Μεσαία δύναμη

Περαιτέρω πληροφορίες: Δύναμη (Διεθνείς σχέσεις), Υπερδύναμη, Μεγάλες Δυνάμεις, Περιφερειακή Δύναμη και Μικρή Δύναμη

Στις διεθνείς σχέσεις, μια μεσαία δύναμη είναι ένα κυρίαρχο κράτος το οποίο δεν είναι ούτε υπερδύναμη ούτε μεγάλη δύναμη, αλλά και πάλι έχει μεγάλη ή αρκετή επιρροή και διεθνή αναγνώριση. Η έννοια της "μεσαίας δύναμης" χρονολογείται από τις αρχές του Ευρωπαϊκού συστήματος λειτουργίας των κρατών. Στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Ιταλός πολιτικός στοχαστής Τζιοβάνι Μπότερο διαχώρισε τον κόσμο σε τριών ειδών κράτη: – grandissime (αυτοκρατορίες), mezano (μεσαίες δυνάμεις) και piccoli (μικρές δυνάμεις). Σύμφωνα με τον Μπότερο, μια mezano, ή μικρή δύναμη, "...έχει αρκετή δύναμη και εξουσία να σταθεί από μόνη της χωρίς τη βοήθεια από άλλους."[1].

Ηγέτες των ηγετών των χωρών του G20 και άλλοι, στη σύνοδο G20 του 2008 στην Ουάσιγκτον. Τα περισσότερα μέλη του G20 είναι μεσαίες δυνάμεις, ενώ κάποια είναι μεγάλες δυνάμεις.

Ορισμός

Δεν υπάρχει μια συμφωνημένη σταθερή μέθοδος που να καθορίζει ποιες δυνάμεις είναι μεσαίες. Κάποιοι ερευνητές χρησιμοποιούν τα στατιστικά στοιχεία για το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) για να συντάξουν τον κατάλογο των μεσαίων δυνάμεων. Από οικονομική άποψη, μεσαίες δυνάμεις είναι αυτές που θεωρούνται ούτε πολύ "μεγάλες" ούτε πολύ "μικρές," όπως κι αν ορίζεται αυτό. Όμως, οι παράγοντες της οικονομίας και η οικονομία δεν είναι πάντα ο καθοριστικός παράγοντας κατάταξης. Υπό την παρούσα έννοια του όρου, μια μεσαία δύναμη είναι μία που έχει ένα βαθμό επιρροής παγκοσμίως, αλλά δεν έχει σαφή υπεροχή σε καμία συγκεκριμένη περιοχή. Όμως, η χρήση αυτής του ορισμού δεν είναι παγκόσμια, και κάποιοι περιγράφουν τις μεσαίες δυνάμεις έτσι ώστε να περιλαμβάνουν και κράτη που μπορούν να θεωρηθούν περιφερειακές δυνάμεις.

Σύμφωνα με Ακαδημαϊκούς του Πανεπιστημίου του Λέιτσεστερ και του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ:

Το στάτους ως μεσαία δύναμη συνήθως καθορίζεται με έναν από τους δύο τρόπους. Ο παραδοσιακός και πιο συνηθισμένος είναι η συνάθροιση σημαντικών φυσικών και υλικών κριτηρίων για την κατάταξη των κρατών σύμφωνα με τις σχετικές τους δυνατότητες. Επειδή οι δυνατότητες των κρατών διαφέρουν, αυτές κατατάσσονται σε υπερδυνάμεις (ή μεγάλες δυνάμεις), μεσαίες δυνάμεις, και μικρές δυνάμεις. Προσφάτως, υπάρχει η δυνατότητα να γίνει διάκριση και μιας δεύτερης μεθόδου για τον καθορισμό των μεσαίων δυνάμεων η οποία εστιάσει σε συμπεριφοριστικές στάσεις. Αυτή η μέθοδο θεωρεί ότι μπορεί να γίνει διάκριση των μεσαίων δυνάμεων από τις υπερδυνάμεις και τις μικρότερες δυνάμεις, εξ’ αιτίας της συμπεριφοράς τους στην εξωτερική πολιτική– οι μεσαίες δυνάμεις εξασφαλίζουν μια θέση γι’ αυτές με τον να κυνηγούν μια περιορισμένου εύρους και συγκεκριμένου τύπου ενδιαφερόντων και στοχεύσεων στην εξωτερική πολιτική. Με αυτόν τον τόπο μεσαίες δυνάμεις είναι χώρες που χρησιμοποιούν την σχετικές διπλωματικές τους ικανότητες προς το όφελος της διεθνούς ειρήνης και σταθερότητας. Και η δύο μέθοδοι κατάταξης έχουν αμφισβητηθεί και είναι αμφιλεγόμενες, αν και η παραδοσιακή ποσοτική μέθοδο έχει αποδειχθεί πιο προβληματική από την συμπεριφοριστική μέθοδο.

Σύμφωνα με τον Eduard Jordaan του Πανεπιστημίου Διοίκησης της Σιγκαπούρης:

Όλες οι μεσαίες δυνάμεις επιδεικνύουν μια εξωτερική πολιτική συμπεριφορά η οποία είναι προς τη σταθεροποίηση και τη νομιμοποίηση της διεθνούς τάξεως, συνήθως μέσω πολύπλευρων και συνεργατικών πρωτοβουλιών. Όμως, ανερχόμενες και παραδοσιακές μεσαίες δυνάμεις μπορούν να διακριθούν βάση των, εξίσου ασκούντων επιρροών, θεσμικών και συμπεριφοριστικών διαφορών τους. Θεσμικά, οι παραδοσιακές μεσαίες δυνάμεις είναι πλούσιες, σταθερές, κράτη ισονομίας, σοσιαλδημοκρατικά, και χωρίς περιφερειακή επιρροή. Συμπεριφοριστικά, επιδεικνύουν έναν αδύναμο και όχι βέβαιο περιφερειακό προσανατολισμό, διαμορφώνοντας ταυτότητες που διαφέρουν από τα ισχυρά κράτη της περιοχής τους και που συχνά συνεισφέρουν με ειρηνευτικές πιέσεις για παγκόσμια αναμόρφωση. Σε αντίθεση, οι ανερχόμενες μεσαίες δυνάμεις είναι ημί-περιφερειακές, σε υλικό επίπεδο κράτη μη ισότητας, και πρόσφατα εκδημοκρατισμένα κράτη, τα οποία επιδεικνύουν πολύ περιφερειακή επιρροή και αυτό-αναφορά. Συμπεριφοριστικά, προτιμούν την αναμορφωτική και όχι τη ριζοσπαστική παγκόσμια αλλαγή, έχουν προτίμηση για ισχυρότερο περιφερειακό προσανατολισμό προκρίνοντας τη τοπική κοινωνική ενσωμάτωση, αλλά επίσης επιζητούν να διαμορφώσουν διαφορετική ταυτότητα από τα αδύναμα κράτη της περιοχής τους[2].

Ένας άλλος ορισμός από την Πρωτοβουλία Μεσαίων Δυνάμεων (Middle Power Initiative): "Οι Μεσαίες δυνάμεις είναι χώρες πολικά και οικονομικά σημαντικές, που έχουν διεθνή σεβασμό, οι οποίες έχουν αποκηρύξει την κούρσα για τον πυρηνικό εξοπλισμό, μια θέση η οποία τους προσδίδει σημαντική διεθνή αξιοπιστία."[3]. Υπό αυτό τον ορισμό όμως, χώρες με πυρηνικά όπως η Ινδία και το Πακιστάν, και κάθε χώρα του ΝΑΤΟ με πυρηνικά δεν θα μπορούσε να θεωρείται μεσαία δύναμη.

Διπλωματία μεσαίων δυνάμεων

Σύμφωνα με τη Laura Neak του Οργανισμού Διεθνών Σπουδών (International Studies Association):

Αν και υπάρχει ο ορισμός της μεσαίας δύναμης είναι εννοιολογικά αμφιλεγόμενος, τις περισσότερες φορές οι μεσαίες δυνάμεις προσδιορίζονται από τη διεθνή συμπεριφορά τους–η οποία αποκαλείται 'διπλωματία των μεσαίων δυνάμεων'—η τάση της επιδίωξης λύσεων που περιλαμβάνουν πολλά συμβάλλοντα μέρη στις διεθνείς διαφωνίες, και η τάση υιοθέτησης εννοιών της ‘καλής πολιτικής συμμετοχής’ στη διπλωματία. Οι μεσαίες δυνάμεις είναι κράτη τα οποία δεσμεύουν τη σχετική τους επιρροή, διαχειριστικές ικανότητες, και διεθνές κύρος προς τη διατήρηση της διεθνούς τάξεως και ειρήνης. Οι Μεσαίες δυνάμεις βοηθούν στη διατήρηση της διεθνούς τάξεως με την διαμόρφωση συμμαχιών, παίρνοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή και ενδιάμεσου , και μέσω διεθνούς χειρισμού συγκρούσεων και αποφάσεων, όπως ειρηνευτικές αποστολές των Ηνωμένων Εθνών. Οι Μεσαίες δυνάμεις κάνουν αυτές τις διεθνείς κινήσεις λόγω ενός ιδεαλιστικού καθήκοντος το οποίο συνδέουν με το γεγονός ότι είναι μεσαίες δυνάμεις. Το καθήκον είναι ότι οι μεσαίες δυνάμεις έχουν ηθική υποχρέωση και συλλογική δυνατότητα να προστατεύσουν τη διεθνή τάξη από αυτούς πουν την απειλούν, περιλαμβανομένων επίσης κατά καιρούς και των μεγάλων δυνάμεων. Το καθήκον αυτό ήταν συγκεκριμένα σημαντικό κατά την πιο οξέα φάση του Ψυχρού Πολέμου[4].

Σύμφωνα με τη μελετήτρια Διεθνών Σχέσεων Annette Baker Fox, οι σχέσεις μεταξύ μεσαίων και μεγάλων δυνάμεων έχουν πιο πολύπλοκες σχέσεις και διαπραγματευτικά σενάρια απ’ ό, τι έχει συχνά υποτεθεί[5].Σύμφωνα με τον Soeya Yoshihide, "Μεσαία Δύναμη δεν αναφέρεται μόνο στη στρατιωτική ή οικονομική δύναμη. Αντίθετα, 'η διπλωματία της μεσαίας δύναμης ορίζεται από το πεδίο ενδιαφέροντος όπου επενδύει ένα κράτος του πόρους και τη γνώση του. Η Μεσαίες Δυνάμεις αποφεύγουν την άμεση αντιπαράθεση με μεγάλες δυνάμεις, αλλά βλέπουν τους εαυτούς τους ως ‘ηθικούς δράστες’ και αναζητούν το δικό τους ρόλο σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον, και τους εξοπλιστικούς κανονισμούς. Οι μεσαίες δυνάμεις είναι η κινητήρια δύναμη στη διαδικασία του χτισίματος των διεθνικών θεσμών." (Soeya Yoshihide)[6].

Χαρακτηριστικά της διπλωματίας των μεσαίων δυνάμεων περιλαμβάνουν:[6]

  • Δέσμευση στη συμμετοχή πολλών μερών μέσω παγκόσμιων θεσμών και η συμμαχία με άλλες μεσαίες δυνάμεις[7].
  • Μεγάλο βαθμό διείσδυσης της κοινωνίας των πολιτών στην εξωτερική της χώρας.
  • Μια χώρα που αντανακλά και διαμορφώνει την εθνική της ταυτότητα μέσω μιας 'καινοτόμας εξωτερικής πολιτικής': ειρηνευτικές ενέργειες, ασφάλεια πολιτών, Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, και Πρωτόκολλο του Κιότο.

Η Πρωτοβουλία Μεσαίων Δυνάμεων (Middle Power Initiative), ένα πρόγραμμα του Παγκοσμίου Οργανισμού Ασφάλειας (Global Security Institute), τονίζει την σημασία της διπλωματίας των μεσαίων δυνάμεων. Μέσω της ΠΜΔ, οκτώ διεθνείς μη κυβερνητικοί οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται κυρίως με τις κυβερνήσεις των μεσαίων δυνάμεων για να ενθαρρύνουν και να εκπαιδεύσουν τα κράτη με πυρηνικά να κάνουν άμεσα πρακτικά βήματα για την μείωση των κινδύνων από αυτά, και να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την εξάλειψη των πυρηνικών όπλων. Οι Μεσαίες δυνάμεις είναι ασκούν ιδιαίτερα επιρροή σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο των όπλων, όντας πολιτικά και οικονομικά σημαντικές, και έχοντας διεθνή σεβασμό, και έχοντας αποκηρύξει την κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών , θέση που τις παρέχει σημαντική πολιτική αξιοπιστία.

Αυτό-περιγραφή από κράτη

Ο όρος εισήχθη στον Καναδικό πολιτικό διάλογο πρώτη φορά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο. Για παράδειγμα ο Πρωθυπουργός του Καναδά Λουί Σεν-Λορέν αποκάλεσε τον Καναδά "μία δύναμη μεσαίας τάξης" και βοήθησε στην εγκαθίδρυση του κλασικού ορισμού της Καναδικής μέσης δυνάμεως διπλωματίας. Όταν επιχειρηματολογούσε υπέρ της εκλογής του Καναδά για μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είπε ότι ενώ "...ενώ οι ειδικές σχέσεις [του Καναδά] με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες περιπλέκουν τις υποχρεώσεις μας," ο Καναδάς δεν ήταν "δορυφόρος" καμιάς από τις δύο χώρες αλλά θα "συνεχίσουμε να παίρνουμε μόνοι μας της αποφάσεις μας αντικειμενικά, υπό το φως των υποχρεώσεών μας στο λαό μας και τα συμφέροντά του στην ευημερία της διεθνούς κοινότητας."[8]. Οι Καναδοί ηγέτες πίστευαν ότι ο Καναδάς ήταν μεσαία δύναμη επειδή ήταν νέο μέλος σε μεγάλες συμαχίες (π.χ. στο ΝΑΤΟ, NORAD), συμμετείχε ενεργά στην επίλυση κρίσεων εκτός της περιοχής του (π.χ. Κρίση του Σουέζ), δεν ήταν πρώην αποικιακή δύναμη και συνεπώς ουδέτερη σε αντιαποικιακούς αγώνες, εργαζόταν ενεργά στα Ηνωμένα Έθνη για την αντιπροσώπευση των συμφερόντων μικρότερα έθνη και για την αποτροπή της κυριαρχίας των υπερδυνάμεων (συχνά έχοντας μια θέση στο Συμβούλιο της Ασφαλείας για τέτοιους λόγους), και επειδή εμπλεκόταν σε ανθρωπιστικές και ειρηνευτικές αποστολές ανά τον κόσμο.

Το Μάρτιο του 2008 ο Αυστραλός Πρωθυπουργός Κέβιν Ραντ χαρακτήρισε την εξωτερική πολιτική της χώρας του ως "διπλωματία μέσης δύναμης", με βάση παρόμοια κριτήρια. Η Αυστραλία θα "επηρεάζει αυτούς που παίρνουν διεθνείς αποφάσεις" σε θέματα όπως "η παγκόσμια οικονομία, η ασφάλεια, και οι περιβαλλοντολογικές προκλήσεις".[9].

Μεσαίες ή μεγάλες δυνάμεις;

Η παρουσία χωρών στον κατάλογο και των μεγάλων και των μεσαίων δυνάμεων δείχνει ότι δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών[10].

Έθνη όπως η Γαλλία, Ρωσία, και Ηνωμένο Βασίλειο γενικά νοούνται ως μεγάλες δυνάμεις λόγω της στρατιωτικής και στρατηγικής τους σημασίας, το στάτους τους ως αναγνωρισμένες πυρηνικές δυνάμεις, και της μόνιμης θέσης τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι η Γερμανία και η Ιαπωνία είναι μεγάλες δυνάμεις, αλλά λόγω των μεγάλων αναπτυγμένων οικονομιών τους και παγκόσμια επιρροή σε αντίθεση με στρατιωτικές και στρατηγικές δυνατότητες[11]. Η Ιταλία επίσης έχει συγκεντρώσει πολλές συζητήσεις σε ακαδημαϊκούς και σχολιαστές για το στάτους της ως μεγάλη δύναμη[12][13], συγκεκριμένα για τη θέση της στους G7 και την επιρροή της στους περιφερειακούς και διεθνείς οργανισμούς[13][14]. Αν και η ευρεία ακαδημαϊκή υποστήριξη για την θεώρηση της Ινδία ως μεγάλης δύναμης δεν είναι συνηθισμένη, τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης κάποιοι, όπως ο Malik Mohan (2011) και ο Δρ. Zbigniew Brzezinski (2012) υποστήριξαν την θέση ότι η Ινδία έχει επίσης το στάτους της μεγάλης δύναμης[15][16].

Παρόλα αυτά, πηγές έχουν κατά καιρούς αναφερθεί στα έθνη αυτά ως μεσαίες δυνάμεις:

Κατάλογος μεσαίων δυνάμεων

Όπως και με τις μεγάλες δυνάμεις, δεν υπάρχει ομοφωνία για το ποιες δυνάμεις θεωρούνται μεσαίες. Οι κατάλογοι συχνά είναι αντικείμενο πολλών διαφωνιών, και τείνουν να τοποθετούν σχετικά μεγάλες χώρες (π.χ. Βραζιλία) μαζί με συγκριτικά μικρότερες χώρες (π.χ. Νορβηγία)[34]. Σαφώς όλες οι μεσαίες χώρες δεν έχουν το ίδιο στάτους μεταξύ τους. Κάποιες θεωρούνται περιφερειακές δυνάμεις και άλλες είναι μέλη του G20 (π.χ. Αυστραλία), ενώ άλλες μπορούν εύκολα να θεωρηθούν μικρές δυνάμεις (π.χ. Τσεχία). Κάποιες μεγαλύτερες μεσαίες δυνάμεις παίζουν επίσης σημαντικούς ρόλους στα Ηνωμένα Έθνη και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΠΟΕ.

Ο παρακάτω είναι ένας κατάλογος με της χώρες που στο παρελθόν ή πιο πρόσφατα έχουν θεωρηθεί μεσαίες δυνάμεις από ακαδημαϊκούς ή άλλους ειδικούς:

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι