Εξελληνισμός

Να μη συγχέεται με την Ελληνοποίηση

Ο Εξελληνισμός είναι η ιστορική διάδοση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και -σε μικρότερο βαθμό- της γλώσσας, σε ξένους λαούς που κατακτήθηκαν από Έλληνες ή μπήκαν με οποιονδήποτε τρόπο στη σφαίρα επιρροής τους, ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική περίοδο που ακολούθησε τις εκστρατείες του Μέγα Αλέξανδρου. Το αποτέλεσμα του εξελληνισμού, μεταξύ άλλων, ήταν στοιχεία ελληνικής προέλευσης να συνδυαστούν με διάφορες μορφές και σε διαφορετική έκταση με στοιχεία του εκάστοτε τοπικού πολιτισμού. Τα ελληνικά αυτά στοιχεία εξαπλώθηκαν από τη λεκάνη της Μεσογείου, ως τα ανατολικά του σημερινού Πακιστάν. Στη σύγχρονη εποχή, η έννοια του εξελληνισμού έχει συνδεθεί με την υιοθέτηση της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας και την εθνική και πολιτισμική ομογενοποίηση της Ελλάδας.[1][2]

Επίσης, η λέξη περιγράφει και την απόδοση μιας ξένης λέξης σε ελληνική μορφή (με ελληνικούς χαρακτήρες, προφορά, μορφή κ.λπ.).

Ιστορική χρήση του όρου

Κλασσική περίοδος

Χάρτης που δείχνει τις ελληνικές περιοχές και αποικίες κατά την Αρχαϊκή εποχή

Η έννοια έχει εφαρμογή σε μια σειρά αρχαίων ιστορικών πλαισίων, αρχίζοντας από τον εξελληνισμό τον παλιότερων κατοίκων της Ελλάδας όπως οι Πελασγοί, οι Λέλεγες, οι Λήμνιοι, οι Ετεοκύπριοι στην Κύπρο, οι Ετεοκρήτες στην Κρήτη (πριν την περίοδο της κλασσικής αρχαιότητας), όπως και οι Σικελοί, Έλυμοι και Σικανοί στη Σικελία, και οι Οίνωτρες, Βρέττιοι, Λουκανοί, Μεσσάπιοι, και πολλοί άλλοι σε περιοχές που απάρτιζαν τη Μεγάλη Ελλάδα.

Ελληνιστική περίοδος

Χάρτης της ελληνικής αυτοκρατορίας που εγκαθίδρυσαν οι στρατιωτικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Κατά την ελληνιστική περίοδο που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξελληνίστηκε σημαντικός αριθμός Ασσυρίων, Εβραίων, Αιγυπτίων, Περσών, Πάρθων, Αρμενίων, καθώς και άλλων λαών στα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, τη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Οι Βάκτριοι, Ιρανική εθνική ομάδα που ζούσε στη Βακτρία (βόρειο Αφγανιστάν), εξελληνίστηκαν κατά την περίοδο του ελληνοβακτριανού βασιλείου και κατόπιν σύντομα διάφορες φυλές στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδικής υποηπείρου (σημερινό Πακιστάν), πέρασαν από τη διαδικασία του εξελληνισμού κατά την περίοδο του Ινδοελληνικού Βασιλείου. Άλλες φυλές που πέρασαν από κάποιο βαθμό εξελληνισμού περιλαμβάνουν τους Θράκες[3], Δαρδάνιους, Παίονες, και τους Ιλλυριούς[4][5][6][7] νότια της γραμμής Τζίρετσεκ, και τέλος ακόμα και Γέτες[8].

Ο εξελληνισμός κατά την ελληνιστική περίοδο όμως είχε τα όριά του. Για παράδειγμα, περιοχές νοτίως της Συρίας οι οποίες επηρεάστηκαν από την ελληνική κουλτούρα περιελάμβαναν κυρίως αστικά κέντρα των Σελευκιδών όπου τα Ελληνικά ήταν η κοινώς ομιλουμένη γλώσσα. Η επαρχία όμως από την άλλη μεριά έμεινε στο μεγαλύτερο μέρος ανεπηρέαστη, καθώς οι κάτοικοί της μιλούσαν τη συριακή γλώσσα, και συνέχισαν να διατηρούν τις τοπικές τους παραδόσεις[9]. Παραπέρα, ο εξελληνισμός δεν περιελάμβανε απαραίτητα αφομοίωση των μη ελληνικών εθνικών ομάδων, καθώς οι ελληνιστικοί Έλληνες στις περιοχές όπως η Μικρά Ασία ήταν συνειδητοποιημένοι για τις προγονικές τους καταβολές[10].

Μεσαίωνας

Ο όρος εξελληνισμός μπορεί επίσης να αναφέρεται στη -μεσαιωνική κυρίως χρονολογικά- Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο (η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία ουσιαστικά εξελληνίστηκε). Παραπέρα, μπορεί να αναφερθεί για την κυριαρχία της ελληνικής κουλτούρας και της ελληνικής γλώσσας μετά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου (βασ. 610–641) · στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής», όπου μετέπειτα κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία»[11].

Οθωμανική περίοδος

Κύριο λήμμα: Ρουμ μιλλέτ

Ο εξελληνισμός κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιελάμβανε το μεγαλύτερο στάτους[ασαφές] που κατείχε η ελληνική κουλτούρα και η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μεταξύ των ορθόδοξων πληθυσμών των Βαλκανίων.

Σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα

Κατά τον 20ο αιώνα υπήρχε έντονη διαμάχη για την έκταση του εξελληνισμού στο Λεβάντε, και ειδικά μεταξύ των αρχαίων Εβραίων, η οποία διαμάχη συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η ερμηνεία της Ιστορίας των Θρησκειών για την άνοδο του πρώιμου Χριστιανισμού (την οποία εφάρμοζε, όπως είναι ευρέως γνωστό, ο Ρούντολφ Μπούλτμαν) συνήθιζε να βλέπει τον Ιουδαϊσμό ως κατά κύριο λόγο ανεπηρέαστο από τον Ελληνισμό, ενώ ο Ιουδαϊσμός της διασποράς θεωρείται ότι είχε υποκύψει πλήρως στην επιρροή του. Ο Ρούντολφ Μπούλτμαν έτσι επιχειρηματολόγησε ότι ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε σχεδόν εντελώς μέσα σε αυτά τα ελληνιστικά όρια και πρέπει να ειδωθεί με αυτό το υπόβαθρο, αντί με το πιο παραδοσιακό εβραϊκό υπόβαθρο. Με την έκδοση της δίτομης έρευνας του Martin Hengel Ελληνισμός και Ιουδαϊσμός (1974, γερμανική πρώτη έκδοση 1972) και μετέπειτα Εβραίοι, Έλληνες και Βάρβαροι: Πλευρές του εξελληνισμού του Ιουδαϊσμού στην προ-χριστιανική περίοδο (1980, γερμανική πρώτη έκδοση 1976), και Ο 'Εξελληνισμός' της Ιουδαίας τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν (1989, γερμανική πρώτη έκδοση 1989) το ρεύμα άρχισε να αλλάζει αποφασιστικά. Ο Χένγκελ υποστήριξε ότι ο Ιουδαϊσμός ήταν πολύ εξελληνισμένος πολύ πριν τη χριστιανική εποχή, και ακόμα και η ελληνική γλώσσα ήταν πολύ καλά γνωστή στις πόλεις και ακόμα και σε μικρότερες κωμοπόλεις παντού στην εβραϊκή Παλαιστίνη. Οι νεότεροι μελετητές έχουν τροποποιήσει λίγο τις απόψεις του Χένγκελ, αλλά λίγοι συνεχίζουν να αμφισβητούν τις ισχυρές ελληνιστικές επιρροές σε όλο το Λεβάντε, ακόμα και στις συντηρητικές εβραϊκές κοινότητες που ήταν και οι πιο εθνικιστικές.

Γλώσσα

Ο εξελληνισμός μιας λέξης (ή εξελληνισμένη μορφή, εξελληνισμένος όρος κ.λπ.) είναι η μετατροπή μιας ξένης λέξης στην ελληνική μορφή της, φωνολογικά και μορφολογικά (π.χ. πρόθεμα, κατάληξη κ.τ.λ.) ή και με ολόκληρη μετάφραση της λέξης[12].

Λέξεις και όροι

Η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει πάμπολλες λέξεις που έχουν εξελληνιστεί, και είτε χρησιμοποιούνται ακόμα, είτε αντικαταστάθηκαν με ελληνικές, ή και γίνεται παράλληλη χρήση[13].

Επίσης, η μεταγραφή σε ελληνικά γραφικών περιβαλλόντων εργασίας και προγραμμάτων αναφέρεται ως εξελληνισμός τους (π.χ. GNOME, KDE και άλλων[14].)

Να σημειωθεί ότι δεν πρέπει να συγχέονται τα αντιδάνεια ως εξελληνισμός, καθώς η αρχική λέξη ήταν ελληνική (π.χ. το μέντορας δεν αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του αγγλικού mentor, αλλά αντιδάνειο από το Μέντωρ).

Πέρα από σώμα των λέξεων της ελληνικής γλώσσας που είναι εξελληνισμένες, το ευρύτερο ζήτημα του εξελληνισμού της ελληνικής γλώσσας από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και μετά, αποτελεί θέμα μελέτης και αντίθετων απόψεων, καθώς αφορά και την απάλειψη των γλωσσολογικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων των διαφόρων γλωσσικών και εθνικών μειονοτήτων που κατοικούσαν αυτό το διάστημα στην Ελλάδα[15][16][17].

Κύρια ονόματα

Η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει πολλά εξελληνισμένα ξένα ονόματα. Κάποια από τα εβραϊκά ονόματα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης εξελληνισμένα είναι τα, Γιαακόβ – Ιακώβ, Κηφάς – Πέτρος, Γιουχανάν – Ιωάννης, Παύλος (από το Σαύλος) – Σαούλ, Γιεσουά – Ιησούς, Γιεχούντα – Ιούδας. Ονόματα επίσης ονόματα ξένων καλλιτεχνών, επιστημόνων, διανοητών, συγγραφέων κ.τ.λ., που έχουν εξελληνιστεί, επικράτησαν σ’ αυτή τη μορφή ανάλογα με την περίοδο. Αρχαία ονόματα έχουν περάσει και έχουν επικρατήσει, όπως Οράτιος αντί Οράτιους (Horatius), Έρασμος αντί Έρασμους (Erasmus), και από το Μεσαίωνα, όπως Αλάριχος, Χιλδέριχος, Χλωδοβίκος, ενώ επίσης και με την εξελληνισμένη μορφή τους έχουν περάσει τα ονόματα των βασιλέων (π.χ. Λουδοβίκος αντί για Λουΐ ή Λούντβιχ ή Λούντοβικ, Ερρίκος αντί Χέντρικ ή Χάιντρικ, Αλέξανδρος αντί Αλεξάντρ, Όθωνας αντί για Ότο, Κάρολος αντί για Κάρολ, Φρειδερίκος αντί για Φράιντριχ ή Φρέντρικ, Αδόλφος αντί για Άντολφ, Λοθάριος αντί για Λόθαρ, Κορράδος αντί Κόνραντ, Σιγιμούνδος αντί για Σίγκμουντ, κ.τ.λ.)

Στη σύγχρονη εποχή τα ονόματα κυρίως συγγραφέων, καλλιτεχνών κ.τ.λ. άλλα έχουν περάσει και επικρατήσει με την εξελληνισμένη μορφή[18], όπως Αλέξανδρος Δουμάς αντί Αλεξάντρ Ντουμά, Γεωργία Σάνδη αντί Ζορζ Σαντ, Ισαάκ Νεύτωνας αντί Ισαάκ Νιούτον, Καρτέσιος αντί Ρενέ Ντεκάρτ, Κάρολος Δαρβίνος αντί Τσαρλς Ντάργουϊν, Χριστόφορος Κολόμβος αντί Κριστομπάλ Κολόν (Ισπανικά), άλλα δεν έχουν επικρατήσει, όπως Βικέντιος Βαν Γκογκ[19][20] και Θεόδωρος Ντοστογέφσκι[21] αντί των πιο διαδεδομένων Βίνσεντ Βαν Γκογκ και Τεοντόρ (ή Τίοντορ, ή Φιόντορ, ή Φίοντορ) Ντοστογέφκσι, και κάποιους που έχει επιβιώσει αρκετά και η εξελληνισμένη μορφή, π.χ. Αλβέρτος Αϊνστάιν[22][23][24][25][26], μαζί με το Άλμπερτ Αϊνστάιν.

Σε επίπεδο προσώπων, ονομάτων και επωνύμων, επίσης υπάρχει μεγάλος αριθμός εξελληνισμένων ονομάτων. Μία μεγάλη μερίδα αφορά πολλούς Έλληνες του Πόντου, όπου μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, άλλαξαν τα ονόματά τους επί το ελληνικότερο, άλλοτε μεταφράζοντας το όνομα και άλλοτε αλλάζοντας μόνο την κατάληξη. Πιο παλιά, ήδη από τον 19ο αιώνα, Έλληνες Καππαδόκες είχαν εξελληνίσει τα ονόματά τους. Παραδείγματα από την πρώτη περίπτωση αποτελούν τα, Ασλάνογλου – Λεονταρίδης, Ασλανίδης, Μπογιατζόγλου – Βαφειάδης, Δεμερτζόγλου – Σιδερίδης, Δεμερτζίδης, Σαρίογλου – Ξανθόπουλος, Παπάζογλου – Παπαδόπουλος, Μπαϊρακτάρης – Σημαιοφορίδης, Καρλής – Χιονίδης, κ.τ.λ. Επειδή επίσης η Πόντιοι είχαν την παράδοση να δίνουν ονόματα από την Παλαιά Διαθήκη[27], πέρασαν σε επώνυμα οι εξελληνισμένες μορφές κάποιων εβραϊκών ονομάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω (π.χ. Αββακουμίδης, Εφραιμίδης, Ιερεμιάδης, Συμεωνίδης κ.τ.λ.). Παραδείγματα από τη δεύτερη περιλαμβάνουν τα, Αβράμιος Ομηράλης από Ουμουρλόγλου, Χρυσοσφαιρίδης Κωνσταντίνος από Αλτιντόπ Κωστάκης Αγάς, Παύλος Καρολίδης από Καρλόγλου, Δημήτριος Μαυροφρύδης από Καρακάσογλου (πβλ. και το Καρακασίδης) κ.α.[28][29].

Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και στους παλιννοστούντες Έλληνες, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να πολιτογραφηθούν Έλληνες πολίτες. Μάλιστα, ο εξελληνισμός των ονομάτων τους ρυθμίζεται από συγκεκριμένους νόμους και ορίζεται λεπτομερώς[30][31][32].

Τοπωνύμια

Ο εξελληνισμός τοπωνυμίων δεν αφορά μόνο στη μεταβολή αρχικά ξένων σε εξελληνισμένα ονόματα, αλλά έχει περιγραφεί και ως διαδικασία εξελληνισμού[1]. Η σύγχρονη χρήση του όρου επίσης, είναι συνδεδεμένη με πολιτικές που επιδιώκουν "πολιτιστική ομογενοποίηση και εκπαίδευση των γλωσσικών μειονοτήτων που κατοικούν στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος", δηλαδή τον εξελληνισμό των μειονοτικών ομάδων της σύγχρονης Ελλάδας[2].

Η πρώτη αλλαγή των τοπωνυμίων στην Ελλάδα έγινε με το Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα της 3 Απριλίου 1833[33]. Ονόματα που άλλαξαν με αυτό περιλαμβάνουν τα Αίγιο (Βοστίτσα), Λαμία (Ζητούνι)[34], ενώ την ίδια εποχή και ονόματα βουνών όπως τα Παναχαϊκό (Βοδιάς), Παρνασσός (Λιάκουρα), Αροάνια (Χέλμος) κ.α.[33], καθώς και Τυμφρηστός (Βελούχι), Πεντέλεια (Ντουρτουβάνα), Πάρνωνας (Μαλεβό)[35].

Ο επόμενος "σταθμός" στον εξελληνισμός τοπωνυμίων ήταν η σύσταση το 1909 ειδικής επιτροπής (Επιτροπεία Τοπωνυμίων της Ελλάδος)[1], έργο της οποίας θα ήταν η ‘…μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών’. Αποτέλεσμα του έργου αυτού είναι η αλλαγή πάμπολλων τοπωνυμίων (εκτός αυτών που είχαν αλλάξει ήδη επίσημα ή ανεπίσημα), μεταξύ των οποίων Παιανία (Λιόπεσι), Αφιδναί (Κιούρκα), Αιάντειον (Μούλκι), Ελλοντία (Καραντά), Αλίαρτος (Χάνι Κιμπά), Οινόη (Κούλλογλη), Μυκήνες (Χαρβάτι), κ.τ.λ.[36] Σε άλλες περιπτώσεις, τα ονόματα άλλαξαν από σύγχρονο ελληνικό όνομα σε αρχαίο ελληνικό τοπωνύμιο. Κάποια ονόματα χωριών είχαν ελληνική ρίζα με ξένη κατάληξη, ή το αντίστροφο. Η πλειοψηφία των ονομάτων άλλαξαν σε μέρη όπου κατοικούσαν Έλληνες, όπου ανά τους αιώνες είχε δημιουργηθεί συνονθύλευμα από ξένα ή ξενικά τοπωνύμια. Όμως, σε κάποια μέρη της βόρειας Ελλάδας ο πληθυσμός δεν ήταν ελληνόφωνος και πολλά από τα παλιά τοπωνύμια αντικατόπτριζαν τις διαφορετικές εθνικές και γλωσσικές καταβολές των κατοίκων τους.

Κατόπιν έχουμε το διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1926 (που επικυρώθηκε με νέο διάταγμα στις 13 Νοεμβρίου 1927 και επικυρώθηκε με το νόμο 4096/1929), το οποίο αφορά ειδικά πάλι τις μετονομασίες, και έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή χιλιάδων τοπωνυμίων ως το 1957[35].

Ακολουθούν κι άλλοι νόμοι και διατάγματα, με τα οποία μετονομάζονται πάμπολλα τοπωνύμια. Για παράδειγμα το Προεδρικό Διάταγμα 1123 του 1977 (ΦΕΚ 363/25-11-1977), με το οποίο μετονομάζονται πάνω από 500 ονόματα τοποθεσιών στο νομό Ροδόπης[37].

Όπως και με το φαινόμενο του αντιδανείου, πρέπει να δοθεί προσοχή στα τοπωνύμια τα ονόματα των οποίων ήταν αρχικά ελληνικά, κάτι που αφορά κατά κύριο λόγο αρχαίες ελληνικές αποικίες και τοποθεσίες. Για παράδειγμα, η Μασσαλία δεν αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του Μαρσέιγ, γιατί Μασσαλία ήταν η αρχική ονομασία της πόλης. Σε αυτά τα παραδείγματα περιλαμβάνονται η Οδησσός (Οντέσα), Κυδωνιές (Κυδωνίαι-->Αϊβαλίκ - Αϊβαλί), Σμύρνη (Ιζμίρ), Αγκών (Ανκόνα), Νίκαια (Νις), Αυλώνας (Βλόρα), Νεάπολη (Νάπολη - Νάπολι), Σεβαστούπολη (Σεβαστόπολ), Μαριούπολη (Μαριόπολ) κ.τ.λ.

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Πηγές

Βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι