Το Ρίο ντε Τζανέιρο (πορτογαλικά: Rio de Janeiro, προφέρεται: [ˈʁi.u dʒi ʒɐˈnejɾu], κυριολεκτικά: Ποταμός του Ιανουαρίου) είναι πόλη στη νοτιοανατολική Βραζιλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης πολιτείας. Η πόλη ήταν η πρωτεύουσα της Βραζιλίας (1763-1960) και της πορτογαλικής αυτοκρατορίας (1808-1821). Ευρύτερα γνωστή ως Ρίο, η πόλη παρονομάζεται επίσης ως Cidade Maravilhosa - «η θαυμάσια πόλη».
Είναι διάσημη για τη θεαματική φυσική θέση της, τους εορτασμούς καρναβαλιού, τη σάμπα και άλλα είδη μουσικής, παραλίες όπως οι Κοπακαμπάνα, Ιπανέμα και Λεμπλόν, τους πεζόδρομους με τα μαυρόασπρα μωσαϊκά, και το χαλαρό τρόπο ζωής τον κατοίκων. Κάποια από τα πιο γνωστά αξιοθέατα της πόλης, εκτός από τις παραλίες, είναι το τεχνοτροπίας Αρ Ντεκό γιγαντιαίο άγαλμα του Ιησού στη κορυφή του λόφου Κορκοβάντο, ο Πάο ντε Ασούκαρ (κώνος της ζάχαρης - Pão de Açúcar) με το τελεφερίκ, το Σαμποδρόμιο (Sambódromo) ένας πεζόδρομος για τη παρέλαση του Καρναβαλιού, και ένα από τα μεγαλύτερα γήπεδα του κόσμου, το περίφημο Στάδιο Μαρακανά. Στο Ρίο βρίσκεται επίσης το μεγαλύτερο δάσος του κόσμου ενδιάμεσο αστικής περιοχής, το δάσος Τιζούκα.
Ο πληθυσμός της πόλης είναι περίπου 6.094.183, σε μια περιοχή 1182,3 τ.χλμ.. Ο πληθυσμός της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής εκτιμάται στα 11-12 εκατομμύρια. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βραζιλίας μετά από το Σάο Πάολο και ήταν η πρωτεύουσα της χώρας έως το 1960, όταν η Μπραζίλια πήρε τη θέση της. Οι κάτοικοι της πόλης είναι γνωστοί ως Καριόκας (Cariocas). Στην πόλη διεξήχθησαν οι Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016.
Ίδρυση του Ρίο ντε ΤζανέιροΤο υδραγωγείο Καριόκα που κατασκευάστηκε το πρώτο μισό του 18ου αιώνα.
Ο κόλπος Γκουαναμπάρά ανακαλύφθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1502, και σε αυτό οφείλει η πόλη το όνομά της (Ρίο ντε Τζανέιρο = ποταμός του Ιανουαρίου). Η ανακάλυψη έγινε από μία πορτογαλική αποστολή από τον εξερευνητή Γκασπάρ ντε Λέμος, κυβερνήτη ενός πλοίου του στόλου του Πέντρο Άλβαρες Καμπράλ. Στην αποστολή συμμετείχε και ο Αμέρικο Βεσπούτσι από τη Φλωρεντία ως παρατηρητής, απεσταλμένος του βασιλιά Μανουέλ του Α'. Στην περιοχή του Ρίο εκείνη την εποχή κατοικούσαν οι αυτόχθονες φυλές των Τούπι, Πούρι, Μποτοκούντο και Μαξακαλί.
Σύμφωνα με το σχετικό θρύλο, οι Πορτογάλοι ναυτικοί ονόμασαν την περιοχή Ρίο καθώς πίστεψαν ότι η είσοδος του κόλπου ήταν ουσιαστικά η εκβολή ενός ποταμού, αν και κανένας έμπειρος ναυτικός δεν θα έκανε τέτοιο λάθος στην πραγματικότητα. Εκείνη την εποχή, η ονομασία Ρίο αφορούσε κάθε μεγάλη υδάτινη επιφάνεια στην πορτογαλική γλώσσα.
Ο πρώτος οικισμός ιδρύθηκε στην περιοχή την 1η Μαρτίου του 1565. Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, η πόλη απειλήθηκε ή κατακτήθηκε από αρκετούς, κυρίως Γάλλους, πειρατές και τυχοδιώκτες, όπως οι Ζαν Φρανσουά Ντουκλέρκ και Ρενέ Ντουγκουάι Τρουάν. Στο τέλος του 17ου αιώνα, όταν ανακαλύφθηκε χρυσός και διαμάντια στη γειτονική περιοχή του Μίνας Γκεράις, το Ρίο ντε Τζανέιρο μετατράπηκε σε ένα λιμάνι ιδιαίτερης σημασίας για τις εξαγωγές, σε σύγκριση με το Σαλβαντόρ της Μπαία, το οποίο βρίσκεται αρκετά βορειότερα. Το 1763, η πορτογαλική διοίκηση των αποικιών της Αμερικής μεταφέρθηκε στο Ρίο, και η πόλη παρέμεινε η κύρια αποικιακή πρωτεύουσα των πορτογαλικών κτήσεων της Αμερικής μέχρι το 1808. Τότε, η βασιλική οικογένεια της Πορτογαλίας μαζί με αρκετούς ευγενείς της αριστοκρατίας της Λισαβόνας μεταφέρθηκαν στο Ρίο ως διαφυγή από την κατάκτηση της Πορτογαλίας από τον Ναπολέοντα. Έτσι, το Ρίο έγινε πρωτεύουσα του βασιλείου της Πορτογαλίας, ενώ ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα εκτός της Ευρώπης.
Πορτογάλος μετανάστης των αρχών του 20ού αιώνα. Το Ρίο θεωρείται η μεγαλύτερη Πορτογαλική πόλη έξω από την Πορτογαλία.[3]
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2010, υπήρχαν 5.940.224 κάτοικοι στην πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο.[4] Οι αριθμοί της απογραφής ήταν 3.239.888 λευκοί (51,2%), 2.318.675 μιγάδες (36,5%), 708.148 μαύροι (11,5%), 45.913 ασιάτες (0,7%), 5.981 ιθαγενείς (0,1%).[5] Η κατανομή ως προς το γένος ήταν 53,2% γυναίκες, και 46,8% άντρες.[5]
Πριν τον αποικισμό της περιοχής από τους Ευρωπαίους, στην περιοχή υπήρχαν τουλάχιστον 7 διαφορετικές ιθαγενείς φυλές οι οποίες μιλούσαν 20 γλώσσες. Ένα μέρος από αυτές συμμάχησε με τους Πορτογάλους, και το υπόλοιπο με τους Γάλλους. Η επικράτηση των Πορτογάλων στην περιοχή, έφερε και την εξόντωση των ιθαγενών που συμμάχησαν με τους Γάλλους, ενώ οι υπόλοιποι ιθαγενείς αφομοιώθηκαν στα ήθη και έθιμα των Πορτογάλων αποίκων.[6]
Η πόλη διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών της πορτογαλικής γλώσσας, εκτός της Λισαβόνας στην Πορτογαλία.[7][8] Μετά την ανεξαρτησία της Βραζιλίας από την Πορτογαλία, το Ρίο έγινε ο προορισμός για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από την Πορτογαλία, κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι μετανάστες αποτελούνταν κυρίως από φτωχούς χωρικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάφεραν να ευδαιμονίσουν στη νέα αυτή γη και να αποκτήσουν περιουσίες ως εργάτες στην πόλη και ως μικροέμποροι.[9] Η επιρροή του πορτογαλικού πολιτισμού εξακολουθεί να είναι αισθητή σε πολλά τμήματα της πόλης, κυρίως σε τομείς όπως η αρχιτεκτονική των κτηρίων, και με τις εξαιρέσεις των διαφόρων τοπικών διαλέκτων και η ίδια η πορτογαλική γλώσσα.
Φυλετική και εθνική καταγωγή στο Ρίο ντε Τζανέιρο
Εθνικότητα
Ποσοστό
Λευκοί
51.2%
Μιγάδες
36.5%
Μαύροι
11.5%
Ασιάτες
0.7%
Ιθαγενείς
0.1%
Οι κάτοικοι οι οποίοι διαθέτουν πορτογαλική καταγωγή αποτελούν το κυρίαρχο κομμάτι του πληθυσμού. Κατά την απογραφή του 1920, βρέθηκε πως το 39,74% των Πορτογάλων που ζούσαν στη Βραζιλία, βρίσκονταν Ρίο ντε Τζανέιρο, ενώ με τη συμπερίληψη και των προαστίων της πόλης ο αριθμός αυτός έφτανε στο 46,30%. Επίσης ως ποσοστό επί των ξένων κατοίκων, οι Πορτογάλοι ήταν και πάλι η κυρίαρχη εθνοτική ομάδα με το ποσοστό να αγγίζει το 72%.[10]Τα στοιχεία στα τέλη του 19ου αιώνα εμφάνιζαν παρόμοια εικόνα.
Ο πληθυσμός των μαύρων κατοίκων προέρχεται κυρίως από ανθρώπους των οποίων οι πρόγονοι πάρθηκαν από την Αφρική ως σκλάβοι, κυρίως από τις περιοχές της σημερινής Ανγκόλα και της Μοζαμβίκης, και μεταφέρθηκαν στην Πορτογαλική αυτή αποικία. Μέρος των αφρικανικών παραδόσεων διατηρείται ακόμα και σήμερα στον χορό της σάμπα, καθώς και στο διάσημο καρναβάλι της πόλης.
Σχεδόν ο μισός σύγχρονος πληθυσμός της πόλης, αποτελείται από άτομα μαύρης ή μιγαδικής μαύρης καταγωγής,[11] και η ευρεία πλειοψηφία διαθέτει τουλάχιστον έναν πρόγονο με καταγωγή από την υποσαχάρια Αφρική.[12][13]
Ως αποτέλεσμα της εισροής των Ευρωπαίων μεταναστών στη Βραζιλία από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα, η πόλη διαθέτει πολλές παροικίες οι οποίες αποτελούνται από ξένους, όπως Ισπανούς, Ιταλούς, Γερμανούς, Εβραίους, καθώς και Άραβες και Ιάπωνες, αλλά και κατοίκους άλλων περιοχών της Βραζιλίας.[14]
Η αριθμητική κυριαρχία των Ευρωπαίων ως προς την καταγωγή των κατοίκων της πόλης έχει κατά καιρούς επαληθευθεί από πολλές ανεξάρτητες μελέτες, οι οποίες δείχνουν πως το 80% περίπου προέρχεται είτε απευθείας από Ευρωπαίους προγόνους είτε από επιμειξίες.[15][16][17]
Υπάρχουν έντονες ανισότητες μεταξύ των ευπόρων και των φτωχών πληθυσμών της πόλης, με τους λιγότερο προνομιούχους να είναι κυρίως συγκεντρωμένοι σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης. Παρότι η πόλη κατατάσσεται ανάμεσα στις παγκόσμιες μητροπόλεις, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της ζουν σε φτωχογειτονιές οι οποίες είναι γνωστές ως φαβέλες. Το 95% των ανθρώπων που ζουν στις φαβέλες είναι φτωχό, ενώ ως ποσοστό επί του γενικού πληθυσμού μεταφράζεται ως το 40% των κατοίκων της πόλης ζουν υπό καθεστώς φτώχειας.[23]
Υπήρξε μια σειρά από κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι οποίες επικεντρώθηκαν στη μετακίνηση του πληθυσμού από τις φαβέλες σε νεόκτιστα κτήρια, και πιο πρόσφατα στη βελτίωση των συνθηκών ζωής στις ίδιες τις φαβέλες ενώ παράλληλα αυξήθηκε η αστυνόμευση.
Το Ρίο ντε Τζανέιρο βρίσκεται σε στίγμα 220 54' νότια και 430 14 δυτικά, ενώ η συνολική περιοχή του εκτείνεται σε έκταση 1.182,3 τετρ.χλμ. και φιλοξενεί περισσότερους από 6 εκατομμύρια κατοίκους. Η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή έχει πληθυσμό 11 ως 13,5 εκατομμύρια κατοίκους.
Πανοραμική θέα του Ρίο ντε Τζανέιρο όπου διακρίνονται τα βουνά Κορκοβάντο, Πάο ντε Ασούκαρ (κέντρο, υπόβαθρο) και Ντόις Ιρμάος (δεξιά), από τη Βίστα Σινέζα.
Το Ρίο βρίσκεται χαρακτηρίζεται από τον κλιματικό τύπο των τροπικών μουσώνων, με τύπο Am σύμφωνα με την κλιματική ταξινόμηση του Κέπεν, ενώ χαρακτηριστικές είναι οι μακρές περίοδοι βροχής από το Δεκέμβριο ως το Μάρτιο. Η θερμοκρασία συχνά υπερβαίνει τους 40 °C στις εσωτερικές γειτονιές της πόλης, ενώ μέγιστα θερμοκρασίας μεγαλύτερα από 30 °C μπορεί να παρατηρηθούν κάθε μήνα. Στις κυριότερες τουριστικές περιοχές, δηλαδή τη νότια πλευρά όπου βρίσκονται και οι περισσότερες παραλίες, η θερμοκρασία δεν ανεβαίνει πολύ λόγω της δροσερής θαλάσσιας αύρας του ωκεανού.
Η ετήσια ελάχιστη θερμοκρασία κυμαίνεται στους 20 °C, ενώ η αντίστοιχη μέγιστη στους 26 °C, συνεπώς το θερμοκρασιακό εύρος παραμένει μικρό σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 23 °C. Αντίστοιχα, η μέση ετήσια βροχόπτωση φτάνει το ύψος των 1.086 χιλιοστών, υποδηλώνοντας τόσο ιδιαίτερη συχνότητα όσο και σημαντική ποσότητα βροχής μέσα στο έτος. Η ελάχιστη θερμοκρασία που έχει ποτέ καταγραφεί στην πόλη ήταν 4.8 °C τον Ιούλιο του 1928, αλλά γενικά θερμοκρασίες μικρότερες από 10 °C είναι πλέον σπάνιες. Η απόλυτη μέγιστη θερμοκρασία είχε φτάσει τους 43.2 °C τον Ιανουάριο του 1984.
Η μέση ετήσια θερμοκρασία της θάλασσας είναι 23-24 βαθμοί Κελσίου, από 22 βαθμούς την περίοδο Ιουλίου-Οκτωβρίου έως 26 βαθμούς τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο.[35] Το κυρίαρχο ωκεανικό ρεύμα είναι το ρεύμα της Βραζιλίας. Η περίοδος με τις μεγαλύτερες βροχοπτώσεις είναι ο Δεκέμβριος, ενώ η ξηρότερη περίοδος ο Αύγουστος.