Κάρυο (βοτανική)

Το κάρυο στη βοτανική είναι ο καρπός με σκληρό κέλυφος ορισμένων φυτών που φέρουν αδιάρρηκτο καρπό. Ενώ μερικοί ξηροί καρποί καλούνται «κάρυα», μόνο ορισμένοι θεωρούνται από τους βιολόγους βοτανολογικά κάρυα. Το καρύδι, για παράδειγμα, δεν συγκαταλέγεται στα (βοτανολογικά) κάρυα.

Τα φουντούκια είναι βοτανολογικά κάρυα.

Βοτανολογική περιγραφή

Διάγραμμα καρύου. Διάκριση μεταξύ σπόρου και καρπού.
Οι καρποί της καστανιάς, δηλαδή τα κάστανα, είναι κάρυα με τη βοτανολογική έννοια.

Ένα κάρυο στη βοτανική είναι ένας απλός ξηρός καρπός που περιέχει ένα σπόρο – σπάνια δύο – στον οποίο ο τοίχος ωοθηκών γίνεται πολύ σκληρός (πετρώδης ή ξύλινος) στην ωριμότητα, και όπου ο σπόρος παραμένει συνημμένος ή λιωμένος με τον τοίχο ωοθηκών. Για παράδειγμα, τα βοτανολογικά κάρυα παράγονται από μερικές οικογένειες της τάξης των Φηγωδών (Fagales) όπως (οι ονομασίες των καρπών αναγράφονται μετά την παύλα (–)):

Ξηροί καρποί και χρήσεις

Το καρύδι (δηλ. ο καρπός της καρυδιάς) δεν είναι κάρυο με τη βοτανολογική έννοια.

Μερικοί ξηροί καρποί (συμπεριλαμβανομένου του καρυδιού (αρχ. ελλ. «κάρυον»)) και άλλα σπέρματα (σπόροι) που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της βοτανολογικής περιγραφής αλλά μοιάζουν με κάρυα:

  • Δρύπες, οι οποίες είναι οι εδώδιμοι σπόροι των καρπών όπου η δερματοειδής σάρκα καταργείται κατά τη συγκομιδή.
    • Αμύγδαλα
    • Καρύδια
    • Πεκάν (ελαιοκάρυδα)
    • Κάσιους - Anacardium occidentale (Ανακάρδιον το δυτικόν)
    • Γεβουίνη ή Χιλιανό φουντούκι (Gevuina) - Gevuina avellana (Γεβουίνη η αβελλάνα ή Γεβουίνη η αβελλάνειος)
    • Μονγκόνγκο - Schinziophyton rautanenii (Σιντσιόφυτον του Ράουτανεν)[1]
  • Κάψα
    • Καρύδι της Βραζιλίας - Bertholletia excelsa (Βερθολλετία η υψικάρηνος) [2]
  • Θυλάκιο
    • Μακαδάμια ή Μακαδαμία, η κοινή Μακαντάμια- Μακαδάμια η ακεραιόφυλλος (Macadamia integrifolia) και Μακαδάμια η τετράφυλλος (Macadamia tetraphylla).
  • Χέδρωπας
  • Άλλα

Δείτε επίσης

Εξωτερικοί σύνδεσμοι