Ψυχή

Η λέξη «ψυχή»[1] (από το ρήμα «ψύχω», δηλ. «φυσώ», «πνέω») κυριολεκτικά σημαίνει την «ψυχρή πνοή», δηλαδή την (ύστατη) ένδειξη της ζωής στο σώμα που γίνεται αισθητή από την αναπνοή.[2] Σε πολλές θρησκευτικές, φιλοσοφικές και μυθολογικές παραδόσεις, η ψυχή είναι η άυλη ουσία ενός ζωντανού όντος. [3]

Η μεταμόρφωση της πεταλούδας έχει εμπνεύσει πολλούς να τη χρησιμοποιήσουν ως σύμβολο για την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Μία από τις σημασίες της αρχαιοελληνικής λέξης ψυχή ήταν η «πεταλούδα».

Ανάλογα με το φιλοσοφικό σύστημα, μια ψυχή μπορεί είτε να είναι θνητή είτε αθάνατη.[4] Στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό, μόνο τα ανθρώπινα όντα έχουν αθάνατη ψυχή. Για παράδειγμα, ο Καθολικός θεολόγος Θωμάς Ακινάτης απέδωσε την «ψυχή» (anima) σε όλους τους οργανισμούς, αλλά υποστήριξε ότι μόνο οι ανθρώπινες ψυχές είναι αθάνατες.[5] Άλλες θρησκείες (κυρίως ο Ινδουισμός και ο Τζαϊνισμός) υποστηρίζουν ότι όλοι οι βιολογικοί οργανισμοί έχουν ψυχή, όπως και ο Αριστοτέλης, ενώ κάποιοι διδάσκουν ότι ακόμη και μη βιολογικές οντότητες (όπως ποτάμια και βουνά) έχουν ψυχή. Η τελευταία πεποίθηση ονομάζεται ανιμισμός.[6]

Οι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, διατύπωσαν ότι η ψυχή πρέπει να έχει μια λογική ικανότητα, η άσκηση της οποίας ήταν η πιο θεϊκή των ανθρώπινων πράξεων.[εκκρεμεί παραπομπή] Στη δίκη του, ο Σωκράτης συνόψισε τη διδασκαλία του ως τίποτε άλλο από μια προτροπή για τους συναδέλφους του Αθηναίους να υπερέχουν σε θέματα ψυχής, αφού όλα τα σωματικά αγαθά εξαρτώνται από την αριστεία αυτή (Απολογία 30α-β). Παρ’ όλα αυτά, οι απόψεις που εκτίθενται στα πλατωνικά έργα αποτελούν μια απόπειρα συστηματοποίησης και ανάπτυξης προϋπαρχουσών θεωριών, δεδομένου ότι τα ερωτήματα για τη φύση του ανθρώπου και τον θάνατο είναι πολύ παλαιότερα του Πλάτωνα και έχουν απασχολήσει ίσως όλους τους πολιτισμούς.

Το Anima mundi είναι η έννοια της "ψυχής του κόσμου" που συνδέει όλους τους ζωντανούς οργανισμούς στον πλανήτη Γη.

Φιλοσοφικές απόψεις

Η ελληνική λέξη «ψυχή» ακολούθησε δύο βασικές πορείες.[7] Η πρώτη σχετίζεται με τη χρήση της στον καθημερινό λόγο, όπου δηλώνει την «πνοή», τη «φυσική ζωή», το «θάρρος» ή το «ήθος», και η δεύτερη αφορά τις ειδικές χρήσεις της στις θρησκευτικές δοξασίες και τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές ως μια αόρατη—και για μερικούς άυλη ή και αθάνατη—ουσία που δίνει ζωή στο σώμα, το ελέγχει και για πολλούς επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος, μεταβαίνοντας σε έναν τόπο δυστυχίας ή μακαριότητας ή, για άλλους, σε κάποιο διαφορετικό σώμα. Μολονότι πρέπει να διαχωριστούν αυτές οι δύο πορείες, καθώς και οι ειδικές σημασίες της λέξης όταν χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος από τους εκάστοτε φιλοσόφους, η κατωτέρω συνοπτική αναδρομή παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία της αλληλεπίδρασης αυτών των δύο πορειών, που συνέβαλαν στην εξέλιξη του σημασιολογικού περιεχομένου της.

Όμηρος

Η ομηρική άποψη για τη μετά θάνατον ζωή κυριαρχούσε στη λαϊκή θρησκεία των Ελλήνων επί αιώνες

Στην ελληνική γραμματεία η λέξη «ψυχή» πρωτοαπαντάται στον Όμηρο και μάλιστα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτές σχετίζονται πάντα με τον άνθρωπο, όπου η «ψυχή» παρουσιάζεται είτε ως κάτι το οποίο κινδυνεύει να χάσει ο πολεμιστής στη μάχη είτε ως κάτι που μετά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει στον Άδη, δηλαδή τον κάτω κόσμο. Εκεί ονομάζεται επίσης «εἴδωλον» επειδή διατηρεί τη μορφή και την προσωπικότητα του εκλιπόντος, αλλά βρίσκεται σε μια εξαιρετικά υποβιβασμένη κατάσταση. Μερικές ψυχές, ωστόσο, έχουν την τύχη να πάνε στα Ηλύσια Πεδία, απολαμβάνοντας αθανασία με τους θεούς.[8] Η ομηρική άποψη για τη μετά θάνατον ζωή φαίνεται να προέρχεται από τους μύθους της Μεσοποταμίας[9][10] και διατηρείται στη λαϊκή θρησκεία των Ελλήνων επί πολλούς αιώνες,[11] ακόμη και στη μετά Χριστόν εποχή,[12] αν και φυσικά από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή εμφανίζονται διαφορές στις αντιλήψεις. Παράλληλα, όμως, αρχίζουν να αναπτύσσονται και να γίνονται δημοφιλείς και άλλες θεωρίες περί της ψυχής και της μετά θάνατον ζωής.

Προσωκρατικοί

Στα γραπτά της προσωκρατικής εποχής (7ος-5ο αι. π.Χ.) παρατηρείται η γενίκευση στη χρήση του όρου «ψυχή», η οποία από τότε χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της «ζωής» ή, ακόμη γενικότερα, ως η κινητήρια δύναμη της φύσης. Ως εκ τούτου, έμψυχο χαρακτηρίζεται οτιδήποτε κινείται, και ο Θαλής ο Μιλήσιος θεωρεί τον μαγνήτη έμψυχο λόγω των ελκτικών του ιδιοτήτων. Σε παρόμοιο πλαίσιο, οι Ίωνες φιλόσοφοι γενικά βλέπουν τον κόσμο ως «ἔμψυχον καὶ δαιμόνων πλήρη».[13]—Βλ. στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια το λήμμα Υλοζωϊσμός.

Τον 5ο αι. στον καθημερινό λόγο η ψυχή επιπλέον σημαίνει την έδρα των σωματικών επιθυμιών, των συναισθημάτων και της νόησης. Παράλληλα αρκετοί, μεταξύ των οποίων ο Θουκυδίδης και ο Ιπποκράτης, χρησιμοποιούν τον εν λόγω όρο ή παράγωγά του για να δηλώσουν το θάρρος ή, γενικότερα, το ήθος του ανθρώπου.[14] Ειδικά η τελευταία σημασιολογική προέκταση της «ψυχής» στον καθημερινό λόγο, που περιλαμβάνει και το έλλογο μέρος του ανθρώπου, εικάζεται ότι οφείλεται στην ορολογία των Πυθαγορείων.

Οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι, πιθανώς επηρεασμένοι από ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες,[15] πιστεύουν ότι η ψυχή είναι θεϊκή στη φύση της, ότι έχει φυλακιστεί στο σώμα και ότι μετενσαρκώνεται.[16] Οι Ορφικοί υποστηρίζουν ότι η οριστική απελευθέρωση της ψυχής από τους κύκλους των μετενσαρκώσεων και η μόνιμη διαμονή της στα Ηλύσια Πεδία επιτυγχάνεται με τρεις ενάρετες ζωές.[17] Αντιθέτως, οι ψυχές των αδίκων υφίστανται τιμωρίες και επιπλέον ενσαρκώσεις. Οι Πυθαγόρειοι διδάσκουν ότι η ηθική ζωή οδηγεί σε ανώτερες μετενσαρκώσεις, μέχρι να επιτευχθεί η ένωση με το θείον.[18] Η αποχή των Ορφικών και των Πυθαγορείων από κρέας έχει ερμηνευτεί ως εκδήλωση σεβασμού προς τις μετενσαρκωμένες ψυχές.[17]

Ο Παρμενίδης, που θεωρείται μαθητής των Πυθαγορείων Αμινίου και Διοχαίτου [19] και ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής,[20] θεωρούσε ότι οι ψυχές προέρχονται από τον ουρανό.[21]

Ο Ηράκλειτος τόνιζε ότι η ψυχή επηρεάζεται δυσμενώς από το ποτό, συσχετίζοντάς την έτσι στενά με το σώμα και γενικά με την ύλη, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοί του, αλλά τη θεωρεί λεπτή και αιθέρια.[22]

Ο Εμπεδοκλής, επηρεασμένος από τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους,[23] δίδασκε ότι οι αμαρτωλοί πρέπει να περιπλανηθούν επί 30.000 έτη στη «σπηλιά» της γης, περνώντας με αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις και από τα τέσσερα βασικά στοιχεία της φύσης (τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη) με σκοπό να επιτευχθεί ο εξαγνισμός. Ο ίδιος πίστευε ότι σε προηγούμενες ζωές η ψυχή του βρέθηκε σε θάμνο, σε πουλί και σε ψάρι.[24]

Σωκράτης και Πλάτωνας

Οι απόψεις του Πλάτωνα περί άυλης και αθάνατης ψυχής υπήρξαν καθοριστικές για τους μετέπειτα στοχαστές

Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα[25] ο Σωκράτης, ως γνήσιος φιλόσοφος, παρουσιάζεται να επιθυμεί να πεθάνει το σώμα του, ώστε να απελευθερωθεί η ψυχή του από τα απατηλά ερεθίσματα των υλικών αισθητηρίων και, έτσι, να κατακτήσει την πραγματική γνώση και σοφία. Εντούτοις, αντιμετωπίζει τη δυσπιστία καθώς πολλοί αρνούνται τη μετά θάνατον επιβίωση της ψυχής.[26] Για να υποστηρίξει ο Σωκράτης την αθανασία της ψυχής και τον έλλογο χαρακτήρα της, ότι δηλαδή αυτή είναι το «εγώ», η πραγματική έδρα της προσωπικότητας και της υπόστασης του ανθρώπου, εκθέτει τέσσερα επιχειρήματα. Το πρώτο βασίζεται στην ήδη υπάρχουσα δοξασία της μετενσάρκωσης: αν η ψυχή έφθινε και πέθαινε ύστερα από έναν αριθμό μετενσαρκώσεων, τότε η ζωή θα έπρεπε να έχει εκλείψει από τον κόσμο. Αντιθέτως, η ζωή εξακολουθεί να υπάρχει και να κάνει τους κύκλους της μέσα στη φύση, και επομένως οι ψυχές είναι αθάνατες. Το δεύτερο επιχείρημα αντλείται από την ικανότητα που έχει ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται ιδέες και νοήματα χωρίς να εξαρτάται από τις αισθήσεις του: για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να φανταστεί έναν τέλειο κύκλο χωρίς να έχει δει ποτέ του κάτι τέτοιο στον υλικό κόσμο. Τούτη η ικανότητα δείχνει ότι η ψυχή κατέχει γνώση από τον κόσμο των Ιδεών[27] και, επομένως, προέρχεται από εκεί. Η συσχέτιση της ψυχής με τον κόσμο των Ιδεών είναι σημαντική και αυτό το δηλώνει ιδιαίτερα το τρίτο επιχείρημα: εφόσον η ψυχή είναι αόρατη, προφανώς συγγενεύει με τον κόσμο των Ιδεών: είναι απλή και ασύνθετη, αδιάλυτη και αιώνια, όπως είναι και οι Ιδέες. Τέλος, σύμφωνα με το τέταρτο επιχείρημα, εφόσον η ψυχή είναι αυτή που δίνει ζωή στο σώμα και ο χωρισμός ψυχής και σώματος σημαίνει θάνατος για το σώμα, άρα η ίδια διαθέτει αυτονομία ζωής.[28]

Στο Συμπόσιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη πως, όταν η ψυχή πρόκειται να ενσαρκωθεί, χωρίζεται σε δύο τμήματα που εισέρχονται σε δύο διαφορετικά σώματα. Εντούτοις, τα δύο μέρη της ψυχής έλκονται μεταξύ τους, και έτσι εξηγείται το φαινόμενο του έρωτα. Στον Φαίδρο παρουσιάζεται η θεωρία ότι ο άνθρωπος έχει τρεις ψυχές: μία στο κεφάλι (έδρα της νόησης), μία στο στήθος (έδρα των συναισθημάτων) και μία στην κοιλιά (έδρα των σωματικών επιθυμιών). Στην Πολιτεία, όμως, η προσέγγιση αλλάζει με σκοπό να ξεπεραστούν τα κενά των προηγούμενων θεωριών. Εκεί λοιπόν αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει μία μόνο ψυχή αλλά τριμερή: τον νουν (νόηση), τον θυμόν (συναίσθημα) και το επιθυμητικόν (επιθυμία).[29] Στον Τίμαιο, επιπρόσθετα, παρουσιάζεται η θεωρία της τριμερούς ψυχής εφαρμόζεται και στην ψυχή του κόσμου, και αυτή η τριάδα των ιδιοτήτων είναι που εξασφαλίζει την κίνηση στα ουράνια σώματα.[30]

Αριστοτέλης

Η ψυχή για τον Αριστοτέλη[31], είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού, οργανικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της ζωής, και, επίσης, έχει μέσα του την αρχή της κίνησης και της στάσης. Εντελέχεια είναι η μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας. Η ψυχή, δηλαδή, είναι μια υπόσταση με την έννοια της μορφής. Η χαρακτηριστική αριστοτελική διατύπωση, είναι πως η ψυχή είναι αυτό που ένα συγκεκριμένο σώμα ήταν να είναι. Είναι αιτία και αρχή του ζωντανού σώματος, η πηγή και ο σκοπός της κίνησής του. Είναι αιτία ως η μορφή του έμψυχου σώματος. Στα ζωντανά όντα, ό,τι συνιστά την ύπαρξή τους είναι η ζωή, και, για τη ζωή τους, αιτία και αρχή είναι η ψυχή, η οποία, τελικά, ταυτίζεται με την ίδια τη φυσική, οργανική ζωή· μια ζωή που συλλαμβάνεται ως ένα σύνολο ικανοτήτων ή λειτουργιών, που εκτελούνται διαμέσου σωματικών οργάνων. Τις ικανότητες της ψυχής, άλλα όντα τις έχουν όλες, άλλα κάποιες από αυτές, ενώ μερικά, όπως τα φυτά, μία και μόνη. Για τον άνθρωπο η ψυχή του έχει πέντε «δυνάμεις», ή αλλιώς δυνατότητες: (1) το «θρεπτικόν», που σχετίζεται με τη θρέψη του σώματος· (2) το «ορεκτικόν», δηλαδή την τάση για καθετί καλό· (3) το «αισθητικόν», την ικανότητα της πρόσληψης των πληροφοριών μέσω των αισθήσεων· (4) το «κινητικόν», που εξασφαλίζει τις κινήσεις του σώματος και (5) το «διανοητικόν».

Στωικισμός

Οι Στωικοί πίστευαν ότι ολόκληρο το σύμπαν έχει ως κινητήρια δύναμη το «Πνεύμα» και ότι η ψυχή αντιστοιχεί στο «πνεύμα» που διαπνέει το σώμα (είτε των ζώων είτε των ανθρώπων, όχι των φυτών) και το κάνει να λειτουργεί και να ζει. Στην περίπτωση των ανθρώπων, όμως, η ψυχή έχει περισσότερες λειτουργίες. Συγκεκριμένα, αποτελείται από οχτώ μέρη, το «ηγεμονικόν», δηλαδή τον λόγο, τις πέντε αισθήσεις και τις αναπαραγωγικές δυνάμεις. Οι Στωικοί απέκλειαν την ιδέα της απόλυτης αθανασίας της ψυχής, εφόσον πίστευαν ότι κάποια στιγμή τα πάντα θα κατακαούν. Μερικοί Στωικοί δεν το δέχονταν ούτε και αυτό, όπως ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος ο Σολεύς, υποστηρίζοντας ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα.[32]

Επικούρειοι

Οι Επικούρειοι δίδασκαν ότι η ψυχή αποτελείται από τα πιο λεπτά και πιο κινητικά άτομα του σύμπαντος, λεπτότερα ακόμη και από αυτά του αέρα και της φωτιάς, και σε αυτό απέδιδαν τις λειτουργίες της σε σχέση με τη σκέψη και τις αισθήσεις. Κατ’ αυτούς, όταν τραυματίζεται το σώμα, μερικά άτομα της ψυχής διαρρέουν. Αν το ποσοστό τους είναι μεγάλο, τότε επέρχεται θάνατος του σώματος και όλα τα άτομα της ψυχής σκορπίζονται.

Νεοπλατωνισμός

Ο Πλωτίνος, αναπλάθοντας την πλατωνική διδασκαλία και προσδίδοντάς της έντονη θρησκευτική χροιά, επανέλαβε τις απόψεις περί άυλης ψυχής, συγγενούς με τον κόσμο των Ιδεών, η οποία έχει φυλακιστεί στο σώμα και υφίσταται μετενσαρκώσεις, το επίπεδο των οποίων μπορεί να αναβαθμιστεί ή να υποβαθμιστεί ανάλογα με το πώς διάγει κανείς τη ζωή του. Ύστατος σκοπός η επανένωση της ατομικής ψυχής με την ψυχή του κόσμου, οπότε και η πρώτη χάνει την ατομικότητά της. Και πριν όμως από αυτό, ήδη κατά τη διάρκεια του ένσαρκου βίου, η ψυχή μπορεί να αποζητήσει τον πνευματικό κόσμο μέσω του ασκητισμού και του στοχασμού, και τότε ίσως καταστεί δυνατόν να δει το θείο φως. Ως αρετή ορίζεται η προσέγγιση της ψυχής προς τον Θεό και ως κάλλος η επικράτησή της επί του σώματος και των επιθυμιών του.[33] Οι απόψεις του Πλωτίνου περί της ψυχής είναι επηρεασμένες και από τον νεοπυθαγορισμό, δεδομένου ότι προτάσσει πως όσοι αγαπούν τη μουσική, αυτοί στην επόμενη ζωή θα γίνουν ωδικά πτηνά, ενώ οι στοχαστικοί φιλόσοφοι θα μεταμορφωθούν σε αετούς.

Ιμμάνουελ Καντ

Στις συζητήσεις για την ορθολογική ψυχολογία, ο Ιμμάνουελ Καντ (1724-1804) προσδιόρισε την ψυχή ως το «εγώ» με την αυστηρότερη έννοια και υποστήριξε ότι η ύπαρξη εσωτερικής εμπειρίας δεν μπορεί ούτε να αποδειχθεί ούτε να διαψευσθεί. «Δεν μπορούμε να αποδείξουμε εκ των προτέρων την άυλη φύση της ψυχής, αλλά μάλλον τόσο πολύ: ότι όλες οι ιδιότητες και οι ενέργειες της ψυχής δεν μπορούν να αναγνωριστούν από την υλικότητα». Είναι από το «εγώ» ή την ψυχή ότι ο Καντ προτείνει υπερβατικό ορθολογισμό, αλλά προειδοποιεί ότι ένας τέτοιος εξορθολογισμός μπορεί να καθορίσει μόνο τα όρια της γνώσης, αν πρόκειται να παραμείνει πρακτικός.[34]

Φιλοσοφία του νου

Το επιχείρημα φάντασμα μέσα σε μια μηχανή του Γκίλμπερτ Ράιλ (Gilbert Ryle), το οποίο είναι μια απόρριψη του δυϊσμού νου-σώματος του Ντεκάρτ, μπορεί να δώσει μια σύγχρονη αντίληψη της ψυχής/νου και το πρόβλημα της σύνδεσής του με τον εγκέφαλο/σώμα.[35]

Προϊστορικά χρόνια

Η ιδέα ότι υπάρχει ένα τμήμα που ζει μετά τον θάνατο του σώματος συμπεριλαμβάνεται στις αρχαιότερες εκδηλώσεις της θρησκευτικότητας του ανθρώπου.[36] Μάλιστα, ο ανθρωπολόγος Έντουαρντ Μπάρνετ Τέιλορ (1832-1917) υποστήριξε με τη θεωρία του ανιμισμού[37] ότι οι προϊστορικές αντιλήψεις περί επιβίωσης ενός αόρατου μέρους του ανθρώπου κατά τον θάνατο υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της ίδιας της θρησκείας.[38] Για παράδειγμα, η τοποθέτηση στους τάφους προσωπικών αντικειμένων ήδη από την παλαιολιθική εποχή έχει ερμηνευτεί από τους επιστήμονες ως εξοπλισμός για το ταξίδι στον κόσμο των νεκρών.[39]

Μεσοποταμία

Συγκεκριμένες αναφορές στη μετά θάνατον ζωή του ανθρώπου βρίσκουμε στην αρχαία Μεσοποταμία.[40] Μαντικά κείμενα εκείνης της περιόδου αποκαλύπτουν τη δοξασία ότι οι νεκροί θα μπορούσαν να εκδικηθούν τους ζωντανούς, προκαλώντας τους συμφορές. Ένας σοβαρός λόγος για κάτι τέτοιο θα ήταν να σκοτωθεί κάποιος προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη ζωή του, όπως με το να παντρευτεί. Οι αχρησιμοποίητες δυνάμεις του επρόκειτο τώρα να στραφούν κατά των ζωντανών.[41] Επίσης, εθεωρείτο ότι για τη μετάβαση των νεκρών στον κάτω κόσμο έπρεπε να γίνουν οι κατάλληλες τελετές ταφής. Σε αντίθετη περίπτωση, η ψυχή τους έμενε στον κόσμο των ζωντανών. Επίσης υπήρχε η πεποίθηση ότι στον κόσμο των νεκρών κυριαρχούν θεότητες και δαίμονες που επιφέρουν φρικτά βασανιστήρια σε όσους πηγαίνουν εκεί. Η επίτευξη της σωματικής αθανασίας, όπως περιγράφεται στο Έπος του Γκιλγκαμές, αποτελεί τρόπο διαφυγής από τον ζοφερό κάτω κόσμο.

Αρχαία Αίγυπτος

Η αθανασία της ψυχής έπαιζε σημαίνοντα ρόλο στην αιγυπτιακή θρησκεία

Στην αρχαία Αίγυπτο, ήδη από τα προϊστορικά χρόνια συνηθιζόταν να εναποτίθενται στους τάφους εργαλεία, όπλα, κοσμήματα, οικιακά σκεύη και τρόφιμα, σαν να επρόκειτο η ζωή του νεκρού να συνεχίσει κατά τον ίδιο τρόπο όπως και πριν.[42] Στην πραγματικότητα, ο κόσμος των νεκρών εθεωρείτο πανομοιότυπος με τον κόσμο των ζωντανών, έχοντας μάλιστα ζώα και ποτάμια. Ως εκ τούτου, η αιγυπτιακή θεώρηση της μετά θάνατον ζωής ήταν σαφώς πιο αισιόδοξη από τη βαβυλωνιακή. Επιπρόσθετα, η αρχαιολογική σκαπάνη δείχνει πως από την εποχή της Πρώτης Δυναστείας οι τάφοι είχαν έναν χώρο για προσφορά σπονδών και τροφής στον νεκρό καθώς και για επικοινωνία μαζί του. Εκεί βρισκόταν η κα, η ψυχή του νεκρού, που λάμβανε τις προσφορές. Η Βίβλος των νεκρών, της Πέμπτης Δυναστείας, αναφέρει για πρώτη φορά ότι ο βασιλιάς, εκτός από την κα, έχει και μια άλλη ψυχή, την μπα, η οποία πετάει σαν το γεράκι, πηγαίνει στον ουρανό και γίνεται αστέρι. Εκεί ο βασιλιάς ζει με τους θεούς απολαμβάνοντας ευδαιμονία και δέχεται τη λατρεία των ανθρώπων στους ναούς. Αυτή η θεώρηση φαίνεται να είναι βαθιά επηρεασμένη από τη σημιτική ιστορία του θεού Ταμμούζ, η οποία εμφανίζεται από τα πρώτα στάδια της αιγυπτιακής θρησκείας. Πολλούς αιώνες αργότερα παρόμοιες πεποιθήσεις με την εξυψωμένη μπα θα αρχίσουν να λέγονται και για τους κοινούς ανθρώπους.

Κίνα

Όπως και σε άλλα μέρη, έτσι και στην Κίνα οι απόψεις περί ψυχής ποικίλουν.[43] Ένα κείμενο του 535 π.Χ. αναφέρει την ύπαρξη δύο ψυχών στον άνθρωπο, δοξασία που είναι επηρεασμένη από τη θεωρία των αντίθετων αλλά και συμπληρωματικών δυνάμεων Γιν και Γιανγκ. Η κατώτερη ψυχή ονομάζεται πο, έρχεται σε ύπαρξη όταν αρχίζει η ζωή του ανθρώπου και σχετίζεται με τις σωματικές λειτουργίες και επιθυμίες. Η ανώτερη ψυχή ονομάζεται χουν, εμφανίζεται μετά την πο και είναι η έδρα της συνειδητότητας και της νόησης. Με τον θάνατο του σώματος, η κατώτερη επιστρέφει στη γη και η ανώτερη στον ουρανό. Εντούτοις, ένας βίαιος θάνατος θα μπορούσε να κάνει την πο και τη χουν να μείνουν στον κόσμο των ζωντανών για να πάρουν εκδίκηση. Οι λαϊκές κινεζικές αντιλήψεις ήθελαν τις ψυχές να έχουν αξία ανάλογα με την κοινωνική θέση. Ενώ η ψυχή του βασιλιά μπορούσε να επικοινωνήσει με τον Ουρανό, οι ψυχές των απλών ανθρώπων μπορούσαν να έρθουν σε επαφή μόνο με τους προγόνους τους. Στην έννοια της αθανασίας αναφέρεται ο Κομφούκιος, ο οποίος δίδαξε ότι αυτή μπορεί να κατακτηθεί μέσω της ηθικής υπεροχής, μέσω των σπουδαίων πολιτικών πράξεων ή μέσω της συγγραφής βιβλίων με αιώνια αξία. Από την άλλη μεριά, οι Ταοϊστές είχαν την πεποίθηση πως η αθανασία κατακτάται μέσω της εσωτερικής πνευματικής μεταμόρφωσης. Οι Κινέζοι πίστευαν επίσης στο κι, δηλαδή την ψυχή του κόσμου, από την οποία απορρέουν οι δυνάμεις Γιν και Γιανγκ. Το κι διαπνέει τα πάντα στο σύμπαν, και έτσι θα μπορούσαν να θεωρηθούν έμψυχα, εκτός από τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά, ακόμη και οι πέτρες. Για τους Κινέζους όλη η φύση είναι έμψυχη.

Ιουδαϊσμός

Όταν οι Εβδομήκοντα μετέφρασαν τις Εβραϊκές Γραφές, χρησιμοποίησαν συστηματικά τον όρο «ψυχή» για να αποδώσουν τη λέξη «νέφες» (נפש). «Νέφες» στην κυριολεξία σημαίνει το «ον που αναπνέει», και γι’ αυτό συνήθως δηλώνει είτε ένα ζώο είτε τον ίδιο τον άνθρωπο.[44] Αρκετές φορές αυτός ο όρος σημαίνει επίσης τη ζωή που απολαμβάνει το ον που αναπνέει.[45] Με αυτά και με άλλα στοιχεία, οι λόγιοι σήμερα ομοφωνούν ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους πολιτισμούς, αρχικά οι Εβραίοι έβλεπαν τον άνθρωπο ως ολότητα και μάλιστα υλικής υπόστασης.[46] Κατά την ελληνιστική περίοδο, ωστόσο, εμφανίζεται η διχοτόμηση του ανθρώπου σε άυλη ψυχή και υλικό σώμα, γεγονός που οφείλεται στην επίδραση του ελληνισμού, και ιδιαίτερα του πλατωνισμού.[47]

Συνδυάζοντας τον πλατωνισμό με τις Εβραϊκές Γραφές, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς διδάσκει την προΰπαρξη της τριμερούς ψυχής και τη φυλάκισή της στο υλικό σώμα λόγω της αμαρτίας. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, οι Φαρισαίοι πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών,[48] αλλά ο Ιώσηπος μας πληροφορεί επιπρόσθετα ότι πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και τη μετενσάρκωση.[49] Στον αντίποδα, η ιερατική τάξη των Σαδδουκαίων, πιθανώς επηρεασμένη από τους Στωικούς, θεωρούσε τον θάνατο ως το οριστικό και αμετάκλητο τέλος του ανθρώπου.[50] Οι Σαδδουκαίοι έφυγαν από το προσκήνιο εξαιτίας της καταστροφής του Ναού της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., και έτσι στον Ιουδαϊσμό οι απόψεις των Φαρισαίων αποδείχθηκαν καταλυτικές.[51]

Η ανάσταση του Λαζάρου—Τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, αυτό που τονίζεται ως ελπίδα των νεκρών είναι η ανάσταση.

Ως αποτέλεσμα, στο Ταλμούδ, που αποτελεί την καρδιά της διδασκαλίας του ραβινικού Ιουδαϊσμού, υφίσταται το δόγμα της προΰπαρξης της τριμερούς ψυχής· το σώμα ωστόσο δεν θεωρείται φυλακή της. Η αναβίωση του Αριστοτελισμού κατά τον Μεσαίωνα επηρέασε τον τότε Ιουδαϊσμό, με τον Μαϊμονίδη να εκφράζει απόψεις που θεωρήθηκαν ως άρνηση της αθανασίας της ψυχής, αλλά αυτή η τάση αποδείχτηκε πρόσκαιρη.[52] Παράλληλα, ο μυστικιστικός Ιουδαϊσμός της Καμπάλα, που αποτελεί εξέλιξη των νεοπλατωνικών θεωριών, επανέλαβε την τριχοτόμηση της ψυχής σε «νέφες», «ρούαχ» και «νεσαμάχ». Η «νέφες» σχετίζεται με τις βιολογικές λειτουργίες, η «ρούαχ» («πνεύμα») με την ηθική καλλιέργεια και η «νεσαμάχ» («πνοή») με τη νόηση. Επίσης, η Καμπάλα διδάσκει την ύπαρξη αρσενικών και θηλυκών ψυχών που, πριν εισέλθουν στα σώματα, υπάρχουν σε ζευγάρια. Οι διδασκαλίες της Καμπάλα διοχετεύθηκαν στον Χασιδισμό και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να είναι αποδεκτές από πολλούς Εβραίους.[53]

Χριστιανισμός

Στην Καινή Διαθήκη ο όρος «ψυχή» χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα με το παλαιοδιαθηκικό σημασιολογικό περιεχόμενο της λέξης «νέφες» και η ανθρώπινη υπόσταση αντιμετωπίζεται γενικά με τον κλασικό εβραϊκό τρόπο.[54] Οι περισσότεροι θεολόγοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και ψήγματα της θεώρησης του ανθρώπου και ως ψυχοσωματικής ένωσης.[55] Παράλληλα, εξέχουσα θέση μέσα στην Καινή Διαθήκη έχει η ανάσταση των νεκρών, δικαίων και αδίκων,[56] η οποία περιγράφεται με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες από ό,τι στην Παλαιά Διαθήκη, καθώς και η προοπτική της χορήγησης αθανασίας και αφθαρσίας σε μια ουράνια ζωή ως βραβείο για τους δίκαιους που μετέχουν στη Νέα Διαθήκη του Χριστού.[57]

Οι Αποστολικοί Πατέρες δεν κάνουν αναλύσεις για την ψυχή, αλλά ωστόσο αναφέρονται με πεποίθηση στη μέλλουσα ανάσταση. Στους Απολογητές, αν και υπάρχουν σαφείς εξωτερικές επιδράσεις στην ορολογία, εν τούτοις δεν συναντούμε τον κλασικό ελληνικό δυισμό ψυχής και σώματος.[58] Επίσης, στην περίπτωση ακόμη του Αθηναγόρα που συναντάμε «ουσιώδη αθανασία της ψυχής...το σώμα...δεν είναι φυλακή της ψυχής όπως είναι στον Πλάτωνα...αλλά...δημιούργημα του Θεού, αγαθό».[59] Έτσι οι Απολογητές εναντιώθηκαν «κατά της θεολογικής δυαρχίας του Γνωστικισμού»[60] Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ, η γενική τάση μέχρι τα τέλη του 2ου αι. βρίσκεται σε αρμονία με την καινοδιαθηκική επίκτητη ή κατά χάριν αθανασία της ψυχής, η οποία χορηγείται με βάση τη θυσία και την ανάσταση του Χριστού.[61]

Χριστιανικές έννοιες μιας διχοτόμησης ψυχής-σώματος, αρχαίας ελληνικής προέλευσης, εισήχθησαν νωρίς στη χριστιανική θεολογία από τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Αυγουστίνο[62] με ένα εντελώς διαφορετικό όμως περιεχόμενο, ο οποίος «ακολουθών την τριμερή διαίρεσιν της ψυχής, κατά τον Πλάτωνα...ισχυρίσθη ότι ο Λόγος προσέλαβε σώμα χωρίς λογικήν ψυχήν».[63]

Στην περίπτωση του Ωριγένη υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις σαφής η επιρροή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και έτσι υποστήριξε την προΰπαρξη της ψυχής, τον ξεπεσμό της στον υλικό κόσμο και ένα είδος μετενσάρκωσης κατά τη Δευτέρα Παρουσία.[64] Οι θεωρίες του Ωριγένη καταδικάστηκαν οριστικά μεν στην Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο το 553 μ.Χ., αλλά η απόρριψή τους, όπως και του συνόλου της φιλοσοφικής θεολογίας, είχε εκφραστεί πολύ νωρίτερα. Όπως με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο που «αποφαίνεται με τόσο σκληρό τρόπο για το περιεχόμενο της ελληνικής φιλοσοφίας».[65]

Οι περισσότερες πάντως χριστιανικές ομάδες, περιλαμβανομένων των Ορθοδόξων, των Ρωμαιοκαθολικών[66] και των Προτεσταντών,[67] θεωρούν ότι η ψυχή δημιουργείται από τον Θεό κατά τη σύλληψη, επιζεί μετά θάνατον και, όταν γίνει η ανάσταση, θα επανενωθεί με το σώμα σε ένα αναδημιουργημένο σύμπαν.—Βλ. Εσχατολογία.

Σε επίπεδο θρησκευτικών ομάδων, εξαίρεση αποτελούν σήμερα οι Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας[68] και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά,[69] οι οποίοι εκλαμβάνουν τον θάνατο ως την παύση της ενσυνείδητης υπόστασης του ανθρώπου και την ανάσταση ως την αποκατάστασή της.

Επιπλέον, η πλειονότητα των ειδικών στις βιβλικές σπουδές, από τις αρχές του εικοστού αιώνα και μετά, υποστηρίζει ότι η Βίβλος παρουσιάζει μια ανθρωπολογία που δεν διχοτομεί τον άνθρωπο σε ψυχή και σώμα αλλά τον αντιμετωπίζει ενιαία, δηλαδή ολιστικά και μονιστικά. Ως εκ τούτου, αυτή η πλειονότητα θεωρεί ότι ο παραδοσιακός δυισμός έχει παρερμηνεύσει την ανθρώπινη φύση ως αποτέλεσμα εισόδου ελληνιστικών δοξασιών που άλλαξαν την ερμηνεία των βιβλικών χωρίων.[70] Ο δογματολόγος Ν. Ματσούκας θεωρεί ότι «κατά την πατερική θεολογία, που ακολουθεί κατά πόδας τη βιβλική, σώμα και ψυχή αποτελούν μία λειτουργική ενότητα».[71] Σε αυτή τη συμφωνία όμως υπάρχει μία ριζική διαφοροποίηση. Η βιβλική γλώσσα είναι εικονική, ενώ η πατερική φιλοσοφική, και μάλιστα με κυρίαρχη την πλατωνική δυαρχία σώματος και ψυχής. Η βάση μάλιστα μίας διάκρισης μεταξύ ψυχής και σώματος και η περαιτέρω ανάπτυξή της εκκινεί από τον Απόστολο Παύλο.[72] Γι' αυτό και η πατερική θεολογία μιλά για ολική σωτηρία, δίχως να μπορεί να εννοηθεί αυτή, χωρίς την ψυχή.[73] Έτσι για όσους θεωρούν το περιεχόμενο της πατερικής ανθρωπολογικής θεολογίας ως διαρχικό ή διυστικό, πάντοτε θα τίθεται το αμείλικτο ερώτημα ποιος πλατωνικός ή νεοπλατωνικός θα ισχυριζόταν α) ότι αγιάζεται το σώμα β) ότι υπάρχει μόνο ο όλος άνθρωπος γ) ότι η σωτηρία είναι ολική.

Επιστήμη

Τα ευρήματα της επιστήμης μπορεί να έχουν σημασία για την κατανόηση της ψυχής, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του ατόμου όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ψυχής και του νου. Ένα άλλο μπορεί να είναι η πεποίθηση κάποιου σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα.[74] Η επιστήμη δεν έχει αποδείξει ποτέ την ύπαρξη ψυχής.

Νευροεπιστήμη και ψυχή

Η νευροεπιστήμη, ως διεπιστημονικό πεδίο, και ο κλάδος της γνωστικής νευροεπιστήμης ιδιαίτερα, λειτουργεί υπό την οντολογική υπόθεση του φυσικαλισμού. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει –για να εκτελέσει την επιστήμη του– ότι μόνο τα θεμελιώδη φαινόμενα που μελετώνται από τη φυσική υπάρχουν. Έτσι, η νευροεπιστήμη επιδιώκει να κατανοήσει τα ψυχικά φαινόμενα μέσα στο πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο η ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά προκαλούνται αποκλειστικά από φυσικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στον εγκέφαλο και λειτουργεί με τον τρόπο της μείωσης αναζητώντας μια εξήγηση για το μυαλό από την άποψη της εγκεφαλικής δραστηριότητας.[75][76]

Για να μελετήσουμε το μυαλό από την άποψη του εγκεφάλου, χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι λειτουργικής νευροαπεικόνισης για τη μελέτη των νευροανατομικών συσχετισμών διαφόρων γνωστικών διεργασιών που συνθέτουν τον νου. Τα στοιχεία από την απεικόνιση του εγκεφάλου δείχνουν ότι όλες οι διεργασίες του νου έχουν φυσικές συσχετίσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου.[77] Ωστόσο, τέτοιες συσχετιστικές μελέτες δεν μπορούν να προσδιορίσουν εάν η νευρική δραστηριότητα παίζει έναν αιτιώδη ρόλο στην εμφάνιση αυτών των γνωσιακών διεργασιών (ο συσχετισμός δεν συνεπάγεται αιτιώδη συνάφεια) και δεν μπορούν να προσδιορίσουν εάν η νευρική δραστηριότητα είναι είτε απαραίτητη είτε επαρκής για να εμφανιστούν τέτοιες διεργασίες. Η αναγνώριση της αιτιώδους συνάφειας και των αναγκαίων και επαρκών συνθηκών απαιτεί ρητό πειραματικό χειρισμό αυτής της δραστηριότητας. Εάν ο χειρισμός της εγκεφαλικής δραστηριότητας μεταβάλλει τη συνείδηση, τότε μπορεί να συναχθεί ένας αιτιώδης ρόλος για τη δραστηριότητα του εγκεφάλου.[78][79] Δύο από τους πιο συνηθισμένους τύπους πειραμάτων χειρισμού είναι τα πειράματα απώλειας λειτουργίας και απόκτησης λειτουργικότητας. Σε ένα πείραμα απώλειας λειτουργίας (που ονομάζεται επίσης «αναγκαιότητα»), ένα μέρος του νευρικού συστήματος μειώνεται ή αφαιρείται σε μια προσπάθεια να προσδιοριστεί εάν είναι απαραίτητο για μια συγκεκριμένη διεργασία να συμβεί και σε ένα πείραμα απόκτησης λειτουργικότητας (που ονομάζεται επίσης «επάρκεια»), μια πτυχή του νευρικού συστήματος αυξάνεται σε σχέση με το κανονικό.[80] Οι χειρισμοί της εγκεφαλικής δραστηριότητας μπορούν να πραγματοποιηθούν με άμεση ηλεκτρική διέγερση εγκεφάλου, μαγνητική εγκεφαλική διέγερση χρησιμοποιώντας διακρανιακή μαγνητική διέγερση, ψυχοφαρμακολογικό χειρισμό, οπτογενετικό χειρισμό και μελετώντας τα συμπτώματα εγκεφαλικής βλάβης (περιπτωσιολογικές μελέτες). Επιπλέον, οι νευροεπιστήμονες διερευνούν πώς αναπτύσσεται ο νους με την ανάπτυξη του εγκεφάλου.[81]

Φυσική και ψυχή

Ο φυσικός Σον Μ. Κάρολ (Sean M. Carroll) έχει γράψει ότι η ιδέα της ψυχής είναι σε αντίθεση με τη κβαντική θεωρία πεδίου (QFT). Γράφει ότι για να υπάρξει μια ψυχή: «Όχι μόνο απαιτείται νέα φυσική, αλλά δραματικά νέα φυσική. Μέσα στο QFT δεν μπορεί να υπάρξει μια νέα συλλογή “σωματιδίων πνεύματος” και “πνευματικών δυνάμεων” που αλληλεπιδρούν με τα κανονικά μας άτομα, γιατί θα τα εντοπίζαμε στα υπάρχοντα πειράματα».[82]

Αντίθετα, ο Χανς Χάλβορσον (Hans Halvorson), καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, έχει επισημάνει μια εννοιολογική δυσκολία στη λογική συνέπεια της κβαντικής μηχανικής. Η συζήτηση του 2016 με τον Σον Κάρολ στο Κάλτεκ (Caltech) για το θέμα αυτό είναι διαθέσιμη από διάφορες πηγές στο διαδίκτυο. Ο Χάλβορσον επισημαίνει ότι ορισμένες ερμηνείες του προβλήματος της μέτρησης στην κβαντική μηχανική φαίνεται να απαιτούν μια παρατήρηση από ένα μυαλό ή συνειδητό παράγοντα (βλέπε κβαντικό μυαλό) για να καταρρεύσει η κυματοσυνάρτηση ώστε να ληφθεί ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεδομένου ότι η κβαντική μηχανική θέτει μια υπέρθεση ως κανονική κατάσταση της ύλης, ένας υλικός εγκέφαλος θα πρέπει επίσης να είναι σε απροσδιόριστη κατάσταση παρόμοια με τη Γάτα του Σρέντινγκερ. Πώς μπορεί τότε να παράγει ένα καθορισμένο αποτέλεσμα; Ο Χάλβορσον υποστηρίζει ότι αυτό απαιτεί λογικά κάτι πολύ κοντά σε μια άυλη ψυχή που μπορεί να κάνει την παρατήρηση και την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης. Αυτό το γενικό πρόβλημα επισημάνθηκε πρώτα από τον φυσικό Γιουτζίν Γουίγκνερ, ο οποίος σκέφτηκε ότι η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης συνέβη λόγω των δραστηριοτήτων του νου.[83] Ο θεωρητικός φυσικός Ρότζερ Πένροουζ και άλλοι έχουν αναπτύξει παρόμοιες προοπτικές.

Η κβαντική απροσδιοριστία έχει χρησιμοποιηθεί από ορισμένους θεωρητικούς ως λύση στο πρόβλημα του πώς μια ψυχή μπορεί να αλληλεπιδρά με τον εγκέφαλο, αλλά ο νευροεπιστήμονας Πίτερ Κλαρκ (Peter Clarke) εντόπισε σφάλματα σε αυτήν την άποψη, σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι διαδικασίες αυτές διαδραματίζουν ρόλο στην εγκεφαλική λειτουργία, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια καρτεσιανή ψυχή δεν έχει καμία βάση από την κβαντική φυσική.[84] Η κβαντική απροσδιοριστία δεν είναι προσωποκρατική, δηλαδή δεν προέρχεται από τα πρόσωπα αλλά αποτελεί πιθανοτική ιδιότητα του σύμπαντος. Δεν νοείται ελεύθερη θέληση όταν εδράζεται σε μη έλεγχο από το υποκείμενο κατά τη γένεσή της.

Βιολογία και ψυχή

Ο βιολόγος Σιρύλ Μπαρέτ (Cyrille Barrette) έχει γράψει ότι «η ψυχή είναι μια λέξη που υποδηλώνει μια ιδέα που εφευρέθηκε για να αντιπροσωπεύει την αίσθηση ότι κατοικούμαστε από μια ύπαρξη, από μία συνείδηση».[85] Ο Μπαρέτ εξηγεί, χρησιμοποιώντας απλά παραδείγματα σε ένα σύντομο αυτό-δημοσιευμένο άρθρο, ότι η ψυχή είναι μια ιδιότητα που αναδύεται από την πολύπλοκη οργάνωση της ύλης στον εγκέφαλο.[86]

Παραψυχολογία

Μερικοί παραψυχολόγοι προσπάθησαν να διαπιστώσουν με επιστημονικό πείραμα εάν υπάρχει ψυχή ξεχωριστή από τον εγκέφαλο, όπως συνήθως ορίζεται στη θρησκεία και όχι ως συνώνυμο της ψυχής ή του νου. Οι Μίλμπορν Κρίστοφερ (Milbourne Christopher, 1979) και Μαίρη Ρόουτς (Mary Roach, 2010) υποστηρίζουν ότι καμία από τις προσπάθειες παραψυχολόγων δεν το έχει κατορθώσει ακόμη.[87][88]

Βάρος της ψυχής

Το 1901 ο Ντάνκαν ΜακΝτούγκαλ (Duncan MacDougall) έκανε μετρήσεις βάρους των ασθενών καθώς πέθαναν. Ισχυρίστηκε ότι υπήρξε απώλεια βάρους διαφόρων ποσοτήτων κατά τη στιγμή του θανάτου, συμπέρανε ότι η ψυχή ζυγίζει 21 γραμμάρια.[89][90] Ο φυσικός Ρόμπερτ Λ. Παρκ (Robert L. Park) έχει γράψει ότι τα πειράματα του ΜακΝτούγκαλ «δεν θεωρούνται σήμερα ως επιστημονικώς αποδεκτά» και ο ψυχολόγος Μπρους Χουντ (Bruce Hood) έγραψε ότι «επειδή η απώλεια βάρους δεν ήταν αξιόπιστη ή αναπαραγόμενη, τα ευρήματά της ήταν μη επιστημονικά».[91][92]

Υποσημειώσεις

Βιβλιογραφία

  • Παπαδής, Δημήτρης: «Περί ψυχής. Προβληματική της έννοιας της ψυχής στον Όμηρο». Εποπτεία 92 (1984), 687-692.
  • Βέικος, Θεόφιλος Α., « Σῶμα - Πνεῦμα. Ἀδιέξοδα τῆς θεωρίας τῶν δύο κόσμων», στό: Ἀφιέρωμα στὸν Κωνσταντῖνο Δεσποτόπουλο, Ἀθήνα, Παπαζήσης, 1991, σσ. 47-57
  • Rohde Erwin, Psyche, τόμ. Α΄-Β΄, Wipf and Stock Publishers, Eugene, Oregon 2006 (προηγούμ. έκδ. Kegan Paul, Trench, Trubner & Co., 1925).

Δείτε επίσης

Εξωτερικοί σύνδεσμοι