Ταχυγλωσσίδες

Οι Ταχυγλωσσίδες (Tachyglossidae) γνωστές και ως έχιδνες είναι οικογένεια της τάξης των μονοτρημάτων, τάξη ωοτόκων θηλαστικών. Υπάρχουν τέσσερα επιζώντα είδη, τα οποία, μαζί με τον πλατύποδα, είναι τα μόνα επιζώντα είδη της τάξης και τα μόνα επιζώντα ωοτόκα θηλαστικά.[2] Παρόλο που η δίαιτά τους αποτελείται κατά κύριο λόγο από μυρμήγκια και τερμίτες, δεν έχουν κοντινή συγγένεια με τους μυρμηγκοφάγους της Αμερικής. Ζουν στη Νέα Γουινέα και την Αυστραλία. Το κοινό τους όνομα «έχιδνα» προέρχεται από το μυθικό τέρας της ελληνικής μυθολογίας, έχιδνα (μυθολογία).

Ταχυγλωσσίδες[1]
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Miocene–Recent
Zaglossus bruijni
Zaglossus bruijni
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο:Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία:Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία:Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη:Μονοτρήματα (Monotremata)
Οικογένεια:Ταχυγλωσσίδες (Tachyglossidae)
Gill, 1872
Είδη

Genus Tachyglossus
   T. aculeatus
Genus Zaglossus
   Z. attenboroughi
   Z. bruijnii
   Z. bartoni
   †Z. hacketti
   †Z. robustus
Genus †Megalibgwilia
   †M. ramsayi
   †M. robusta

Περιγραφή

Οι έχιδνες είναι μικρά θηλαστικά που είναι καλυμμένα με τραχύ τρίχωμα και αγκάθια. Εκ πρώτης όψεως μοιάζουν με τους μυρμηγκοφάγους της Νότιας Αμερικής καθώς και άλλα αγκαθοφόρα θηλαστικά όπως οι σκαντζόχοιροι και τα υστρικόμορφα, εξαιτίας της εξελικτικής σύγκλισης. Το ρύγχος τους έχει την λειτουργία και του στόματος και της μύτης, και είναι επίμηκες και λεπτό. Έχουν πολύ κοντά, άκρα με μεγάλα νύχια και είναι πολύ ικανές στο σκάψιμο. Έχουν μικροσκοπικό στόμα και ένα σαγόνι χωρίς δόντια. Τρέφονται ανοίγοντας μαλακούς κορμούς ή μυρμηγκοφωλιές, χρησιμοποιώντας μετά την μακρυά, κολλώδη γλώσσα τους για την συλλογή της λείας. Η κοντόρυγχη έχιδνα (Tachyglossus aculeatus) τρέφεται κυρίως με μυρμήγκια και τερμίτες, ενώ τα είδη του γένους Zaglossus τρέφονται κυρίως με σκουλήκια και προνύμφες εντόμων.[3] Οι μακρόρυγχες έχιδνες έχουν πολύ μικρά αγκάθια στη γλώσσα τους που τις βοηθούν να συλλαμβάνουν τη λεία τους.[3]

Οι έχιδνες και οι πλατύποδες είναι τα μόνα ωοτόκα θηλαστικά, γνωστά και ως μονοτρήματα. Το θηλυκό κάνει ένα δερματώδες με μαλακό κέλυφος αυγό εικοσιδύο μέρες μετά το ζευγάρωμα και το αποθέτει κατευθείαν στον μάρσιπο της. Η εκκόλαψη γίνεται δέκα μέρες μετά. Το μικρό ρουφά γάλα από πόρους των δύο γαλακτοφόρων αδένων (τα μονοτρήματα δεν έχουν θηλές) και παραμένουν στον μάρσιπο για σαράντα πέντε με πενήντα πέντε ημέρες,[4] καθώς μετά αρχίζει να αναπτύσσει αγκάθια. Η μητέρα σκάβει μια φωλιά και αφήνει εκεί το μικρό, επιστρέφοντας κάθε πέντε μέρες για να το γαλουχήσει μέχρι να γίνει επτά μηνών.

Οι αρσενικές έχιδνες έχουν τετρακέφαλο πέος. Κατά την διάρκεια του ζευγαρώματος τα κεφάλια της μίας πλευράς παύουν να λειτουργούν και δεν μεγαλώνουν ενώ τα άλλα δύο χρησιμοποιούνται για την εκσπερμάτωση. Τα χρησιμοποιούμενα κεφάλια εναλλάσσονται σε κάθε ζευγάρωμα.[5]

Αντίθετα με προηγούμενη έρευνα, οι έχιδνες δεν περνούν σε ύπνο REM, παρά μόνο όταν η θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι γύρω στους 25°C. Σε θερμοκρασίες 15°C και 28°C δεν εμφανίζεται ύπνος REM.[6]

Εξέλιξη

Το μοριακό ρολόι και η χρονολόγηση απολιθωμάτων υποδεικνύουν ότι οι έχιδνες διαχωρίστηκαν από τους πλατύποδες πριν 19-48 εκατομμύρια χρόνια. Οι έχιδνες εξελίχθηκαν από υδρόβιους προγόνους οι οποίοι επέστρεψαν πλήρως στην ξηρά παρά τον ανταγωνισμό με τα μαρσιποφόρα.[7] Εξαιτίας αυτού έχει υποτεθεί ότι η ωοτόκος αναπαραγωγή των μονοτρημάτων τους προσφέρει πλεονεκτήματα έναντι των μαρσιποφόρων, άποψη συνεπής με την τρέχουσα οικολογική κατανομή μονοτρημάτων και μαρσιποφόρων.[7]

Ταξινομία

Οι έχιδνες ταξινομούνται σε τρία γένη. Το γένος Zaglossus περιέχει τρία επιζώντα είδη και δύο είδη γνωστά από απολιθώματα, ενώ είναι γνωστό μόνο ένα είδος του γένους Tachyglossus. Το τρίτο γένος, Megalibgwilia, είναι γνωστό μόνο από απολιθώματα.

Zaglossus

Τα τρία επιζώντα είδη του γένους Zaglossus είναι ενδημικά στη Νέα Γουινέα. Είναι σπάνια και κυνηγιούνται για τροφή. Αναζητούν την τροφή τους στο στρώμα φύλλων στο έδαφος του δάσους, τρώγοντας σκουλήκια και έντομα. Τα είδη είναι:

  • το είδος (Zaglossus bruijni), που κατοικεί σε δάση σε μεγάλο υψόμετρο.
  • το είδος (Zaglossus attenboroughi), που περιγράφηκε το 1961 το οποίο κατοικεί σε ακόμα μεγαλύτερα υψόμετρα.
  • το είδος (Zaglossus bartoni), του οποίου έχουν ταυτοποιηθεί τέσσερα υποείδη.

Τα δύο είδη γνωστά από απολιθώματα είναι:

  • Zaglossus robustus
  • Zaglossus hacketti

Tachyglossus

Το είδος Tachyglossus aculeatus συναντάται στην νοτιοανατολική Νέα Γουινέα και σχεδόν σε όλα τα περιβάλλοντα της Αυστραλίας, από τις χιονισμένες Αυστραλιανές Άλπεις μέχρι τις βαθιές ερήμους του Άουτμπακ (Outback), ουσιαστικά οπουδήποτε υπάρχουν μυρμήγκια και τερμίτες. Είναι μικρότερο από τα είδη του γένους Zaglossus και έχει μακριές τρίχες.

Megalibgwilia

Το γένος Megalibgwilia είναι γνωστό μόνο από τα απολιθώματα:

  • Megalibgwilia ramsayi από θέσεις του ύστερου πλειστόκαινου στην Αυστραλία
  • Megalibgwilia robusta από θέσεις του μειόκαινου στην Αυστραλία

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι