Βάπτισμα

Χριστιανικό μυστήριο εισδοχής και υιοθεσίας, σχεδόν πάντα με τη χρήση νερού
(Ανακατεύθυνση από Βάπτισμα (Χριστιανισμός))

Βάπτισμα ονομάζεται ένα από τα επτά τελετουργικά μυστήρια των Χριστιανικών εκκλησιών με χρήση νερού ως συμβόλου εξαγνισμού, που σηματοδοτεί την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της εκκλησίας. Η λέξη βάπτισμα προέρχεται από το ρήμα βάπτω/βαπτίζω που σημαίνει «βυθίζω συχνά ή έντονα, βουτάω, καταδύω».

Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[1], ενώ είναι και Κυριακή αποστολική εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος»[2].

Η βάπτιση, απεικόνιση πρωτοχριστιανικής τέχνης.

Ιστορική Αναδρομή

Ιουδαϊσμός και Παλαιά Διαθήκη

Αν και ο όρος «βάπτισμα» δε χρησιμοποιείται για την περιγραφή ιουδαϊκών ιεροτελεστιών, το τελετουργικό εξαγνισμού (ή Μικβά - τελετουργική εμβάπτιση) στην ιουδαϊκή παράδοση έχει κάποιες ομοιότητες με το χριστιανικό βάπτισμα. Στο Τανάκ και άλλα ιουδαϊκά κείμενα, η είσοδος, ή εμβάπτιση στο νερό, για τελετουργικό εξαγνισμό καθιερώθηκε για αποκατάσταση της τελετουργικής αγνότητας σε ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Καινή Διαθήκη

Στην Καινή Διαθήκη η βάπτιση πρώτη φορά εμφανίζεται από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Αυτή τη βάπτιση την είχαν λάβει οι μαθητές και Απόστολοι του Χριστού αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Το τελετουργικό ήταν ιδιαίτερα απλό, αφού σε τρεχούμενο ύδωρ (νερό), ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτιζε τους πιστούς και τους καλούσε σε μετάνοια. Το βάπτισμα αυτό υπήρξε πρόδρομος του βαπτίσματος της εκκλησίας, αλλά είχε διαφορετικό περιεχόμενο και έννοια σε σχέση με το θεσμοθετημένο βάπτισμα της νεοσύστατης εκκλησίας. Ο σκοπός ήταν η προετοιμασία για τον ερχομό του Μεσσία και η μετάνοια των πιστών Ιουδαίων.

Η διαμόρφωση του βαπτίσματος

Κατά τους αποστολικούς χρόνους μια σύντομη ομολογία της πίστεως αρκούσε για την παροχή βαπτίσματος σε αυτούς που πίστευαν στο μήνυμα των αποστόλων ή των ευγγελιστών, χωρίς ιδιαίτερη προγενέστερη κατήχηση ή ειδική προετοιμασία. Στους αρχικούς χρόνους τα κηρύγματα γίνονταν δημόσια ενώπιον πλήθος κόσμου ή και κατ΄ ιδίαν. Μάλιστα αυτή είναι και η βασική αποστολή των χριστιανών, νεοφώτιστων ή και παλαιών, η οποία πηγάζει από τον ίδιο τον Ιησού.Κατά τους μεταποστολικούς χρόνους όμως, προηγείτο του βαπτίσματος μια σύντομη κατήχηση με τις θεμελιώδεις αρχές της πίστεως. Το βάπτισμα τελείτο με κατάδυση στο νερό όπως γίνεται φανερό και από τη γραμματεία της εποχής[3]. Επίσκοπος τελούσε το βάπτισμα, ενώ από τον Τερτυλλιανό μαθαίνουμε[4] πως και οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι ακόμα και οι λαϊκοί κάτω από προϋποθέσεις ήταν δυνατόν να βαφτίσουν νέα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας.

Πιθανώς η κατήχηση δεν ήταν ιδιαίτερα εκτενής, δηλαδή αποτελούνταν από την εκμάθηση της Κυριακής προσευχής και τη διδασκαλία της εν Χριστώ σωτηρίας. Για τη διδασκαλία της εν Χριστώ σωτηρίας μαθαίνουμε από τον Βαρνάβα ότι περιείχε στοιχεία και προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, ηθική κατήχηση και τη διδασκαλία περί των δύο οδών. Επίσης προετοιμαζόταν για το τελετουργικό του μυστηρίου. Με το πέρας της διδασκαλίας και κατά την ετοιμασία του βαπτίσματος επιβαλλόταν διήμερος νηστεία και ομολογία πίστεως.

Το βάπτισμα αρχικά γινόταν σε ανοιχτούς φυσικούς χώρους με τρεχούμενο νερό όπως οι λίμνες και τα ποτάμια ή άλλους ειδικούς χώρους, τα λεγόμενα βαπτιστήρια. Με το πέρασμα του χρόνου η τελετή λάβαινε χώρα στους ναούς. Ο Ιουστίνος αναφέρει στο βάπτισμα ευχές για καθαγιασμό του νερού και εξορκιστικές ευχές, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ερμηνευτεί και η νηστεία προ του βαπτίσματος. Η προοδευτική ανάπτυξη της διδασκαλίας της εκκλησίας επέφερε αλλαγές και στην κατήχηση των βαπτιζομένων. Η κατήχηση αυξήθηκε, ενώ στην ανατολή δημιουργήθηκαν δύο σώματα. Το σώμα των «ακροώμενων» και των «φωτιζομένων». Επίσης επετράπη η παρακολούθηση του διδακτικού μέρους της λειτουργίας, όχι όμως και του μυστηριακού. Η αρχική ομολογία των πρώτων αιώνων ήταν απλή, εν συνεχεία έγινε πιο σύνθετη λόγω των αιρετικών ομάδων. Ένα τέτοιο βαπτιστήριο σύμβολο ομολογίας διατηρήθηκε από ένα απόκρυφο κείμενο που χρακτηριζόταν ως Επιστολή Αποστόλων και συντάχθηκε κατά το 160 με 170 σε αιθιοπική γραφή[5].

Ως χρόνος τελέσεως του βαπτίσματος καθορίστηκε στη Δύση την προηγούμενη νύχτα των εορτών του Πάσχα και της Πεντηκοστής, ενώ στην Ανατολή με τις ίδιες εορτές και αργότερα με την προσθήκη της εορτής των Επιφανείων. Στη Δύση οι βαπτισθέντες επί 8 ημέρες έφεραν λευκό χιτώνιο και για αυτό το λόγο το Σάββατο του Θωμά αποκλήθηκε «Sabbatum in albis», ενώ στην ανατολή «Διακαινίσιμος». Οι μοντανιστές μάλιστα έδιναν κατά τη βάπτιση μέλι και γάλα. Με το βάπτισμα συνδέθηκε τόσο η Θεία Ευχαριστία όσο και το χρίσμα.

Σε ό,τι αφορά την τελετουργία, οι κατηχούμενοι που διέτρεχαν κίνδυνο να πεθάνουν βαπτίζονταν επειγόντως διά ραντισμού, αν όμως τελικώς επιζούσαν τότε έπρεπε το βάπτισμα να συμπληρωθεί ειδάλλως θεωρείτο άκυρο, όπως αποφάσισε σχετικά η σύνοδος της Νεοκαισάρειας. Επίσης αν πέθαινε ο κατηχούμενος απαγορευόταν η βάπτισή του, κάτι που είχαν στο τυπικό τους οι Μαρκιωνίτες. Οι εμφανίσεις αιρέσεων και θεολογικών ομάδων στο προσκήνιο ιδίως τον τρίτο αιώνα προκάλεσε εντάσεις στο εσωτερικό της εκκλησίας που διαμόρφωσαν περαιτέρω το τυπικό της εκκλησίας πάνω στο μυστήριο. Αυτά προέκυψαν από το ζήτημα της κύρωσης του βαπτίσματος των μετανοούντων στους κόλπους της εκκλησίας. Αρκετές σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα και επικράτησε η άποψη πως έγκυρο βάπτισμα θεωρείται το βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

Νηπιοβαπτισμός και θέσπιση του βαφτίσματος διά νόμου

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που προκάλεσε διχογνωμία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ήταν ο νηπιοβαπτισμός. Ο Ειρηναίος περί το 185 αναφέρεται[6] ασαφώς για πρώτη φορά στο ζήτημα αυτό. Ο Τερτυλλιανός αποδοκίμαζε την πρακτική του βαπτίσματος νηπίων και προάσπισε την άποψη ότι θα έπρεπε να ενηλικιωθούν πρώτα: «Fiant Christiani cum Christum nosse potuerint», δηλαδή «ας γίνονται Χριστιανοί [δηλ. να βαφτίζονται] τα παιδιά όταν είναι πλέον σε θέση να γνωρίσουν τον Χριστό»[7]. Αντιθέτως ο Κυπριανός, ο οποίος είχε την άποψη ότι «όλες οι αμαρτίες εξαλείφονται με το βάπτισμα»[8], θεωρούσε και τα νήπια ανεξαιρέτως θα έπρεπε να βαφτίζονται[9] ενώ ο Ωριγένης θεωρούσε το νηπιοβαπτισμό αποστολική παράδοση[10]. Από τον 3ο αιώνα η εκκλησία άρχισε να καθιερώνει το νηπιοβαπτισμό[11]. Εντούτοις, δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία υπέρ του νηπιοβαπτισμού πριν από τον 3ο αιώνα, ενώ είναι προφανές ότι όλες οι αρχαίες βαπτιστήριες λειτουργίες αφορούσαν το βάπτισμα ενηλίκων.[12]

Ως τον 6ο αιώνα το αργότερο, καθιερώθηκε ευρύτερα το βάπτισμα νηπίων, καθώς και η υποχρέωση ότι το νήπιο θα ακολουθούσε την πίστη, καθώς ένας ενήλικος Χριστιανός, ο λεγόμενος «ανάδοχος», αναλάμβανε εν ονόματι του νηπίου την υποχρέωση να ακολουθήσει ως ενήλικος τη χριστιανική πίστη[13] και προσωποποιούσε την ευθύνη του όλου σώματος της τοπικής εκκλησίας για την ορθή κατήχηση του νέου μέλους της. Το έθιμο του νηπιοβαπτισμού σύντομα μετά τη γέννηση του νηπίου διαδόθηκε ευρύτερα κατά τον 10ο και 11ο αιώνα και έγινε γενικότερα αποδεκτό κατά τον 13ο αιώνα.[14]

Ο υποχρεωτικός βαπτισμός —νηπίων και ενηλίκων— αλλά και ο εξαναγκασμός ειδωλολατρικών και έτερων χριστιανικών ομάδων ώστε να εκχριστιανιστούν μέσω βαφτίσματος μαρτυρείται ήδη από τον 6ο αιώνα στον Ιουστινιανό Κώδικα που εκδόθηκε από τον Ιουστινιανό Α', όπου ορίζονταν διά νόμου ότι «όλα τα μικρά παιδιά πρέπει να δέχονται το σωτήριο βάπτισμα αμέσως και χωρίς καμία αναβολή» [15]. Παρά τη νομοθεσία αυτή όμως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, οι Ιεροί Κανόνες αποκλείουν τη βάπτιση νηπίων αν αυτά δεν είναι παιδιά χριστιανών γονέων,[16] ενώ η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος έδωσε Οικουμενικό κύρος στον 113ο κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης στον οποίο προβλέπεται ότι "ο καθείς να αναδέχεται τον χριστιανισμόν με θεληματικήν και ελευθέραν προαίρεσιν".[17]

Η Θεολογία του Βαπτίσματος

Ορθόδοξη εκκλησία

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το βάπτισμα αποτελεί ένα από τα επτά της μυστήρια. Σύμφωνα μάλιστα με το υπόμνημα της Μεγάλης Παρασκευής, το βάπτισμα όπως και η Θεία Ευχαριστία εξέρευσαν εκ της τρωθείσης πλευράς του Ιησού Χριστού.[18] Κατά τον Απόστολο Παύλο δόθηκε από τον Κύριο να λυτρωθεί ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα και από τις προσωπικές αμαρτίες.[19] Η τρίτη κατάδυση στην ορθόδοξη θεολογία συμβολίζει την τριήμερο ταφή και ανάσταση του Χριστού.[20] Έτσι πέρα από μια τελετουργική υποδοχή των πιστών στο σώμα της εκκλησίας, πέρα από τη λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, αποτελεί συμμετοχή στον θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Ο κάθε νεοφώτιστος με τη βάπτιση αποθέτει τον Παλαιόν άνθρωπον και εξέρχεται από το μυστήριο αναγεννημένος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ευαγγελιστή Ιωάννη.[21]

Ελληνορθόδοξο βάπτισμα.

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση ο νεοφώτιστος πρέπει να καταδύεται πλήρως στο ύδωρ (τριττή κατάδυση), ενώ η δι' επιχύσεως ή ραντίσματος βάπτιση αποτελεί κακοδοξία. Το μυστήριο αυτό τελείται στις 8 ή στις 40 ημέρες από τη γέννηση, ενώ υπάρχουν και ομολογίες οι οποίες δέχονται τη βάπτιση μόνο μετά την ενηλικίωση. Η βάπτιση εικονίζει την έκχυση του Αγίου Πνεύματος στο βαπτιζόμενο άτομο.

Μετά τη βάπτιση, η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση πού ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα. Η μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί μέσο της θείας παιδαγωγίας κατά την ορθοδοξία, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η λογική του νηπιοβαπτισμού, που εισήχθη από τους πρώτους αιώνες στην πράξη της Εκκλησίας. Εισήχθη για ν' αντιμετωπίσει την ανάγκη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας, το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος σε πρώιμη ηλικία αβάπτιστος, οπότε αδυνατεί να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών. Τα νήπια μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να πιστέψουν, αυτό όμως δεν αποτελεί για την ορθόδοξη εκκλησία λόγο, ώστε να μη μπορούν να δεχθούν τη βαπτισματική χάρη. Είναι βασικό αξίωμα στη θεολογία της ορθοδόξου παραδόσεως, ότι η θεία χάρη ενεργεί λυτρωτικά, εκεί όπου δεν υπάρχει η αμαρτία, η οποία είναι ο μόνος παράγων πού αναστέλλει και ματαιώνει τη λυτρωτική της ενέργεια. Στα νήπια το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας απουσιάζει και συνεπώς ή θεία χάρη μπορεί να επιδράσει ευεργετικά, καταλύοντας από τη φύση τους το σώμα του προπατορικού αμαρτήματος.

Ο Ιησού Χριστός Βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό. Σήμερα τα μωρά βαπτίζονται στη κολυμπήθρα στην εκκλησία. Το μωρό το υποδέχεται στην είσοδο της εκκλησίας ο νονός και η νονά του. Το παίρνουν αγκαλιά και λάμπουν από χαρά είναι ευλογία και τιμή να γίνεσαι νονός και νονά και εκείνοι νιώθουν την ευθύνη. Μετά μπαίνουν όλοι στο Ναό κοντά στη πόρτα στέκονται ο νονός με τη νονά με το μωρό και ο Ιερέας διαβάζει ευχές. Στη συνέχεια ο νονός και η νονά απαγγέλουν το πιστεύω. Αμέσως πηγαίνουν όλοι στη μέση του ναού γύρω από τη κολυμπήθρα. Κάθε κίνηση έχει τη σημασία της το Βάπτισμα είναι ιερό μυστήριο. Ο παπάς ευλογεί το νερό κάνοντας το σημείο του σταυρού τρείς φορές. Ευλογεί και το λάδι. Αλείφει το γυμνό μωρό στο στήθος, στα χέρια και στα πόδια. Ύστερα δίνει λάδι στον νονό και στη νονά να το αλείψουν το σώμα του μωρού. Στη συνέχεια ο παπάς το σηκώνει ψηλά και το βουτά στο νερό τρεις φορές βουτά το μωρό στο αγιασμένο νερό της κολυμπήθρας και λέει: Βαπτίζεται ο/η δούλος/η του θεού και αναφέρει το όνομα του μωρού εις το όνομα του Πατρός του Υιού και του Αγίου Πνεύματος Αμήν. Ύστερα το πέρνουν στην αγκαλιά τους ο νονός και η νονά του πάνω σε ένα λευκό σεντονάκι.

Ρωμαιοκαθολική εκκλησία

Ρωμαιοκαθολικό βάπτισμα.

Και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το βάπτισμα αποτελεί ένα από τα επτά μυστήρια και ακολουθείται η πρακτική του νηπιοβαπτισμού. Σε αντίθεση όμως με την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τελείται ταυτόχρονα με τη βάπτιση και το μυστήριο του χρίσματος (confirmation), αλλά το χρίσμα γίνεται αρκετά χρόνια αργότερα (συνήθως σε ηλικία 7-14 ετών). Στο μεσοδιάστημα τα παιδιά πηγαίνουν μεν στην εκκλησία, δεν λαμβάνουν όμως συνήθως μέρος στη Θεία Ευχαριστία. Ενώ το βάπτισμα γίνεται από ιερέα σε νηπιακή ηλικία, το χρίσμα δίδεται από επίσκοπο σε ηλικία όπου ο πιστός είναι σε θέση να αντιληφθεί τα συμβαίνοντα. Το βάπτισμα δεν τελείται με κατάδυση σε νερό, αλλά με επίχυση ύδατος στην κεφαλή του βαπτιζόμενου. Συχνά δεν είναι χωριστή τελετή, όπως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά τελείται στο πλαίσιο της Θείας Λειτουργίας.

Προτεσταντισμός

Εκκλησίες της Πεντηκοστής

Οι Εκκλησίες της Πεντηκοστής, τελούν το βάπτισμα με πλήρη κατάδυση στο νερό. Για τους Πεντηκοστιανούς το βάπτισμα στο νερό είναι το εξωτερικό σημείο μιας αλλαγής που έχει αρχίσει ήδη να πραγματοποιείται σε κάποιον μέσα από την αναγέννηση (Πέτρου α3 και α23), την αρχή της αλλαγής που κάνει ο Θεός στον άνθρωπο. Το βάπτισμα είναι η ταφή του παλαιού αμαρτωλού ανθρώπου και η ανάσταση/ανάδυση σε νέο άνθρωπο, σύμφυτο με τον Χριστό (Προς Ρωμαίους Κεφ. ς). Απαραίτητες προϋποθέσεις για να βαπτισθεί ένα άτομο στο νερό, είναι να έχει πιστέψει στον Χριστό (Πράξεις Αποστόλων η37) και στο Ευαγγέλιό του, και να έχει μετανοήσει από την αμαρτία. Γίνεται επομένως σε άνδρες και γυναίκες που είναι σε θέση να πιστέψουν και να μετανοήσουν, οπότε δεν τελούνται νηπιοβαπτισμοί.

Για τα νήπια στις Εκκλησίες της Πεντηκοστής γίνεται η λεγόμενη «αφιέρωση» (Κατά Λουκά β27).

Υποσημειώσεις

Βιβλιογραφία

  • Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002.
  • Ηλία Μηνιάτη, Οι Τρεις περί Πίστεως Λόγοι (Δογματική Ορθοδόξου Εκκλησίας), Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα.
  • Θεοδώρου Ανδρέας, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά - συμβολικά - ιστορικοδογματικά, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία.
  • The Anchor Bible Dictionary, Τόμ. 1, 1992, Εκδ. Doubleday.