τη διαμόρφωση ενός διεθνούς εργατικού ταξικού κινήματος όλων των εργαζόμενων ανθρώπων, σε μια μάχη για τα κοινά ενδιαφέροντα τους, για τη διαρκή ειρήνη και ασφάλεια των ανθρώπων, για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και τον σοσιαλισμό»[29] . Όπως αναφέρει ο Caute, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν μια παραδοσιακή πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση, αλλά ένας ιδεολογικός και πολιτιστικός ανταγωνισμός σε παγκόσμια κλίμακα και χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Η προσπάθεια επικράτησης του Κομμουνισμού, ηττήθηκε τόσο ηθικά, διανοητικά και πολιτιστικά, όσο και οικονομικά και τεχνολογικά [30] . Επικρατεί η άποψη πως οι οργανωτικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις του Ψυχρού Πολέμου, έχουν επηρεάσει, ό,τι ξέρουμε για την πολιτιστική διπλωματία [31] ή πως την ίδια περίοδο η πρακτική γνώρισε την ιδιαίτερη ακμή της [32]. To γεγονός πως η πολιτιστική διπλωματία λειτούργησε εξυπηρετώντας και επιβάλλοντας συγκεκριμένα κυβερνητικά συμφέροντα που θα μπορούσαν να οριστούν και ιμπεριαλιστικά, οδήγησε και στην άποψη πως «οι άνθρωποι επηρεάζονται ευνοϊκά όταν κυριαρχεί μια ειλικρινή προσπάθεια κατανόησης τους, [και δεν έχουν ευνοϊκή διάθεση] όταν η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να πειστούν ως προς εσένα» [33]. Η λογική αυτή, που υποδηλώνει το σεβασμό απέναντι στις προτιμήσεις των άλλων, επανεμφανίζεται πιο δυναμικά τη σύγχρονη εποχή και όπως και τότε αντιτίθεται στην επιβολή. Η Schneider μιλώντας για την πολιτιστική διπλωματία στην σύγχρονη εποχή, υποστηρίζει πως «μια καλή πρακτική [της πολιτιστικής διπλωματίας], προκύπτει όταν συντονίζεται με τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα των ομολόγων των άλλων χωρών και όταν συμβαίνει η στρατηγική χρήση αυτής της γνώσης» [34].Η πολιτιστική διπλωματία επομένως οφείλει να συντονίζεται με τα ενδιαφέροντα που επικρατούν των πολιτών όπου και προσανατολίζεται[35] .

Η σύζευξη της Π.Δ. με τη διάθεση για επιρροή [36] ή επιβολή είναι δεδομένη, όμως φαίνεται πως συγχέεται και με άλλου τύπου επικοινωνιακές τακτικές.Ο Barghoorn μελετώντας τη χρήση των πολιτιστικών υλικών από τη Σοβιετική Ένωση μιλά για ένα «περίπλοκο αμάλγαμα προπαγάνδας, εξαπάτησης και κάποιες φορές αμοιβαία επικερδών ανταλλαγών»[37] . Η πολιτιστική διπλωματία χρίζεται προπαγάνδα συνεπώς, όταν επικρατούν συνθήκες εξαπάτησης και προσπάθειες αλλαγής αντιλήψεων.Σύμφωνα με τον Haigh, την περίοδο μεταξύ των δύο Παγκόσμιων πολέμων, παρενέβησαν οι κυβερνήσεις στις διεθνείς πολιτιστικές σχέσεις και το έκαναν ασκώντας πολιτιστική προπαγάνδα [38] , όχι όμως με την έννοια εκείνης που άσκησαν τα απολυταρχικά καθεστώτα [39] . Η Π.Δ. συνδέεται προφανώς με μια άλλη μορφή προπαγάνδας, η οποία διαθέτει θετικές υποδηλώσεις. Η τοποθέτηση ενός υψηλού στελέχους της κυβέρνησης των ΗΠΑ στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου αναφέρει πως «τα πολιτιστικά προγράμματα πάντα υπήρξαν το κάλυμμα όπου τα προγράμματα πληροφόρησης λειτουργούσαν» [40],τοποθέτηση που υποδεικνύει μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ πολιτιστικής διπλωματίας και πληροφόρησης. Η προπαγάνδα αποτελεί επίσης τακτική που στόχο έχει την πληροφόρηση. Υπάρχει όντως μια σύγχυση του όρου της πολιτιστικής διπλωματίας με εκείνους της προπαγάνδας,-μετέπειτα της Δημόσιας Διπλωματίας- όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά και οι Gienow-Hecht και Donfried [41];

Παραπομπές