Μεγάλες Δυνάμεις

Μεγάλη δύναμη λέγεται το κυρίαρχο κράτος το οποίο αναγνωρίζεται ότι έχει την ικανότητα και την τεχνογνωσία να ασκήσει επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα.[2] Οι μεγάλες δυνάμεις διαθέτουν στρατιωτική και οικονομική δύναμη, διπλωματική και ήπια επιρροή, η οποία μπορεί να κάνει τις μεσαίες ή μικρές δυνάμεις να λάβουν υπόψη τις απόψεις των μεγάλων δυνάμεων πριν προβούν σε δικές τους ενέργειες. Οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων υποθέτουν ότι το καθεστώς της μεγάλης δύναμης μπορεί να χαρακτηριστεί σε ικανότητες ισχύος, χωρικές πτυχές και διαστάσεις που αφορούν την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα.[3]

Οι μεγάλες δυνάμεις αναγνωρίζονται σε μια διεθνή δομή όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Εικονίζεται η αίθουσα συνεδριάσεων του.[1]

Ενώ για ορισμένα έθνη υπάρχει ευρεία αποδοχή ότι αποτελούν μεγάλες δυνάμεις, υπάρχει σημαντική συζήτηση για τα ακριβή κριτήρια με τα οποία πρέπει να γίνεται η απόδοση του καθεστώτος της μεγάλης δύναμης. Ιστορικά, το καθεστώς των μεγάλων δυνάμεων έχει αναγνωριστεί επίσημα από οργανισμούς όπως το Συνέδριο της Βιέννης[1][4] ή το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.[1][5][6] Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η Πεντάδα του ΝΑΤΟ (Αμερική, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία), η Ομάδα των Επτά, οι ΒΡΙΚ και η Ομάδα Επαφής έχουν χαρακτηριστεί ως πρωτοβουλίες των μεγάλων δυνάμεων.[7][8]

Ο όρος «μεγάλη δύναμη» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όρος που περιλάμβανε τις σημαντικότερες χώρες της Ευρώπης στη μεταναπολεόντεια εποχή. Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» αποτελούσαν τη «Συμφωνία της Ευρώπης» και διεκδίκησαν το δικαίωμα της κοινής επιβολής της γεωπολιτικής κατάστασης που επικράτησε μεταπολεμικά.[9] Η επισημοποίηση του διαχωρισμού μεταξύ μικρών δυνάμεων [10] και μεγάλων δυνάμεων προέκυψε με την υπογραφή της Συνθήκη του Σωμόν το 1814. Έκτοτε, η διεθνής ισορροπία δυνάμεων έχει αλλάξει πολλές φορές, ιδιαίτερα κατά τον Α' και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και οι συνθήκες του 21ού αιώνα προκαλούν την ανάδυση νέων δυνάμεων όπως η Ινδία. Συναντώνται, ειδικά στη λογοτεχνία, και οι όροι παγκόσμια δύναμη[11] και μεγάλη δύναμη.[12]

Παρότι όμως το Διεθνές Δίκαιο δεν κάνει επίσημα τέτοια διάκριση μεταξύ των εννοιών «Μεγάλες Δυνάμεις» και «Μικρές Δυνάμεις», γεγονός που αντιβαίνει άλλωστε στην αρχή της κυρίαρχης ισότητας μεταξύ των Χωρών, εντούτοις η συγκεκριμένη διάκριση εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα. Παλαιότερα χρησιμοποείτο η λέξη αυτή σε συνθήκες, όπως για παράδειγμα: συμβαλόμενες «Δυνάμεις» ή «Προέχουσες Δυνάμεις», (Συνθήκη του Νεϊγύ), δίνοντας την έννοια των ισχυροτέρων.

Για την Ελλάδα, σε συνθήκες και διεθνείς συμφωνίες που υπογράφτηκαν μετά την Εθνεγερσία του 1821 ο όρος «Μεγάλες Δυνάμεις» προσδιόριζε τότε τα κράτη Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία, Ρωσία και Ιταλία (π.χ. Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897)).

Χαρακτηριστικά

Δεν υπάρχουν αποδεκτά ή επιστημονικά καθορισμένα χαρακτηριστικά για τον χαρακτηρισμό μιας χώρας ως μεγάλη δύναμη. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν συχνά αντιμετωπιστεί ως εμπειρικά, αυτονόητα για τον αξιολογητή.[13] Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση έχει το μειονέκτημα της υποκειμενικότητας. Έχουν γίνει προσπάθειες να εξαχθούν ορισμένα κοινά κριτήρια τα οποία θα χρησιμοποιούνται ως το επιστημονικά αποδεκτό κριτήριο για τον καθορισμό μιας χώρας ως μεγάλη δύναμη. Ο Νταντίλοβιτς (2002) υπογραμμίζει τρία κεντρικά χαρακτηριστικά, τα οποία ονομάζει «διαστάσεις ισχύος, χωροταξίας και κατάστασης», που διακρίνουν τις μεγάλες δυνάμεις από άλλα κράτη. Η ακόλουθη ενότητα ("Χαρακτηριστικά") χαρακτηρίζεται από την ανάλυση των θέσεων που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας χώρας ως μεγάλη δύναμη.[14]

Τα πρώτα γραπτά για το θέμα έτειναν να κρίνουν τα κράτη με ρεαλιστικά κριτήρια. Ο ιστορικός Α. Τζ. Π. Τέιλορ σημείωσε ότι «Η εξέταση μιας μεγάλης δύναμης είναι η δοκιμασία της δύναμης για τον πόλεμο». [15] Μεταγενέστεροι συγγραφείς προσέθεσαν νέα κριτήρια για τον καθορισμό μιας χώρας ως μεγάλη δύναμη, προσπαθώντας να ορίσουν την εξουσία μιας μεγάλης δύναμης με όρους συνολικής στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτικής ικανότητας.[16] Ο Κένεθ Βαλτς, θεμελιωτής της νεορεαλιστικής θεωρίας των διεθνών σχέσεων, χρησιμοποιεί ένα σύνολο πέντε κριτηρίων για να διακρίνει τη μεγάλη δύναμη: πληθυσμός και έδαφος, φυσικοί πόροι, οικονομική ικανότητα, πολιτική σταθερότητα και ικανότητα και στρατιωτική δύναμη. [17] Αυτά τα διευρυμένα κριτήρια μπορούν να χωριστούν σε τρεις κύριους άξονες: δυνατότητες ισχύος, χωρικές πτυχές και θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα.[18]

Ο Τζον Μιρσχάιμερ ορίζει τις μεγάλες δυνάμεις ως τις χώρες που «έχουν επαρκή στρατιωτικά μέσα για να δώσουν μια σοβαρή μάχη σε έναν ολοκληρωτικό συμβατικό πόλεμο ενάντια στο πιο ισχυρό κράτος στον κόσμο».[19]

Κύρια κριτήρια προσδιορισμού μιας Χώρας σε Δύναμη «Μικρή» ή «Μεγάλη» δεν είναι μόνο η στρατιωτική υπεροχή (π.χ. ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία) αλλά και ο πληθυσμός (Κίνα, Ινδία), η γεωγραφική έκταση (Ρωσία) καθώς και ο εθνικός πλούτος ή ο πυρηνικός εξοπλισμός (Σαουδική Αραβία) κ.λπ.[εκκρεμεί παραπομπή]

Διαστάσεις ισχύος

Ο Γερμανός ιστορικός Λέοπολντ φον Ράνκε στα μέσα του 19ου αιώνα προσπάθησε να τεκμηριώσει επιστημονικά τις μεγάλες δυνάμεις.

Όπως σημειώθηκε παραπάνω, για πολλούς, οι δυνατότητες ισχύος ήταν το μοναδικό κριτήριο. Ωστόσο, ακόμη και στις πιο εξονυχιστικές προσπάθειες για τον χαρακτηρισμό μιας χώρας ως μεγάλη δύναμη με πολλά κριτήρια, η ισχύς διατηρεί μια ζωτική θέση.

Η πτυχή της ισχύος έτυχε μικτής αντιμετώπισης από την επιστημονική κοινότητα, ενώ υπήρξε σύγχυση για την ποσότητα δύναμης που έπρεπε να έχει κάθε χώρα για να χαρακτηριστεί ως μεγάλη δύναμη. Οι συγγραφείς έχουν προσεγγίσει την έννοια της μεγάλης δύναμης με διαφορετικές εννοιολογήσεις της παγκόσμιας κατάστασης ξεκινώντας από την πολυπολικότητα και φτάνοντας έως τη συντριπτική ηγεμονία. Στο δοκίμιό του, με τίτλο «Η γαλλική διπλωματία στη μεταπολεμική περίοδο», ο Γάλλος ιστορικός Ζαν-Μπατίστ Ντιροσέλ μίλησε για την έννοια της πολυπολικότητας: «Μια μεγάλη δύναμη είναι αυτή που είναι ικανή να διατηρήσει τη δική της ανεξαρτησία έναντι οποιασδήποτε άλλης μεμονωμένης δύναμης».[20]

Αυτή η αντίληψη διαφοροποιείται από παλαιότερους συγγραφείς, ιδίως από τον Λέοπολντ φον Ράνκε, ο οποίος είχε σαφώς διαφορετική ιδέα για την παγκόσμια κατάσταση. Στο δοκίμιό του, που φέρει τον τίτλο «Οι Μεγάλες Δυνάμεις» (το οποίο γράφτηκε το 1833) ο φον Ράνκε έγραψε: «Αν κάποιος μπορούσε να καθορίσει ως ορισμό μιας Μεγάλης Δύναμης ότι η [εκάστοτε Μεγάλη Δύναμη] πρέπει να είναι σε θέση να διατηρήσει τον εαυτό της ενάντια σε όλες τις άλλες, ακόμη και όταν είναι ενωμένες, τότε ο Φρειδερίκος έχει φέρει την Πρωσία σε αυτή τη θέση».[21] Οι θέσεις αυτές έχουν γίνει αντικείμενο κριτικής. [18]

Χωρική διάσταση

Όλα τα κράτη έχουν γεωγραφικό εύρος συμφερόντων, δράσεων ή προβλεπόμενης ισχύος. Αυτός είναι ένας κρίσιμος παράγοντας για τη διάκριση μιας μεγάλης δύναμης από μια περιφερειακή δύναμη. Εξ ορισμού, το πεδίο άσκησης ισχύος μιας περιφερειακής δύναμης περιορίζεται στην περιοχή της. Έχει προταθεί ότι μια μεγάλη δύναμη πρέπει να έχει πραγματική επιρροή σε όλες τις εκφάνσεις του διεθνούς συστήματος. Ο Άρνολντ Τόινμπι, για παράδειγμα, παρατηρεί ότι «Η μεγάλη δύναμη μπορεί να οριστεί ως μια πολιτική δύναμη που ασκεί ένα αποτέλεσμα συνεκτεταμένο με το ευρύτερο φάσμα της κοινωνίας στην οποία λειτουργεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις του 1914 ήταν «παγκόσμιες δυνάμεις» επειδή η δυτική κοινωνία είχε γίνει πρόσφατα «παγκόσμια».[22]

Έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις: δηλαδή ότι μια μεγάλη δύναμη πρέπει να έχει την ικανότητα να εμπλέκεται σε υποθέσεις που λαμβάνουν χώρα εκτός της γεωγραφικής περιοχής της και ότι μια μεγάλη δύναμη πρέπει να έχει συμφέροντα πάνω σε χώρες που βρίσκονται πέρα από τη γύρω περιοχή της, δύο προτάσεις που συχνά συνδέονται στενά. [23]

Διάσταση καθεστώτος

Η επίσημη ή άτυπη αναγνώριση της θέσης μιας μεγάλης δύναμης ενός έθνους απετέλεσε κριτήριο διάκρισης ενός έθνους ως μεγάλη δύναμη. Όπως σημειώνει ο πολιτικός επιστήμονας Τζωρτζ Μοντέλσκι, «Το καθεστώς της Μεγάλης δύναμης μερικές φορές συγχέεται με την προϋπόθεση του να είσαι ισχυρός. Η ιδιότητα, όπως είναι γνωστό, στην πραγματικότητα εξελίχθηκε από τον ρόλο που έπαιξαν τα μεγάλα στρατιωτικά κράτη σε παλαιότερες περιόδους... Όμως το σύστημα της Μεγάλης Δύναμης θεσμοθετεί τη θέση του ισχυρού κράτους [στον κόσμο] σε ένα πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων».[24]

Αυτή η προσέγγιση περιορίζει την ανάλυση στην εποχή του Συνεδρίου της Βιέννης όπου το καθεστώς της μεγάλης δύναμης σε μια χώρα αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά.[18] Ελλείψει μιας πράξης επίσημης αναγνώρισης του καθεστώτος της μεγάλης δύναμης, έχει προταθεί ότι η ιδιότητα της μεγάλης δύναμης μπορεί να προκύψει κρίνοντας τη φύση των σχέσεων ενός κράτους με άλλες μεγάλες δυνάμεις.[25]

Μια περαιτέρω επιλογή που μπορεί να προστεθεί για τον προσδιορισμό μιας χώρας ως μεγάλη δύναμη είναι και η προθυμία ενός κράτους να ενεργήσει σαν μια μεγάλη δύναμη.[25] Καθώς ένα έθνος σπάνια θα δηλώσει επίσημα ότι ενεργεί σαν μια μεγάλη δύναμη, θα πρέπει να γίνει, εξαιτίας αυτού, αναδρομική εξέταση της συμπεριφοράς του κράτους στα παγκόσμια πράγματα. Ως αποτέλεσμα, αυτό το χαρακτηριστικό έχει περιορισμένη χρησιμότητα για τον καθορισμό της φύσης των σύγχρονων εξουσιών, τουλάχιστον όχι χωρίς την ύπαρξη κάποιας υποκειμενικής ανάλυσης στο θέμα αυτό.

Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, έχουν υπάρξει και άλλα σημαντικά κριτήρια για τη συμπερίληψη ενός κράτους στον κατάλογο των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό είναι το γεγονός ότι οι μεγάλες δυνάμεις πρέπει να έχουν αρκετή επιρροή για να αποτελούν μέρος των συζητήσεων για σύγχρονα πολιτικά και διπλωματικά ζητήματα, να ασκούν επιρροή στην εξαγωγή των αποτελεσμάτων των συζητήσεων αυτών και να συνεισφέρουν στην επίλυση των προβλημάτων αυτών. Ιστορικά, όταν συζητήθηκαν μεγάλα πολιτικά ζητήματα, πολλές μεγάλες δυνάμεις προσκλήθηκαν να τα συζητήσουν, είτε μόνες, είτε μαζί με άλλες μικρότερες δυνάμεις. Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δημιουργήθηκαν διεθνείς οργανισμοί για την προώθηση της επικοινωνίας μεταξύ των εθνών, όπως η Κοινωνία των Εθνών και έπειτα τα Ηνωμένα Έθνη, οι συμμετέχοντες σε τέτοιες συναντήσεις δεν αποκαλούνταν επισήμως μεγάλες δυνάμεις. Ανταυτού, η έκταση της ισχύος τους αποτελούσε το κριτήριο με το οποίο χαρακτηριζόνταν ως μεγάλες δυνάμεις και επομένως γίνονταν δεκτές σε μεγάλα παγκόσμια συνέδρια πριν το 1914. Επρόκειτο για συνέδρια που διευθέτησαν σημαντικά ζητήματα σε εποχές που διαδραματίστηκαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα.

Ιστορία

Το Συνέδριο της Βιέννης του Ζαν-Μπατίστ Ιζαμπέ, 1819

Η ιστορία συνοδεύεται από διάφορα σύνολα μεγάλων ή σημαντικών δυνάμεων. Ο 3ος αιώνας μας παρέχει μια πρώιμη αναφορά στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όταν ο Πέρσης προφήτης Μάνης περιέγραψε τη Ρώμη, την Κίνα, το βασίλειο του Αξούμ και την Περσία ως τα τέσσερα μεγαλύτερα βασίλεια της εποχής του.[26] Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων στην Ευρώπη, ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζέιμς Μονρό παρατήρησε σχετικά με τις μεγάλες δυνάμεις ότι «Ο σεβασμός που έχει μια δύναμη για μια άλλη βρίσκεται σε ακριβή αναλογία με τα μέσα που έχουν αντίστοιχα για να τραυματίσουν η μία την άλλη».[27] Ο όρος «μεγάλη δύναμη» εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815.[18][28] Το συνέδριο καθιέρωσε τη Συμφωνία της Ευρώπης ως μια προσπάθεια διατήρησης της ειρήνης και της γεωπολιτικής τάξης μετά τα χρόνια των Ναπολεόντειων Πολέμων.

Ο Λόρδος Κάσλρεϊ, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου της Βιέννης. Συγκεκριμένα στις 13 Φεβρουαρίου 1814 έγραψε: «Υπάρχει κάθε προοπτική να τερματιστεί το Συνέδριο με μια γενική συμφωνία και εγγύηση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, με μια αποφασιστικότητα να υποστηρίξουν τον διακανονισμό που θα συμφωνηθεί, και να στρέψουν τη γενική επιρροή και αν χρειαστεί τα γενικά όπλα εναντίον της Δύναμης που θα επιχειρήσει πρώτη να διαταράξει την ηπειρωτική ειρήνη». [9]

Στο Συνέδριο της Βιέννης ήταν παρούσες οι πέντε κύριες δυνάμεις της Ευρώπης: η Αυστριακή Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Πρωσία, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία. Οι πέντε παραπάνω χώρες απετέλεσαν τις πέντε πρώτες μεγάλες δυνάμεις με βάση τη σημερινή έννοια (ήταν επίσης οι πρώτες πέντε χώρες με επίσημη αναγνώριση της θέσης τους ως μεγάλες δυνάμεις).[18] Άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Σουηδία, μεγάλες δυνάμεις του 17ο αιώνα, είδαν να ερωτώνται για την άποψη τους σε κάποια ζητήματα, αλλά δεν είχαν την ίδια επιρροή που είχαν άλλες χώρες στην Ευρώπη.

Μετά το Συνέδριο της Βιέννης, η Μεγάλη Βρετανία αναδείχθηκε ως η κατεξοχήν δύναμη, λόγω του ναυτικού της και της έκτασης της υπερπόντιας αυτοκρατορίας της. Λόγω της επικράτησης της Βρετανίας ως της ισχυρότερης δύναμης στην Ευρώπη και τον κόσμο, η μετέπειτα περίοδος έγινε γνωστή ως Βρετανική ειρήνη. Η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων έγινε σημαντικός άξονας ενδιαφέροντος της ευρωπαϊκής πολιτικής, ωθώντας τον Όττο φον Μπίσμαρκ να πει το εξής: «Όλη η πολιτική περιορίζεται σε αυτόν τον τύπο: προσπαθήστε να είστε μία από τις τρεις, εφόσον ο κόσμος διέπεται από την ασταθή ισορροπία πέντε μεγάλων δυνάμεων».[29]

Με την πάροδο του χρόνου, η σχετική ισχύς αυτών των πέντε εθνών διαφοροποιήθηκε. Μέχρι την αυγή του 20ου αιώνα η ισορροπία των δυνάμεων είχε αλλάξει δραματικά. Η Μεγάλη Βρετανία και η νέα Γερμανική Αυτοκρατορία (από το 1871), γνώρισαν συνεχή οικονομική και πολιτική ανάπτυξη.[30] Άλλες, όπως η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία, παρέμειναν στάσιμες.[31] Ταυτόχρονα, άλλα κράτη αναδύονταν και ισχυροποιούνταν, σε μεγάλο βαθμό μέσω της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης. Αυτές οι χώρες που επιδίωκαν να φτάσουν στο καθεστώς της μεγάλης δύναμης ήταν: η Ιταλία μετά την ενοποίηση, η Ιαπωνία κατά την εποχή του Μεϊτζί και οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Μέχρι το 1900, η ισορροπία των παγκόσμιων δυνάμεων είχε αλλάξει πάρα πολύ από το Συνέδριο της Βιέννης. Η Συμμαχία των Οκτώ Εθνών ήταν μια συμμαχία οκτώ εθνών που δημιουργήθηκε ως απάντηση στην εξέγερση των Μπόξερ στην Κίνα. Δημιουργήθηκε το 1900 και αποτελούνταν από τις πέντε δυνάμεις του Συνεδρίου συν την Ιταλία, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντιπροσωπεύοντας έτσι αντικειμενικά τις μεγάλες δυνάμεις στις αρχές του 20ού αιώνα.[32]

Με την αυγή του 20ού αιώνα, στο τέλος του έτους 1900, οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν διαμορφωθεί ήταν οι ακόλουθες οκτώ: η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία, η Ιαπωνία και η Ιταλία. Δεν συμπεριλαμβανόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία που χαρακτηριζόταν ο «μεγάλος ασθενής», όπως επίσης ομοίως χαρακτηριζόταν και η Αυστροουγγαρία. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι και οι ΗΠΑ κατ' επίφαση αποτελούσαν μέρος του ευρωπαϊκού κόσμου τόσο από φυλετικής, πολιτικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής, όσο και από οικονομικής και θεσμικής απόψεως, δικαιολογημένη καθίσταται η κρίση ότι η Ευρώπη την εποχή εκείνη ήταν ο «αφέντης όλου του κόσμου». Σημειώνεται ότι τότε οι μόνες περιοχές στον κόσμο που έμεναν έξω από κάθε ευρωπαϊκή επίδραση ήταν το Θιβέτ στην Ασία και η Αιθιοπία στην Αφρική στην οποία είχαν μόλις εισδύσει κάποιοι Έλληνες από την Αίγυπτο.

Παγκόσμιοι Πόλεμοι

Οι «Μεγάλοι Τέσσερις» στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1919: Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, Βιτόριο Εμανουέλε Ορλάντο, Ζωρζ Κλεμανσώ και Γούντροου Ουίλσον

Οι μετατοπίσεις της διεθνούς τάξης πραγμάτων συνέβησαν κυρίως ως αποτέλεσμα των μεγάλων παγκόσμιων συγκρούσεων.[33] Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι επακόλουθες συνθήκες των Βερσαλλιών, του Αγίου Γερμανού, του Νεϊγύ, του Τριανόν και των Σεβρών έκαναν τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ρυθμιστές της νέας παγκόσμιας τάξης. Η Γερμανική Αυτοκρατορία ηττήθηκε, η Αυστροουγγαρία διαμελίστηκε σε νέα, λιγότερο ισχυρά κράτη. Η Ρωσική Αυτοκρατορία έπεσε σε επανάσταση. Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού, οι «Μεγάλοι Τέσσερις» (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένες Πολιτείες) έλεγχαν τις διαδικασίες και την έκβαση των συνθηκών που θα ρύθμιζαν τη μεταπολεμική τάξη (μαζί με την Ιαπωνία). Οι Μεγάλοι Τέσσερις ήταν οι αρχιτέκτονες της Συνθήκης των Βερσαλλιών που υπεγράφη από τη Γερμανία, της Συνθήκης του Αγίου Γερμανού, με την Αυστρία, της Συνθήκης του Νεϊγύ, με τη Βουλγαρία, της συνθήκης του Τριανόν, με την Ουγγαρία και της Συνθήκης των Σεβρών, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Ιταλία αποχώρησε από τη διάσκεψη επειδή ένα μέρος των αιτημάτων της δεν ικανοποιήθηκε και άφησε προσωρινά τις άλλες τρεις χώρες ως τους μοναδικούς κύριους αρχιτέκτονες αυτής της συνθήκης, τους λεγόμενους «Τρεις Μεγάλους».[34]

Η προνομιακή θέση των νικητριών μεγάλων δυνάμεων αναγνωρίστηκε από την παραχώρηση μόνιμων εδρών στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο λειτουργούσε ως ένας τύπος εκτελεστικού οργάνου που διηύθυνε τη συνέλευση της ΚτΕ. Ωστόσο, το συμβούλιο ξεκίνησε αρχικά να λειτουργεί με τέσσερα μόνιμα μέλη - τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία - επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, που προορίζονταν να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος, δεν προσχώρησαν ποτέ στη Κοινωνία των Εθνών. Η Γερμανία αργότερα προσχώρησε αλλά αποχώρησε με δημοψήφισμα της χιτλερικής κυβέρνησης. Η Ιαπωνία έφυγε και η Σοβιετική Ένωση προσχώρησε.

Οι «Μεγάλοι Τρεις» στη Διάσκεψη της Γιάλτας: Ουίνστον Τσώρτσιλ, Φραγκλίνος Ρούζβελτ και Ιωσήφ Στάλιν
Οι συμμαχικοί ηγέτες του θεάτρου της Ασίας και του Ειρηνικού: Ο στρατηγός Τσιάνγκ Κάι-σεκ, ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ ήταν παρόντες στη Διάσκεψη του Καΐρου το 1943.

Όταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939, ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο συμμαχίες: τους Συμμάχους (μια συμμαχία που αποτελούνταν αρχικά από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, την Κίνα, στην οποία το 1941 εντάχθηκε η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες) και τις δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία).[35] Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η ΕΣΣΔ και η Κίνα αναφέρθηκαν ως "καταπιστευματοδόχοι των ισχυρών"[36] και αναγνωρίστηκαν ως οι "Μεγάλες Τέσσερις" δυνάμεις στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών το 1942.[37] Αυτές οι χώρες έγιναν γνωστές με την ονομασία «Τέσσερις Αστυνομικοί» των Συμμάχων και θεωρήθηκαν ως οι κύριοι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[38] Η σημασία της Γαλλίας αναγνωρίστηκε με τη συμπερίληψή της, μαζί με τις τέσσερις παραπάνω χώρες, στην ομάδα των χωρών που έλαβαν μόνιμες έδρες στο Συμβούλιο Ασφαλείας Ηνωμένων Εθνών.

Μετά το τέλος των Παγκοσμίων Πολέμων, ο όρος «μεγάλη δύναμη» συνδυάστηκε με μια σειρά από άλλες ταξινομήσεις ισχύος. Η κυριότερη ταξινόμηση ισχύος είναι η έννοια της υπερδύναμης, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα έθνη με συντριπτική δύναμη και επιρροή στον υπόλοιπο κόσμο. Επινοήθηκε για πρώτη φορά το 1944 από τον Ουίλιαμ Τ.Ρ. Φοξ[39]. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπήρχαν τρεις υπερδυνάμεις: η Μεγάλη Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βρετανία έχασε το καθεστώς της υπερδύναμης. [40] Ο όρος μεσαία δύναμη αναφέρεται στα έθνη που ασκούν έναν βαθμό επιρροής στα παγκόσμια πράγματα, όμως η επιρροή τους δεν επαρκεί για να έχουν αποφασιστική επιρροή στις διεθνείς υποθέσεις, με την Ελλάδα να αποτελεί μια από τις πολλές μεσαίες δυνάμεις. Οι περιφερειακές δυνάμεις είναι εκείνες των οποίων η επιρροή περιορίζεται γενικά στην περιοχή του κόσμου στην οποία βρίσκονται.

Ψυχρός πόλεμος

Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν περίοδος γεωπολιτικής έντασης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων τους (οι Αμερικανοί ηγούνταν του Δυτικού μπλοκ και οι Σοβιετικοί του Ανατολικού), η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο όρος «ψυχρός» εξηγείται από το γεγονός ότι δεν υπήρξαν μάχες μεγάλης κλίμακας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, αλλά από το γεγονός ότι η καθεμία υποστήριξε τον φορέα των συμφερόντων της στους πόλεμους μέσω αντιπροσώπων στην Κορέα, στο Βιετνάμ και σε πολλές άλλες πολεμικές συρράξεις. Η σύγκρουση βασίστηκε γύρω από τον ιδεολογικό και γεωπολιτικό αγώνα των δύο υπερδυνάμεων για παγκόσμια επιρροή, μετά την προσωρινή συμμαχία και τη νίκη τους εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας το 1945.[41]

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ιαπωνία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δυτική Γερμανία επανήλθαν στις θέσεις τους σαν οικονομικές υπερδυνάμεις. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησαν ένοπλες δυνάμεις με τεχνολογική υπεροχή. Έτσι οι ένοπλες δυνάμεις της Γαλλίας και της Βρετανίας έχουν δυνατότητες προβολής ισχύος σε όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα διατηρούν μεγάλους αμυντικούς προϋπολογισμούς μέχρι σήμερα. Ωστόσο, καθώς συνεχιζόταν ο Ψυχρός Πόλεμος, οι αρχές της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου άρχισαν να αμφισβητούν τη δυνατότητά τους να διατηρήσουν μακροπρόθεσμα τις θέσεις τους σαν μεγάλη δύναμη.[42] Η Κίνα, η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, σιγά σιγά γίνεται μεγάλη δύναμη. Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς της Κίνας έχει αναπτυχθεί πολύ κατά τη μεταπολεμική περίοδο και ειδικά από το 1990 και μετά. Μετά το 1949, η Δημοκρατία της Κίνας άρχισε να χάνει τη διεθνή της αναγνώριση από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, με τη στρόφιγγα να γέρνει σταδιακά υπέρ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Στη συνέχεια, το 1971, η Ταϊβάν (εναλλακτικό όνομα της Δημοκρατίας της Κίνας κατά τον 21ο αιώνα ειδικά) έχασε τη μόνιμη έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υπέρ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και πλέον η ΔτΚ αναγνωρίζεται από πολύ λίγα κράτη. Το 1979 οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως νόμιμο εκπρόσωπο της Κίνας, η Ελλάδα μάλιστα αναγνώρισε τη ΛΔ Κίνας το 1972.

Επακόλουθα του Ψυχρού Πολέμου

Η Κίνα, η Γαλλία, η Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν κοινή αποδοχή από τους ακαδημαϊκούς ως μεγάλες δυνάμεις λόγω «της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας τους στην παγκόσμια σκηνή».[43] Αυτά τα πέντε έθνη είναι μόνιμα μέλη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και έχουν δικαίωμα βέτο. Βάσει της Συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων είναι τα μόνα κράτη που έχουν το δικαίωμα να φέρουν πυρηνικά όπλα και τα ποσά που προορίζονται από τον προϋπολογισμό τους για τον στρατό είναι πολύ μεγάλα, μάλιστα δε αυτές της Κίνας και των ΗΠΑ ξεπερνούν τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια.[44] Ωστόσο, δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ακαδημαϊκών για το τι αποτελεί μεγάλη δύναμη. Για παράδειγμα, πηγές αναφέρουν κατά καιρούς την Κίνα,[45] τη Γαλλία,[46] τη Ρωσία[47][48][49] και το Ηνωμένο Βασίλειο [46] ως μεσαίες δυνάμεις. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η μόνιμη έδρα της ΕΣΣΔ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μεταφέρθηκε στη Ρωσική Ομοσπονδία το 1991, επειδή η Ρωσία ήταν το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο από τα 15 διάδοχα κράτη της Σοβιετικής Ένωσης. Η νεοσύστατη Ρωσική Ομοσπονδία εμφανίστηκε στο παγκόσμιο στερέωμα ως μεγάλη δύναμη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έτσι για λίγα χρόνια παρέμειναν ως η μόνη υπερδύναμη στα παγκόσμια πράγματα (αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι διεθνείς σχέσεις διέπονται από πολυπολικότητα).

Η Ιαπωνία και η Γερμανία είναι επίσης μεγάλες δυνάμεις. Η ισχυρή θέση της Ιαπωνίας και της Γερμανίας (η τρίτη και η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αντίστοιχα) είναι αποτέλεσμα της οικονομικής τους υπεροχής και όχι επειδή διαθέτουν σκληρές εξουσίες (π.χ. μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ή παγκόσμια στρατιωτική εμβέλεια).[50][51][52] Η Γερμανία είναι μέλος της ομάδας P5+1 των παγκόσμιων δυνάμεων, μαζί με τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Για άλλους η Γερμανία και η Ιαπωνία είναι μεσαίες δυνάμεις.[53][54][55][56][57][58][59] Στο δημοσίευμα του Τζόσουα Μπάρον με τίτλο Great Power Peace and American Primacy (Η ειρήνη των μεγάλων δυνάμεων και η αμερικανική πρωτοκαθεδρία), το οποίο δημοσιεύτηκε το 2014, ο Μπάρον θεωρεί την Κίνα, τη Γαλλία, τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τις σημερινές μεγάλες δυνάμεις.[60]

Η Ιταλία έχει αναφερθεί ως μεγάλη δύναμη από αρκετούς ακαδημαϊκούς και σχολιαστές σε όλη τη μεταπολεμική εποχή.[61][62][63][64][65] Η Αμερικανίδα νομική μελετήτρια Μιλένα Στέριο γράφει:

Οι μεγάλες δυνάμεις είναι υπερκυρίαρχα κράτη: μια αποκλειστική λέσχη των ισχυρότερων οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά και στρατηγικά κρατών. Αυτά τα κράτη περιλαμβάνουν τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) (Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Κίνα, Ρωσία) και οικονομικές δυνάμεις όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία.[62]

Η Στέριο επιχειρηματολογεί ότι η θέση μέλους της Ιταλίας στην Ομάδα των Επτά (G7) και η επιρροή της σε περιφερειακούς και διεθνείς οργανισμούς τεκμηριώνουν τη θέση της ότι η Ιταλία είναι μια μεγάλη δύναμη.[62] Η Ιταλία ήταν μέλος της Διεθνούς Ομάδας Υποστήριξης για τον Λίβανο με τη Γερμανία και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.[66][67] Μερικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Ιταλία είναι η «διαλείπουσα» ή «η μικρότερη από τις μεγάλες δυνάμεις»[68][69] ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι η Ιταλία είναι μια μεσαία ή περιφερειακή δύναμη.[70][71][72]

Εκτός από αυτές τις μεγάλες δυνάμεις του σήμερα που αναφέρθηκαν παραπάνω, ο Ζμπίγκνιεφ Μπζεζίνσκι[73] και ο Μοχάν Μαλίκ θεωρούν ότι η Ινδία είναι μεγάλη δύναμη.[74] Σε αντίθεση με τις σύγχρονες μεγάλες δυνάμεις που έχουν εδραιωθεί στη θέση της μεγάλης δύναμης, η αναγνώριση της Ινδίας από τους ακαδημαϊκούς και τη διεθνή κοινότητα ως μεγάλη δύναμη είναι σχετικά πρόσφατη.[74] Ωστόσο, δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των παρατηρητών ως προς το καθεστώς της Ινδίας. Για παράδειγμα, ορισμένοι ακαδημαϊκοί πιστεύουν ότι η Ινδία γίνεται σταδιακά μεγάλη δύναμη,[75] ενώ ορισμένοι πιστεύουν ότι η Ινδία παραμένει μεσαία δύναμη.[76][77][78]

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η Πεντάδα του ΝΑΤΟ, η Ομάδα των Επτά, η ΒΡΙΚ και η Ομάδα Επαφής έχουν χαρακτηριστεί ως ενώσεις μεγάλων δυνάμεων.[7][79][80][81][82][83]

Μια μελέτη του 2017 από το Κέντρο Στρατηγικών Μελετών της Χάγης χαρακτήρισε την Κίνα, την Ευρώπη, την Ινδία, την Ιαπωνία, τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τις σημερινές μεγάλες δυνάμεις.[84]

Σήμερα αν και δεν αναφέρεται πουθενά στις σύγχρονες διεθνείς συνθήκες ακριβώς ο όρος «Μεγάλες Δυνάμεις», αυτός όμως διαφαίνεται καταφανώς στη σύνθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στον Καταστατικό Χάρτη του οποίου η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Κίνα, η Ρωσία και οι ΗΠΑ είναι οι Χώρες - Μέλη Κράτη που συγκροτούν τα μόνιμα μέλη αυτού.

Αναδυόμενες δυνάμεις

Με τη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται ολοένα και περισσότερο σαν μεγάλη δύναμη από μόνη της.[85] Η ΕΕ εκπροσωπείται ως ξεχωριστή οντότητα στον ΠΟΕ, στις συνόδους κορυφής της Ομάδα των Επτά και στις αντίστοιχες συνόδους κορυφής της Ομάδας των Είκοσι. Η εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ιδιαίτερα διακριτή σε τομείς στους οποίους η ΕΕ έχει αποκλειστικές αρμοδιότητες (δηλ. οικονομικές υποθέσεις). Αυτή η θέση της ΕΕ παρουσιάζει επίσης μια μη παραδοσιακή αντίληψη σχετικά με τον παγκόσμιο ρόλο της Ευρώπης ως παγκόσμιας «αστικής δύναμης», η οποία ασκεί συλλογική επιρροή στις λειτουργικές σφαίρες του εμπορίου και της διπλωματίας, ως εναλλακτική λύση στη στρατιωτική κυριαρχία.[86] Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια υπερεθνική ένωση και όχι ένα κυρίαρχο κράτος. Έτσι η ΕΕ δεν έχει δικές της εξωτερικές υποθέσεις ή αμυντικές πολιτικές. Αυτές παραμένουν στην ευθύνη των κρατών μελών της ΕΕ. Οι μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ περιλαμβάνουν τη Γαλλία, τη Γερμανία και, πριν από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι λεγόμενοι Τρεις της ΕΕ. Σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αντικατασταθεί από την Ιταλία.[73]

Η Βραζιλία και η Ινδία θεωρούνται αναδυόμενες δυνάμεις με τη δυνατότητα να γίνουν μεγάλες δυνάμεις.[1] Ο πολιτικός επιστήμονας Στίβεν Π. Κόεν υποστηρίζει ότι η Ινδία είναι αναδυόμενη δύναμη, αλλά υπογραμμίζει ότι ορισμένοι στρατηγοί θεωρούν ήδη την Ινδία ως μεγάλη δύναμη.[87] Ορισμένοι ακαδημαϊκοί όπως οι Ζμπίγκνιεφ Μπζεζίνσκι και Ντέιβιντ Α. Ρόμπινσον ήδη θεωρούν ότι η Ινδία είναι μεγάλη δύναμη.[73][88] Ο πρώην πρεσβευτής της Βρετανίας στη Βραζιλία, Πίτερ Κόλκοτ, προσδιορίζει ότι η αναγνώριση της Βραζιλίας ως δυνητικής μεγάλης δύναμης, ακόμη και υπερδύναμης, πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τη δική της εθνική ταυτότητα και φιλοδοξία.[89] Ο καθηγητής Κουάνγκ Χο Τσουν πιστεύει ότι η Βραζιλία θα γίνει μεγάλη δύναμη με σημαντική θέση σε ορισμένες σφαίρες επιρροής.[90] Άλλοι προτείνουν ότι η Ινδία και η Βραζιλία μπορεί να έχουν ακόμη και τη δυνατότητα να γίνουν υπερδυνάμεις μακροπρόθεσμα.[91][90]

Η μόνιμη συμμετοχή στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών θεωρείται για τους περισσότερους κεντρικό χαρακτηριστικό για να γίνει μια χώρα μεγάλη δύναμη στον σύγχρονο κόσμο. Η Βραζιλία, η Γερμανία, η Ινδία και η Ιαπωνία αποτελούν μέλη της Ομάδας των Τεσσάρων. Αυτές οι τέσσερις χώρες υποστηρίζουν η μία την υποψηφιότητα της άλλης για να γίνουν μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ. Έχουν ποικίλους βαθμούς υποστήριξης από τα μόνιμα μέλη για τις υποψηφιότητές τους, ειδικά η Ινδία.[92] Η αντίθεση στην Ομάδα των 4 προέρχεται από την ομάδα Ένωση για τη Συναίνεση υπό την ηγεσία της Ιταλίας. Ωστόσο, υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα πραγματοποιηθεί στο εγγύς μέλλον. 

Το Ισραήλ[93][94] και το Ιράν[95][94] είναι δύο χώρες για τις οποίες γίνεται συχνά αναφορά στο πλαίσιο της ανάλυσης των μεγάλων δυνάμεων.

Ιεράρχηση των μεγάλων δυνάμεων

Ο πολιτικός επιστήμονας, γεωστρατηγός και πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Ζμπίγκνιεφ Μπζεζίνσκι εκτίμησε την τρέχουσα θέση των μεγάλων δυνάμεων στη δημοσίευσή του το 2012 με τίτλο Στρατηγικό όραμα: Αμερική και η κρίση της παγκόσμιας δύναμης (Strategic Vision: America and the Crisis of Global Power). Σε σχέση με τις μεγάλες δυνάμεις, επισημαίνει τα ακόλουθα σημεία:

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ακόμα προεξάρχουσες αλλά η νομιμότητα, η αποτελεσματικότητα και η αντοχή της ηγεσίας της αμφισβητείται όλο και περισσότερο παγκοσμίως λόγω της πολυπλοκότητας των εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων της. ... Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να ανταγωνιστεί και να γίνει η δεύτερη παγκόσμια δύναμη αλλά αυτό θα απαιτούσε μια πιο εύρωστη πολιτική ένωση με κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. ... Εν αντιθέσει, η αξιοσημείωτη οικονομική δυναμική της Κίνας, η δυνατότητα της για αποφασιστικές πολιτικές αποφάσεις με κίνητρο το καθαρόμυαλο και χωροκεντρικό εθνικό συμφέρον, η σχετική ελευθερία της από εξουθενωτικές εξωτερικές δεσμεύσεις και το σταθερά αυξανόμενο στρατιωτικό της δυναμικό μαζί με την παγκόσμια προσδοκία ότι σύντομα θα θέσει σε αμφισβήτηση την προνομιακή θέση της Αμερικής στον κόσμο δικαιολογούν την τοποθέτηση της Κίνας ακριβώς κάτω από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην τρέχουσα διεθνή ιεραρχία. ... Μια ακολουθητική κατάταξη των άλλων μεγάλων δυνάμεων πέρα από τις δύο κορυφαίες θα ήταν στην καλύτερη ανακριβής. Κάθε κατάλογος πρέπει να περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Ιαπωνία και την Ινδία, καθώς και τους ανεπίσημους ηγέτες της ΕΕ: τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία.[73]

Σύμφωνα με μια έκθεση του 2014 του Κέντρου Στρατηγικών Μελετών της Χάγης, επισημαίνονται τα παρακάτω για την ιεράρχηση των μεγάλων δυνάμεων:

Οι Μεγάλες Δυνάμεις... εμπλέκονται δυσανάλογα σε συμμαχίες και πολέμους, και το διπλωματικό τους βάρος συχνά θεμελιώνεται από τον ισχυρό τους ρόλο σε διεθνή ιδρύματα και φόρουμ. Η άνιση κατανομή της δύναμης και τους κύρους οδηγεί σε ένα "σύνολο δικαιωμάτων και κανόνων που κυβερνούν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κρατών" στο οποίο οι τρέχουσες δυνάμεις ανταγωνίζονται για να διατηρήσουν την παρούσα κατάσταση και να διατηρήσουν την παγκόσμια τους επιρροή. Στο σημερινό διεθνές σύστημα υπάρχουν τέσσερις μεγάλες δυνάμεις που πληρούν τον ορισμό αυτό: οι Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ), η Ρωσία, η Κίνα, και η Ευρωπαϊκή Ένωση (όπου η ΕΕ συμπεριλαμβάνει το σύνολο των μελών της). Εάν ξεφύγουμε από την περιγραφή των αποδόσεων και των δυνατοτήτων των μεγάλων δυνάμεων από ένα κατάλογο κριτηρίων, είναι ξεκάθαρο γιατί οι τέσσερις αυτές δυνάμεις κυριαρχούν τη διεθνή συζήτηση για την ασφάλεια. Η κατοχή ανώτερων οικονομικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων μπορεί να μεταφραστεί σε μετρήσεις όπως τα στρατιωτικά έξοδα και το ΑΕΠ, και πουθενά δεν είναι πιο ορατά τα επίκτητα προνόμια των μεγάλων δυνάμεων από τους μηχανισμούς ψηφοφορίας του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όπου πέντε μόνιμα μέλη έχουν το δικαίωμα του βέτο [σ.σ. που ακυρώνει αποφάσεις]. Οι πρώτες δέκα χώρες με βάση τα στρατιωτικά έξοδα αντιστοιχεί σχεδόν ακριβώς με τον κατάλογο των δέκα μεγαλύτερων χωρών ως προς το ΑΕΠ με την εξαίρεση της Σαουδικής Αραβίας η οποία ξεπερνάται από τη Βραζιλία. Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε χώρα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας βρίσκει τον εαυτό της στις πρώτες δέκα χώρες στα στρατιωτικά έξοδα. Όταν λαμβάνεται με βάση το σύνολο των μελών της, η ΕΕ κατατάσσεται πιο πάνω ως προς τον οικονομικό πλούτο και το διπλωματικό βάρος στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η ΕΕ ακολουθείται στενά από τις Ηνωμένες Πολιτείες που βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης των στρατιωτικών εξόδων, και έπειτα από τη Ρωσία και την Κίνα, οι οποίες αμφότερες ασκούν ισχυρή στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική επιρροή στο παγκόσμιο σύστημα.[96]

Ο λόγος στο Άλμπερτ Χωλ για τις μεγάλες δυνάμεις

Τον Μάιο του 1898 ο τότε πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Λόρδος Σώλσμπερυ, (αρχηγός των Συντηρητικών), σε έναν βαρυσήμαντο λόγο του, που εκφώνησε στο Άλμπερτ Χωλ του Λονδίνου, κάνοντας μια επισκόπηση της τότε παγκόσμιας πολιτικής σκηνής, έκανε λόγο για ζωντανά και ετοιμοθάνατα έθνη. Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων φέρεται να είπε:

«Μπορεί κανείς να χωρίσει γενικά τα διάφορα έθνη σε ζωντανά και ετοιμοθάνατα. Από το ένα μέρος βλέπετε χώρες με τεράστια δύναμη, που χρόνο με τον χρόνο η δύναμή τους αυξάνει, αυξάνει ο πλούτος τους, η έκτασή τους, η τελειότητα της οργάνωσής τους. Οι σιδηρόδρομοι τους παρέχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν σε οποιοδήποτε σημείο θελήσουν το σύνολο σχεδόν της στρατιωτικής ισχύος τους και να παρατάσσουν στρατιωτική ισχύ που ουδέποτε προηγούμενες γενιές είχαν ονειρευτεί. Η επιστήμη τους έδωσε τα εφόδια και όπλα που η καταστροφική τους ικανότητα αυξάνει ολοένα …. Δίπλα στα θαυμαστά αυτά κράτη που τίποτε δεν φαίνεται ικανό να περιορίσει την ισχύ τους προβάλλοντας και ανταγωνιστικές διεκδικήσεις, τις οποίες ίσως μόνο το μέλλον θα μπορέσει να τακτοποιήσει με αιματηρή διαιτησία – δίπλα σ΄ αυτά, υπάρχει κι ένας αριθμός ανθρώπινων κοινοτήτων που δεν μπορώ να τις χαρακτηρίσω διαφορετικά παρά σαν ετοιμοθάνατες

Η αναφορά αυτή παρέχει ίσως την καλύτερη θεώρηση του κόσμου στη χαραυγή του 20ού αιώνα, όπου συνυπάρχουν οι ανταγωνισμοί, αλλά και ο φόβος από τους κινδύνους που γεννιούνται παράλληλα με μια προφητεία επί της τακτοποίησης αυτών. Όταν δήλωνε τα παραπάνω ο λόρδος Σώλσμπερυ για ετοιμοθάνατα έθνη είχε κυρίως στον νου του τις άλλοτε μεγάλες αυτοκρατορίες της Κίνας και της μετέπειτα Τουρκίας.

Δείτε επίσης

  • Αντάντ
  • Ομάδα των Οκτώ, η οποία έγινε Ομάδα των Επτά με την αποβολή της Ρωσίας λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας το 2014 και την άρνηση της Κίνας να δεχτεί την πρόσκληση που έγινε να ενταχθεί.
  • Υπερδύναμη

Περαιτέρω ανάγνωση

  • Abbenhuis, Maartje. An Age of Neutrals Great Power Politics, 1815-1914 (2014) excerpt
  • Allison, Graham. "The New Spheres of Influence: Sharing the Globe with Other Great Powers." Foreign Affairs 99 (2020): 30+ online
  • Bridge, Roy, and Roger Bullen, eds. The Great Powers and the European States System 1814-1914 (2nd ed. 2004) excerpt
  • Brooks, Stephen G., and William C. Wohlforth. "The rise and fall of the great powers in the twenty-first century: China's rise and the fate of America's global position." International Security 40.3 (2016): 7-53. online
  • Dickson, Monday E. Dickson. "Great Powers and the Quest for Hegemony in the Contemporary International System." Advances in Social Sciences Research Journal 6.6 (2019): 168–176. online
  • Duroselle, Jean-Baptiste (Ιανουάριος 2004). France and the Nazi Threat: The Collapse of French Diplomacy 1932–1939. Enigma Books. ISBN 1-929631-15-4. 
  • Edelstein, David M. Over the Horizon: Time, Uncertainty, and the Rise of Great Powers (Cornell UP, 2017).
  • Efremova, Ksenia. "Small States in Great Power Politics: Understanding the" Buffer Effect"." Central European Journal of International & Security Studies 13.1 (2019) online.
  • Eloranta, Jari, Eric Golson, Peter Hedberg, and Maria Cristina Moreira, eds. Small and Medium Powers in Global History: Trade, Conflicts, and Neutrality from the Eighteenth to the Twentieth Centuries (Routledge, 2018) 240 pp. online review
  • Kassab, Hanna Samir. Grand strategies of weak states and great powers (Springer, 2017).
  • Kennedy, Paul. The Rise and Fall of the Great Powers (1987)
  • Langer, William, ed. (1973) An Encyclopedia Of World History (1948 And later editions) online free
    • Stearns, Peter, ed. The Encyclopedia of World History (2007), 1245pp; update of Langer
  • Mckay, Derek· H.M. Scott (1983). The Rise of the Great Powers 1648 - 1815. Pearson. ISBN 9781317872849. 
  • Maass, Matthias. Small states in world politics: The story of small state survival, 1648–2016 (2017).
  • Michaelis, Meir. "World Power Status or World Dominion? A Survey of the Literature on Hitler's 'Plan of World Dominion' (1937-1970)." Historical Journal 15#2 (1972): 331–60. online.
  • Ogden, Chris. China and India: Asia's emergent great powers (John Wiley & Sons, 2017).
  • Newmann, I.B. ed. Regional Great Powers in International Politics (1992)
  • Schulz, Matthias. "A Balancing Act: Domestic Pressures and International Systemic Constraints in the Foreign Policies of the Great Powers, 1848–1851." German History 21.3 (2003): 319–346.
  • Mearsheimer, John J. (2001). The Tragedy of Great Power Politics. New York: Norton. ISBN 0393020258. 
  • Neumann, Iver B."Russia as a great power, 1815–2007." Journal of International Relations and Development 11.2 (2008): 128–151. online
  • O'Brian, Patrick K. Atlas of World History (2007) Online free
  • Peden, G. C. "Suez and Britain's Decline as a World Power." Historical Journal55#4 (2012), pp. 1073–1096. online
  • Pella, John & Erik Ringmar, (2019) History of international relations Online free Αρχειοθετήθηκε 16 August 2019 στο Wayback Machine.
  • Shifrinson, Joshua R. Itzkowitz. Rising titans, falling giants: how great powers exploit power shifts (Cornell UP, 2018).
  • Waltz, Kenneth N. (1979). Theory of International Politics. Reading: Addison-Wesley. ISBN 0201083493. 
  • Ward, Steven. Status and the Challenge of Rising Powers (2018) excerpt from book; also online review
  • Witkopf, Eugene R. (1981). World Politics: Trend and Transformation. New York: St. Martin's Press. ISBN 0312892462. 
  • Xuetong, Yan. Leadership and the rise of great powers (Princeton UP, 2019).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές