Καινή Διαθήκη

Καινή Διαθήκη ονομάζεται το δεύτερο μέρος της Ιερής γραμματείας ή Ιερών Κειμένων των Χριστιανών. Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη αποτελούν την Αγία Γραφή των Χριστιανών· μάλιστα στην Καινή Διαθήκη περιλαμβάνονται περίπου 153 παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη[1]. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε από πολλούς συντάκτες μέσα σε μια χρονική περίοδο 50 περίπου ετών (Η Παλαιά και η Καινή σε περίπου 11 αιώνες[2]). Οι Χριστιανοί συγκέντρωσαν σταδιακά τα κείμενα αυτά σε ένα σώμα, μετά την Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού, ώστε να ενισχυθεί το έργο της διάδοσης του μηνύματός του στον κόσμο. Επίσης, με το έργο αυτό θέλησαν να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές χωρίς αλλοιώσεις, τις πληροφορίες για όσα είδαν και άκουσαν. Η πλειονότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν εξ αρχής στα αρχαία ελληνικά.

Καινή Διαθήκη
ΤίτλοςΚαινή Διαθήκη
ΓλώσσαBiblical Greek
Ημερομηνία δημιουργίας1ος αιώνας
ΧαρακτήρεςΙησούς Χριστός
Dewey Decimal225
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Από «Χριστιανικές (Ελληνικές) Γραφές» αντί της παραδοσιακής χριστιανικής ονοματοδοσίας «Παλαιά Διαθήκη» και «Καινή Διαθήκη» αντίστοιχα.[3]

Περιεχόμενο

Η Καινή Διαθήκη αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά είδη βιβλίων:

  • Τα τέσσερα Ευαγγέλια: δίνουν πληροφορίες για τη διδασκαλία του Ιησού και λίγες πληροφορίες για τη ζωή του, όσες ήταν απαραίτητες ώστε να γίνει πιο κατανοητό το μήνυμα της διδασκαλίας του. Πιστεύεται ότι έχουν γραφτεί από τέσσερις πιστούς χριστιανούς: Δύο από τους δώδεκα πρώτους αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής του Ιησού, Ματθαίο και Ιωάννη και τους αυτήκοους μάρτυρες των μαθητών του, Μάρκο και Λουκά. Τα βιβλία αυτά καταγράφηκαν μεταξύ του 60 και του 110 μ.Χ..

Ο Πέτρος ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές του Ιησού ενώ ο Παύλος ήταν απόστολος στον μη εβραϊκό κόσμο, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

  • Τις Επιστολές: Από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα 21 έχουν την μορφή των επιστολών. Οι 14 από αυτές γράφτηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Μέσω αυτών απευθύνθηκε στους πιστούς διδάσκοντας το λόγο του Ιησού, δίνοντας λύσεις στα τοπικά προβλήματα των εκκλησιών και συμβουλές για το πως να ζήσουν μια χριστιανική ζωή.
  • Την Αποκάλυψη: Το βιβλίο αυτό είναι γνωστό ως Αποκάλυψη του Ιωάννη, εξαιτίας της πίστης ότι γράφτηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το περιεχόμενό του ενθαρρύνει τους Χριστιανούς να κρατήσουν την πίστη τους παρόλες τις δυσκολίες που θα συναντήσουν, δίνοντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα ελπίδας.

Τι είναι η Καινή Διαθήκη

Η έκφραση «Καινή Διαθήκη», σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος κατά τις αφηγήσεις των ευαγγελιστών και την παράδοση που διασώζει ο Απόστολος Παύλος, τη βραδιά του Μυστικού δείπνου είπε: «Τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. 26, 28, Μαρκ. 14, 24, Λουκ. 22, 20, Α΄ Κορ. 11, 25), δηλώνοντας έτσι μια νέα περίοδο της θείας οικονομίας.

Τα βιβλία που γράφηκαν από συγγραφείς της πρώτης εκκλησίας και περιέχουν τη διδασκαλία περί πραγματοποίησης των υποσχέσεων του θεού, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ονομάστηκαν «Καινή Διαθήκη» σε αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού, της «Παλαιάς Διαθήκης».

Ο όρος «Καινή Διαθήκη», προς δήλωση του συνόλου των βιβλίων που περιέχουν τη νέα οικονομία του Θεού, μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και μετά. Τα βιβλία που αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη είναι η τελική καταγραφή της προφορικά και γραπτά μεταδιδόμενης χριστιανικής παράδοσης. Αλλά και αυτά, την εποχή που γράφηκαν δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως ως «Γραφή». Εκείνο που τα επέβαλε στη συνείδηση των χριστιανών ήταν η αποστολική τους προέλευση και η συμφωνία τους προς την αλήθεια που είχε η εκκλησία ως ζωντανή παράδοση από τους «απ' αρχής αυτόπτας και υπηρέτας» του λόγου (Λουκ. 1, 2)[5]. Για πρώτη φορά περί τα μέσα του 2ου αιώνα μερικά χωρία από τα ευαγγέλια παρατίθενται ως «Γραφή».

Η Καινή Διαθήκη που αποτελείται από ένα σύνολο 27 βιβλίων, καθιερώθηκε με την τελική της μορφή στο δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Τα βιβλία που την αποτελούν είναι:

Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης

Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές «Γραφές» (Παλαιά Διαθήκη), οι οποίες θεωρούνταν θεόπνευστες (2 Τιμ. 3:16· 2 Πέτρ. 1:20).

Τα συγγράμματα που αργότερα έγιναν γνωστά ως Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση από τις εκκλησίες κατά τη λατρεία, ως κριτήριο εκκλησιαστικής τάξης, για κατηχητική εκπαίδευση και για θεολογικούς σκοπούς. Αυτά τα νέα χριστιανικά συγγράμματα περιείχαν αναφορές σε άλλα χριστιανικά συγγράμματα της εποχής, χαρακτηρίζοντάς τα μάλιστα ως «Γραφές», σε σημείο ώστε μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα να αναφέρονται έτσι τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης[9].

Χριστιανικά έργα εκείνης της περιόδου όπως η Επιστολή Βαρνάβα και η Δεύτερη Επιστολή Κλήμεντος εισαγάγουν χωρία από αυτά τα χριστιανικά συγγράμματα με τον τρόπο που συνέβαινε ώς τότε για τις εβραϊκές Γραφές: «Γέγραπται». Καθώς υπήρχε ακόμη διαθέσιμη η ζωντανή προφορική παράδοση των λόγων του Ιησού αλλά και η παρουσία των αποστόλων, των μαθητών των αποστόλων και των προφητών δεν υφίστατο καν η έννοια ενός κλειστού κανόνα αποδεκτών κειμένων[10]. Μόνο κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του αποστόλου Παύλου αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα».[11]

Καθώς η εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν ο «νέος τόπος», παρέμενε προσκολλημένη στον κανόνα βιβλίων που χρησιμοποιούνταν από τους Ιουδαίους, με μια νέα όμως αντίληψη περί αυτού. Η Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να θεωρηθεί χριστιανική μόνο εφόσον ήταν κατανοητό ότι έδινε μαρτυρία στο σύνολό της για τον Ιησού Χριστό[12].

Δεν μπορεί να λεχθεί με σαφήνεια πότε ακριβώς άρχισε η μακρόχρονη και αδιάκοπη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης καθώς η Ιστορία ουσιαστικά σιωπά για αυτή τη σπουδαιότατη εξέλιξη της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας[13]. Αντί να αποτελεί αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου διατάγματος από ένα άτομο ή μια σύνοδο κατά την έναρξη της χριστιανικής εποχής, η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έλαβε χώρα σταδιακά και επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες εντός και εκτός της εκκλησίας.

Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα και εντατικοποιούνται ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, καθώς αυξανόταν σημαντικά ο όγκος της χριστιανικής φιλολογίας που κυκλοφορούσε μεταξύ των εκκλησιών. Πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «καινή» διαθήκη φέρεται να είναι ο επίσκοπος Ειρηναίος της Λυών (Λουγδούνου) στις αρχές του 3ου αιώνα, αν και δεν αντιμετωπίζει όλα τα «κανονικά» συγγράμματα της Καινής Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο. Παρ' όλα αυτά, τα όρια του κανόνα είχαν ουσιαστικά παγιωθεί ως το έτος 200[14]. Βέβαια, η κανονικότητα κάποιων από τις Καθολικές Επιστολές και το βιβλίο της Αποκάλυψης παρέμεινε ζήτημα αντιλογίας για κάποιο διάστημα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα, ο κανόνας της Καινής Διαθήκης καθορίστηκε τελειωτικά και επακριβώς σε μια σειρά εκκλησιαστικών συνόδων.[15]

Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο κανών προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής ή κατ' άλλους για να δηλώσει τα έγκυρα βιβλία της Αγίας Γραφής σε αντίθεση με τα «απόκρυφα» ή «ακανόνιστα»[16]

«Τοσαύτα και τα της Καινής Διαθήκης βιβλία τα γε κανονιζόμενα, και της πίστεως ημών οιονεί ακροθίνια ή άγκυραι και ερείσματα»(«Σύνοψις» [επίτομος της Θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης], PG 28, 293)

και

«βιβλία τούτων έξωθεν, ού κανόνιζόμενα» (39η «Εορταστική Επιστολή», 75)

Επίσης, στο έργο του Περί Νικαίας (352), αναφερόμενος στον Ποιμένα του Ερμά, τον εξαιρεί από τον Κανόνα γράφοντας:

«εν δέ τω Ποιμένι γέγραπται, επειδή και τούτο καίτοι μη όν εκ του κανόνος» (Περί Νικαίας, 17,3)

Εκείνη την περίοδο, στην Τοπική Σύνοδο της Λαοδίκειας του 363 γίνεται αναφορά στα «κανονικὰ [βιβλία] τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης» και παρατίθεται η λίστα (κανών) αυτών των κανονικών βιβλίων:

«Κανὼν ΝΘ΄ Ὅτι οὐ δεῖ ἰδιωτικοὺς ψαλμοὺς λέγεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδὲ ἀκανόνιστα βιβλία, ἀλλὰ μόνα τὰ κανονικὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.
Κανὼν Ξ΄ Ὅσα δεῖ βιβλία ἀναγινώσκεσθαι [...] τῆς Καινῆς Διαθήκης ταῦτα· Εὐαγγέλια τέσσαρα, κατὰ Ματθαῖον, κατὰ Μάρκον, κατὰ Λουκᾶν, κατὰ Ἰωάννην· Πράξεις Ἀποστόλων· Ἐπιστολαὶ καθολικαὶ ἑπτά, Ἰακώβου μία, Πέτρου δύο, Ἰωάννου τρεῖς, Ἰούδα μία· Ἐπιστολαὶ Παύλου δεκατέσσαρες· πρὸς Ρωμαίους μία, πρὸς Κορινθίους δύο, πρὸς Γαλάτας μία, πρὸς Ἐφεσίους μία, πρὸς Φιλιππησίους μία, πρὸς Κολοσσαεῖς μία, πρὸς Θεσσαλονικεῖς δύο, πρὸς Ἑβραίους μία, πρὸς Τιμόθεον δύο, πρὸς Τίτον μία, καὶ πρὸς Φιλήμονα μία». —Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου 59 και 60

Εντούτοις, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το κατά πόσον αυτή η λίστα Γραφικών βιβλίων (Κανόνας Ξ΄) είχε περιληφθεί μαζί με τους υπόλοιπους κανόνες ή αν αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη[17].

Με τον κανόνα της Λαοδίκειας ταυτίζεται, εκτός από το βιβλίο της Αποκάλυψης, η 39η Εορταστική Επιστολή του Αθανάσιου το 367 η οποία απαριθμεί και τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την πρώτη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Η Σύνοδος της Ιππώνος (393) και λίγο αργότερα η Σύνοδος της Καρχηδόνας το 397 εξέδωσαν τον ίδιο κατάλογο κανονικών βιβλίων. Εντούτοις κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν δεν έγινε αποδεκτός ο κανόνας αυτός από όλους μέσα στη χριστιανική εκκλησία.

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η 39η επιστολή που αποτελεί και κανόνα της Εκκλησίας, επικυρώθηκε από τη Σύνοδο της Καρθαγένης (419):

«Της Νέας Διαθήκης Ευαγγέλια τέσσαρα, Πράξεων τών Αποστόλων βίβλος μία, επιστολαί Παύλου δεκατέσσαρες, Πέτρου Αποστόλου δύο, Ιωάννου Αποστόλου τρεις, Ιακώβου Αποστόλου μία, Ιούδα Αποστόλου μία, Αποκαλύψεως Ιωάννου βίβλος μία.» — (Κανών κδ΄ της εν Καρθαγένη Συνόδου[18])

Το 405 ο Πάπας Ιννοκέντιος Α΄ σε επιστολή που έστειλε από τη Ρώμη προς τον επίσκοπο Εξιπερί της Τουλούζης (Exsuperius of Toulouse) κατονομάζει τα βιβλία που θεωρούνται έκτοτε κανονικά.

Τους κανόνες της Συνόδου της Καρθαγένης, επικύρωσε ο Κανών β’[19] της Εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου το 691.

Βεβαίως, ενώ οι εκκλησιαστικοί πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, για παράδειγμα, η Αιθιοπική (Αβυσσινιακή) Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 35 (ή 38) βιβλία αντί των 27.

Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά την διακύμανση ως προς την αναγνώριση της κανονικότητας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.

ΒιβλίοΜαρκίων (μέσα 2ου αι. μ.Χ.)Ειρηναίος (τέλη 2ου αι. μ.Χ.)Μουρατοριανός Κανόνας
(τέλη 2ου αι. μ.Χ.)
Τερτυλλιανός (150-220 μ.Χ.)Αρχαία Συριακή μετάφραση
(Old Syriac)
2ος αι. μ.Χ.
[20]

ή κατ' άλλους,
Πεσίτα,
4ος/5ος αι. μ.Χ.
[21]

Ωριγένης (185-254 μ.Χ.)Ιππόλυτος Ρώμης (200-225 μ.Χ.)Ευσέβιος ο Καισαρείας (325-340 μ.Χ.)Σιναϊτικός κώδικας (4ος αι. μ.Χ.)Μ. Αθανάσιος (367 μ.Χ.)
1. Κατά ΜατθαίονΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
2. Κατά ΜάρκονΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
3. Κατά ΛουκάνΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
4. Κατά ΙωάννηνΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
5. ΠράξειςΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
6. Προς ΡωμαίουςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
7. Προς Κορινθίους Α'ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
8. Προς Κορινθίους Β'ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
9. Προς ΓαλάταςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
10. Προς ΕφεσίουςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
11. Προς ΦιλιππησίουςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
12. Προς ΚολοσσαείςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
13. Προς Θεσσαλονικείς Α΄ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
14. Προς Θεσσαλονικείς Β΄ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
15. Προς Τιμόθεον Α΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
16. Προς Τιμόθεον Β΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
17. Προς ΤίτονΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
18. Προς ΦιλήμοναΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικό
19. Προς ΕβραίουςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΑμφισβητ.ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικό
20. ΙακώβουΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
21. Πέτρου Α΄ΕκτόςΚανονικόΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
22. Πέτρου Β΄ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
23. Ιωάννου Α΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
24. Ιωάννου Β΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
25. Ιωάννου Γ΄ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
26. ΙούδαΕκτόςΕκτόςΚανονικόΚανονικόΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
27. Αποκάλυψις ΙωάννουΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΕκτόςΚανονικόΚανονικόΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
Ποιμήν ΕρμάΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτός
Επ. ΒαρνάβαΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτός
Διδαχή των 12 Αποστ.ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτός
Αποκάλυψις ΠέτρουΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτός
Α' ΚλήμεντοςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτός

Η ελληνική ως γλώσσα της Καινής Διαθήκης

Η γλώσσα του Ιησού και των πρώτων Αποστόλων δεν ήταν η ελληνική. Το ευαγγέλιο κηρύχθηκε αρχικά στην αραμαϊκή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική γλώσσα δεν ήταν αρκετά γνωστή στην παλαιστινη κατά την εποχή του Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε συναγωγές Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι, πρέπει να χρησιμοποιούσαν το ίδιο καλά την αραμαϊκή και την ελληνική. Πάντως το ευαγγέλιο κηρύχθηκε επί Ισραηλινού εδάφους στην αραμαϊκή, και σε αυτήν καταγράφτηκαν τα πρώτα «Λόγια του Ιησού» και οι πρώτες περί αυτού διηγήσεις. Όμως πολύ σύντομα, με την έξοδο των πρώτων ιεραποστόλων από το παλαιστινιακό έδαφος, παρουσιάστηκε η ανάγκη ώστε το κήρυγμα της νέας θρησκείας να γίνεται στην ελληνική και λόγια του Ιησού ή παραδόσεις που είχαν γραφτεί στην αραμαϊκή, να μεταφρασθούν στην ελληνική.

Οι ελληνιστές ιεραπόστολοι και ειδικά εκείνοι που είχαν ως κέντρο την Αντιόχεια, φαίνεται ότι υπήρξαν οι πρωτοπόροι προς την κατεύθυνση αυτή και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική από τους Εβδομήκοντα αποτέλεσε γι' αυτούς σημαντική κληρονομιά. Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι είτε από την αρχή είτε τουλάχιστον στην παρούσα μορφή τους, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, επειδή άσχετα προς την αρχική καταγωγή του ιστορικού υλικού ή των αρχικών γραπτών πηγών, τα κείμενα αυτά προέρχονται όλα από Εκκλησίες που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά ως μέσο επικοινωνίας. Μάλιστα, αν εξαιρεθούν ελάχιστα χωρία, στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται παντού και η ελληνική Παλαιά Διαθήκη των Εβδομήκοντα. Κατ' αυτό τον τρόπο, είναι φανερό πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί μέρος της ελληνικής γραμματολογίας.[2]

Το είδος της ελληνικής που χρησιμοποιήθηκε

Η ελληνική γλώσσα που συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν είναι η κλασική αττική γλώσσα. Επειδή μάλιστα επικρατούν πολλές ασυνήθιστες και άγνωστες στην αρχαία ελληνική λέξεις και εκφράσεις, πριν από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα πίστευαν ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη «ιερή» γλώσσα, που την ονόμαζαν «βιβλική ελληνική».

Από τότε όμως που νέοι πάπυροι της ελληνιστικής εποχής βρέθηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα και οι ερευνητές μελέτησαν τη γλώσσα των κειμένων αυτών που προέρχονταν από την καθημερινή ζωή (ιδιωτικές επιστολές, συμφωνητικά κ.ά), διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι η «κοινή» ελληνιστική, η γλώσσα δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων που αποτελεί τη φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής και της οποίας συνέχεια είναι η νέα ελληνική.[22][23]

Κάποια γενικά χαρακτηριστικά της κοινής ελληνιστικής είναι:

  • Η απλούστερη σύνταξη σε σχέση με την αττική γλώσσα
  • Η απλούστερη γραμματική
  • Η αλλαγή περιεχομένου σε παλιές λέξεις της κλασικής εποχής
  • Η πρόσληψη και ενσωμάτωση στοιχείων από άλλες γλώσσες ( αραμαΐκες λέξεις, σημιτικές εκφράσεις, λατινικές λέξεις)

Την ελληνιστική κοινή είχε διαδώσει ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του στα πέρατα της «οικουμένης». Σ' αυτήν είχε ήδη μεταφραστεί και η Παλαιά Διαθήκη. Η «κοινή» ήταν μια γλώσσα απλή, καθαρά ελληνική, και επιπλέον είχε την δυνατότητα να εκφράσει αφηρημένες έννοιες και να δημιουργήσει νέες και σύνθετες λέξεις και παρά το σημιτικό υπόβαθρο των ιερών κειμένων ή των συγγραφέων τους, υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη ελληνικές λέξεις προς έκφραση οποιασδήποτε έννοιας.[22]

Η ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης

Είναι αλήθεια πως το γραπτό μήνυμα που διασώθηκε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εξαφανίστηκε στην αρχική του μορφή. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ένα απλό σπάραγμα παπύρου, της γραφικής ύλης των πρώτων αιώνων, που να περιέχει κείμενο της Καινής Διαθήκης όπως βγήκε από το χέρι του αρχικού συγγραφέα. Αν και κάποια από αυτά μας οδηγούν αρκετά κοντά στη συγγραφή των αυθεντικών, ό,τι υπάρχει σήμερα είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων.[24]

Αυτό οφείλεται σε χιλιάδες αντιγραφείς, που από γενιά σε γενιά διέσωσαν και μετέδωσαν τα κείμενα αυτά. Βεβαίως, κι αυτοί υπόκεινταν στο ανθρώπινο λάθος. Είτε δεν διάβασαν σωστά κάποιες λέξεις, είτε εσφαλμένα αντέγραψαν άλλες, μετέθεσαν ολόκληρες προτάσεις, παρέλειψαν ολόκληρες φράσεις καθώς ήταν δυνατό από κάποια φυσική φθορά στο κείμενο του υποδείγματος να είχαν σβηστεί λίγα ή πολλά γράμματα και αυτά να παραλείπονται στο αντίγραφο, διάφορες προσθήκες παρουσιάζονταν και γενικά έκαναν όλα τα λάθη που η μελέτη της παλαιογραφίας και της κριτικής κειμένων έχει εντοπίσει σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια αντιγραφής.[24]

Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι αντιγραφείς που αναλάμβαναν να βελτιώσουν την ατελή γραμματική μερικών συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, να προσθέσουν επεξηγήσεις όταν κάτι φαινόταν πως απαιτούσε αποσαφήνιση ή να εισαγάγουν κάποιες αλλαγές έτσι ώστε να κερδίσουν κάποια μάχη που δινόταν στα χρόνια τους. Πολλοί αντιγραφείς εμπιστεύονταν, περιστασιακά, περισσότερο τη μνήμη τους παρά την όρασή τους, γράφοντας αυτό που θυμόντουσαν και όχι αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Παρόλο λοιπόν που οι αντιγραφείς αυτοί πίστευαν πως τα κείμενα που αντέγραφαν ήταν ο λόγος του Θεού, μας κληροδότησαν ένα πλήθος από παραλλαγές και παραφθορές του κειμένου της Καινής Διαθήκης.[24]

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τον μεγάλο μόχθο για την έρευνα, σύγκριση και αποκατάσταση των αρχαίων χειρογράφων ώστε να φτάσουμε όσο είναι ανθρώπινα δυνατό στο αρχικό κείμενο των ευαγγελιστών και επιστολογράφων, ανέλαβαν ερευνητές, που η ειδικότητα τους είναι γνωστή ως «Κριτική του κειμένου». Οι ερευνητές αυτοί, κατά τη διάρκεια του έργου τους, έπρεπε να μελετήσουν μαρτυρίες χιλιάδων χειρογράφων από τον 2ο ώς τον 15ο αιώνα, να αξιολογήσουν το υλικό, να ταχθούν υπέρ ή ενάντια αυτής ή της άλλης λέξης, υπέρ της μιας ή της άλλης φράσης, υπέρ της κρίσης μιας περικοπής ως αυθεντικής ή ως μεταγενέστερης προσθήκης.[24]

Το σημερινό κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι προϊόν όλων αυτών των συντονισμένων προσπαθειών από αναγνωρισμένους και αξιοσέβαστους ειδικούς στον κλάδο τους. Παρά το γεγονός ότι και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, επιδρομές διαφόρων λαών εξαφάνισαν τα βιβλικά χειρόγραφα από αρκετές περιοχές της χριστιανοσύνης, σώθηκαν μέχρι σήμερα πάνω από 2.500 ελληνικά χειρόγραφα που περιέχουν είτε πλήρη, είτε αποσπάσματα του κειμένου. Ο συνολικός αριθμός παραλλαγών, θελητών και αθέλητων, των ιερών κειμένων, κυμαίνεται γύρω στις 200.000, στο μεγαλύτερο μέρος τους όμως πρόκειται για παραλλαγές ασήμαντες όσον αφορά το νόημα και την ουσία του κειμένου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο τεράστιος αριθμός χειρογράφων και παραθέσεων χωρίων από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, μας επιτρέπει να έχουμε ένα κείμενο κατά πολύ ανώτερο απέναντι στις περισσότερες σχεδόν νεώτερες φιλολογικές συνθέσεις.[24]

Το κείμενο της 27ης έκδ. «Nestle-Aland» και 4ης έκδ. της «Greek New Testament», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οικουμενικά αποδεκτό κείμενο, αφού απ' αυτό διδάσκονται οι φοιτητές την ερμηνεία στα Πανεπιστήμια του κόσμου και απ' αυτό γίνονται οι μεταφράσεις στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους.[25]

Επίσης, η έκδοση του Maurice Robinson, με τίτλο The New Testament in the Original Greek: Byzantine Text Form of 2018, συγκεντρώνει τα περισσότερα χειρόγραφα, δίνοντας ένα κείμενο σχεδόν πανομοιότυπο με το Πατριαρχικό κείμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης του 1904/12.

Το κείμενο της Κ.Δ. που βρέθηκε σε χειρόγραφα μέχρι και τον 3ο αιώνα

Τα ευρήματα δείχνουν ότι πάνω από το μισό κείμενο της Καινής Διαθήκης, βρέθηκε σε χειρόγραφα που χρονολογούνται[26] μέχρι και τον 3ο μ.Χ. αιώνα:

ΒιβλίοΣύνολο εδαφίων που περιέχει το βιβλίοΣύνολο εδαφίων που βρέθηκαν σε χειρόγραφα μέχρι το 300 μ.Χ.Ποσοστό περιεχομένου που βρέθηκε %Χρονολόγηση αρχαιότερου χειρογράφουΟνομασία του αρχαιότερου χειρογράφου
Κατά Ματθαίον107114813,82γύρω στα 200 μ.Χ.p64
Κατά Μάρκον67825036,87γύρω στα 200 μ.Χ.p45
Κατά Λουκάν115182972,02γύρω στα 200 μ.Χ.p45
Κατά Ιωάννην87984295,79γύρω στα 125 μ.Χ.p52
Πράξεις100753052,63γύρω στα 200 μ.Χ.p45
Προς Ρωμαίους43329568,13γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Κορινθίους Αʹ43743599,54γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Κορινθίους Βʹ257257100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Γαλάτας149149100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Εφεσίους15515499,35γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Φιλιππησίους104104100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Κολοσσαείς9595100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Θεσσαλονικείς Αʹ894651,69γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Θεσσαλονικείς Βʹ47612,773ος αιώναςp30
Προς Τιμόθεον Αʹ11300
Προς Τιμόθεον Βʹ8300
Προς Τίτον461123,91γύρω στα 200 μ.Χ.p32
Προς Φιλήμονα255203ος αιώναςp87
Προς Εβραίους303303100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Ιακώβου1082422,22αρχές 3ου αιώναp23
Πέτρου Αʹ105105100τέλη 3ου αιώναp72
Πέτρου Βʹ6161100τέλη 3ου αιώναp72
Ιωάννου Αʹ10565,713ος αιώναςp9
Ιωάννου Βʹ1300
Ιωάννου Γʹ1400
Ιούδα2525100τέλη 3ου αιώναp72
Αποκάλυψις Ιωάννου40412831,683ος αιώναςp47
ΣΥΝΟΛΑ7957431854,27 %

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

  • Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αγουρίδης Σ., Γρηγόρης, 1991
  • Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Καραβιδόπουλος Ι., Πουρναράς, 1998
  • Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, L.D.Reynolds & N.G.Wilson, ΜΙΕΤ, 1981
  • Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, Elpidio Mioni, ΜΙΕΤ, 1985
  • Ελληνικοί Πάπυροι, E.G. Turner, ΜΙΕΤ, 1981
  • The Problem of the New Testament Canon, Kurt Aland, Mowbray, 1962
  • An Introduction to the New Testament, Raymond Brown, Doubleday, 1997
  • After Jesus: The Triumph of Christianity, The Reader's Digest Association, 1992
  • Zondervan Handbook to the Bible, Zondervan Grand Rapids, 1999
  • The Canon of the New Testament, Bruce M. Metzger, Clarendon Press, Oxford, 1987
  • The Anchor Bible Dictionary, Freedman, David Noel, ed., New York: Doubleday, 1997, 1992.
  • The Interpreter's Dictionary of the Bible, An Illustrated Encyclopedia, Abingdon Press, 23η εκτύπωση, 1962, 2000.
  • Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Αφρικανικές Σύνοδοι και Κανόνας της Καινής Διαθήκης, 1914
  • A Short History of Christian Doctrine, Bernhard Lohse, Fortress Press, Philadelphia, 1985.
  • Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Μερικές σύντομες γραφές του εκκλησιαστικού κειμένου της Καινής Διαθήκης, Δελτίο Βιβλικών Μελετών, τομ. 3 (Ιανουάριος-Δεκέμβριος 1984), σελ. 36-40
  • Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, Αδελφότης Θεολόγων "ο Σωτήρ", Αθήνα 1986.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαδικτυακές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης

Άλλα