Θαλασσινά

Τα θαλασσινά αποτελούνται από κάθε μορφή θαλάσσιας ζωής που θεωρείται τροφή από τον άνθρωπο, κυρίως ψάρια και οστρακοειδή. Τα οστρακοειδή περιλαμβάνουν διάφορα μαλάκια (π.χ. δίθυρα μαλάκια όπως αχιβάδες, στρείδια και μύδια).[2] Τα θαλασσινά ονομάζονται και φρούτα της θάλασσας.[3]

A seafood platter composed of shrimp, oyster, snail and crab.
Τα θαλασσινά είναι τροφή που προέρχεται από τη θάλασσαΕ
Ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση θαλασσινών[1]

Ιστορία

Διάφορα τρόφιμα σε αιγυπτιακή θάλασσα, π. 1400 π.Χ.

Η συγκομιδή, η επεξεργασία και η κατανάλωση θαλασσινών είναι αρχαίες πρακτικές με αρχαιολογικά ευρήματα που χρονολογούνται στην παλαιολιθική περίοδο.[4][5] Τα ευρήματα σε μια θαλάσσια σπηλιά στο Πίνακλ Πόιντ στη Νότια Αφρική δείχνουν ότι ο homo sapiens (σύγχρονος άνθρωπος) συνέλεγε θαλασσινά ήδη πριν από 165.000 χρόνια,[4] ενώ ο Νεάντερταλ, ένα εξαφανισμένο ανθρώπινο είδος σύγχρονο με τον πρώτο homo sapiens, φαίνεται να έτρωγε θαλασσινά σε τοποθεσίες στις μεσογειακές ακτές περίπου την ίδια εποχή.[6][7][8] Η ισοτοπική ανάλυση σκελετικών ευρημάτων του ανθρώπου tianyuan, ενός 40,000 ετών ανατομικά σύγχρονου ανθρώπου από την ανατολική Ασία, έχει δείξει ότι κατανάλωνε τακτικά ψάρια του γλυκού νερού.[9][10] Αρχαιολογικά ευρήματα όπως[11] κενά όστρακα,[12] πεταμένα οστά ψαριών και ζωγραφιές σπηλαίων δείχνουν ότι τα θαλάσσια ήταν σημαντικά για την επιβίωση και καταναλώνονταν σε σημαντικές ποσότητες. Αυτήν την περίοδο, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν ως κυνηγοί-συλλέκτες και ήταν, αναγκαστικά, σε συνεχή κίνηση. Ωστόσο, τα πρώτα παραδείγματα μόνιμων οικισμών (αν και όχι απαραίτητα μόνιμα κατοικημένα), όπως εκείνα στο Λεπένσκι Βιρ, συνδέονται σχεδόν πάντα με την αλιεία ως κύρια πηγή τροφής.


Ο αρχαίος ποταμός Νείλος ήταν γεμάτος ψάρια. Τα φρέσκα και παστά ψάρια ήταν βασικό τρόφιμο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.[13] Οι Αιγύπτιοι είχαν εργαλεία και μεθόδους για την αλιεία και αυτά απεικονίζονται σε ταφικές εικονογραφήσεις, σχέδια και έγγραφα σε παπύρους. Μερικές απεικονίσεις υπονοούν ότι η αλιεία είναι ασχολία που ακολουθείται ως διασκέδαση.

Σκηνές αλιείας σπάνια παρουσιάζονται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, γεγονός ου αντανακλά τη χαμηλή κοινωνική θέση της αλιείας. Ωστόσο, ο Έλληνας συγγραφέας Όππιανός από την Κώρυκο της Κιλικίας έγραψε τα Αλιευτικά, μια σημαντική μελέτη για τη θαλάσσια αλιεία, που συντάχθηκε μεταξύ 177 και 180. Πρόκειται για το πρώτο τέτοιου έργο που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα. Η κατανάλωση ψαριών ποικίλλει ανάλογα με τον πλούτο και την θέση του νοικοκυριού. Στα ελληνικά νησιά και στις ακτές, συνηθίζονταν το φρέσκο ψάρι και τα θαλασσινά (καλαμάρι, χταπόδι και οστρακοειδή). Τρώγονταν τοπικά αλλά, πιο συχνά, μεταφέρονταν στο εσωτερικό. Οι σαρδέλες και οι γαύροι ήταν συνηθισμένα είδη διατροφής για τους πολίτες της Αθήνας. Μερικές φορές πουλούνταν φρέσκα, αλλά πιο συχνά παστά. Μια στήλη του 3ου αι. π.Χ. από την κωμόπολη της Ακραιφίας, στην λίμνη Κωπαΐδα, μας παρέχει έναν τιμοκατάλογο ψαριών. Το φθηνότερο ήταν το σκάρος, ενώ ο ερυθρός τόνος ήταν τρεις φορές ακριβότερος.[14] Τα συνηθισμένα ψάρια του αλμυρού νερού ήταν ο κιτρινόπτερος τόνος, το μπαρμπούνι, το σαλάχι, ο ξιφίας και η μουρούνα, μια λιχουδιά που τρωγόταν παστή. Η ίδια η λίμνη Κωπαΐς ήταν διάσημη σε όλη την Ελλάδα για τα χέλια της, όπως αναφέρεται και από τον ήρωα της κωμωδίας Αχαρνής του Αριστοφάνη. Άλλα ψάρια του γλυκού νερού ήταν οι λούτσοι, οι κυπρίνοι και τα γατόψαρα, τα οποία δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης.

Εικονογραφικά στοιχεία της ρωμαϊκής αλιείας προέρχονται από ψηφιδωτά.[15] Μια ορισμένη εποχή, το μπαρμπούνι θεωρούνταν συνώνυμο της πολυτέλειας, κυρίως επειδή τα λέπια του εμφανίζουν ένα λαμπρό κόκκινο χρώμα όταν το ψάρι πεθαίνει έξω από το νερό. Για αυτόν τον λόγο, τα ψάρια αυτά αφήνονταν ενίοτε να πεθάνουν αργά στο τραπέζι. Έχει βρεθεί και μια συνταγή για πικάντικη σάλτσα γάρο (garum piperatum).[16] Στην αρχή της αυτοκρατορικής εποχής, όμως, αυτό το έθιμο σταμάτησε, γι' αυτό στο συμπόσιο του αλαζονικού Τριμαλχίωνα (όπως γνωρίζουμε από το Σατυρικόν του Πετρώνιου) εμφανιζόταν ως χυδαία επίδειξη πλούτου.[17][18]

Στα μεσαιωνικά χρόνια, τα θαλασσινά ήταν λιγότερο δημοφιλή από άλλα είδη και συχνά θεωρούνταν εναλλακτική λύση αντί για κρέας στις μέρες της νηστείας. Παρ' όλα αυτά, τα θαλασσινά ήταν το βασικό τρόφιμο πολλών παράκτιων πληθυσμών. Οι ρέγγες που αλιεύονταν στη Βόρεια Θάλασσα έφταναν μέχρι και στις αγορές της Κωνσταντινούπολης.[19] Ενώ πολλά ψάρια τρώγονταν νωπά, ένα μεγάλο ποσοστό ήταν παστά, και, σε μικρότερο βαθμό, καπνιστά. Ο μπακαλιάρος που καταλωνόταν παστός - ήταν ένα πολύ συνηθισμένο είδος, αν και η προετοιμασία του απαιτούσε χρόνο. Μια μεγάλη ποικιλία μαλακίων (όπως στρείδια, μύδια και χτένια) καταναλώνονταν από πληθυσμούς που ζούσαν στις ακτές και δίπλα στα ποτάμια, ενώ οι ποτάμιες καραβίδες θεωρούνταν επιθυμητή εναλλακτική λύση στο κρέας κατά τη διάρκεια των νηστειών. Σε σύγκριση με το κρέας, το ψάρι ήταν πολύ πιο ακριβό για τους μεσογειακούς πληθυσμούς, ειδικά στην Κεντρική Ευρώπη, και επομένως δεν αποτελούσε επιλογή για τους περισσότερους.[20]

Η σύγχρονη γνώση των αναπαραγωγικών κύκλων των υδάτινων ειδών έχει οδηγήσει στη δημιουργία εκκολαπτηρίων και στη βελτίωση των τεχνικών της ιχθυοκαλλιέργειας και της υδατοκαλλιέργειας. Η κατανόηση των κινδύνων από την κατανάλωση ωμών και όχι καλά ψημένων ψαριών και θαλασσινών έχει οδηγήσει σε βελτιωμένες μεθόδους συντήρησης και επεξεργασίας.

Τηγανητοί αστερίες σε δρόμο του Πεκίνου
Ψάρια σε ασιατικό σούπερ μάρκετ στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ
Θαλασσινά στην Ετρετά της Γαλλίας
Ψάρια σε αγορά του Χονγκ Κονγκ
Ψάρια-πέος (urechis unicinctus) σε αγορά της Κορέας
Δεξαμενές θαλασσινών σε καντονέζικο εστιατόριο
Ωμά θαλασσινά
Ψητά θαλασσινά

Επεξεργασία

Το ψάρι είναι ένα εξαιρετικά ευάλωτο προϊόν: η "ψαρίλα" των νεκρών ψαριών οφείλεται στην διάσπαση των αμινοξέων σε βιογενείς αμίνες και αμμωνία.[21]

Τα ζωντανά ψάρια που προορίζονται για βρώση μεταφέρονται συχνά σε δεξαμενές υψηλού κόστους, καθώς η διεθνής αγορά προτιμά τα θαλασσινά να θανατώνονται αμέσως πριν μαγειρευτούν. Αναζητούνται επίσης τρόποι παράδοσης ζωντανών ψαριών χωρίς νερό.[22] Ενώ ορισμένα εστιατόρια θαλασσινών διατηρούν ζωντανά ψάρια σε ενυδρεία ως διακόσμηση, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτά τα ψάρια προσφέρονται ως τροφή στους πελάτες. Το εμπόριο ζωντανών ψαριών στο Χονγκ Κονγκ, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι οδήγησε τις εισαγωγές ζωντανών ψαριών σε περισσότερους από 15.000 τόνους το 2000, πωλήσεις που εκτιμήθηκε ότι αντιστοιχούν σε 400 εκατομμύρια δολάρια.[23]

Επειδή το φρέσκο ψάρι είναι πολύ ευάλωτο, πρέπει να τρώγεται αμέσως ή να πετάγεται. Σε πολλές χώρες, τα φρέσκα ψάρια φιλετάρονται και διατίθεται για πώληση μέσα σε σπασμένο πάγο ή σε ψύξη. Τα φρέσκα ψάρια βρίσκονται συνήθως κοντά σε υδάτινα σώματα, αλλά τα ψυχόμενα τρένα και των φορτηγά έχουν κάνει τα φρέσκα ψαρά ευρέως διαθέσιμα και στην ενδοχώρα.[24]

Η μακροχρόνια συντήρηση των ψαριών επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους. Οι παλαιότερες και ακόμα ευρέως χρησιμοποιούμενες τεχνικές είναι η ξήρανση και το πάστωμα. Η ξήρανση χρησιμοποιείται συνήθως για τη διατήρηση ψαριών όπως ο μπακαλιάρος. Η μερική ξήρανση και το πάστωμα είναι δημοφιλή μέσα συντήρησης ψαριών όπως η ρέγγα και το σκουμπρί. Ψάρια όπως ο σολομός, ο τόνος και η ρέγγα μαγειρεύονται και κονσερβοποιούνται. Τα περισσότερα ψάρια φιλετάρονται πριν από την κονσερβοποίηση, αλλά μερικά μικρά ψάρια (π.χ. σαρδέλες) καθαρίζονται από κεφάλια και έντερα πριν από τη συντήρηση.[25]

Κατανάλωση

Τα θαλασσινά καταναλώνονται σε όλο τον κόσμο. Είναι βασική πηγή υψηλής ποιότητας πρωτεΐνης, αποτελώντας το 14-16% των ζωικών πρωτεϊνών που καταναλώονται παγκοσμίως. Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι βασίζονται στα θαλασσινά ως κύρια πηγή ζωικών πρωτεϊνών.[26][27] Τα ψάρια είναι από τα πιο κοινά αλλεργιογόνα τρόφιμα.

Από το 1960, η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση θαλασσινών έχει υπερδιπλασιαστεί σε πάνω από 20 κιλά κατά κεφαλή. Μεταξύ των κορυφαίων καταναλωτών είναι η Κορέα (78,5 κιλά κατά κεφαλή), η Νορβηγία (66,6 κιλά) και η Πορτογαλία (61,5 κιλά).[28]

Η Υπηρεσία Τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου συνιστά την κατανάλωση τουλάχιστον δύο μερίδων θαλασσινών κάθε εβδομάδα, μία από τις οποίες πρέπει να είναι πλούσια σε λιπαρά. Πάνω από 100 διαφορετικά είδη θαλασσινών διατίθενται στις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου.

Τα ψάρια που είναι πλούσια σε λιπαρά, όπως το σκουμπρί και η ρέγγα, είναι καλή πηγή ωμέγα-3. Αυτά τα λιπαρά βρίσκονται σε κάθε κύτταρο του ανθρώπινου σώματος και απαιτούνται για τις ανθρώπινες βιολογικές λειτουργίες όπως η λειτουργία του εγκεφάλου.

Τα λευκά ψάρια, όπως ο μπακαλιάρος και ο γάδος, είναι πολύ χαμηλά σε λιπαρά και θερμίδες, τα οποία σε συνδυασμό με ψάρια πλούσια σε λιπαρά ωμέγα-3, όπως το σκουμπρί, οι σαρδέλα, ο νωπός τόνος, ο σολομός και η πέστροφα, μπορούν να συμβάλουν στην προστασία από τη στεφανιαία καρδιακή νόσο, καθώς και στην ανάπτυξη δυνατών οστών και δοντιών.

Τα οστρακοειδή είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ψευδάργυρο, ο οποίος είναι απαραίτητος για την υγεία του δέρματος και των μυών καθώς και για τη γονιμότητα. Λέγεται ότι ο Τζάκομο Καζανόβα έτρωγε 50 στρείδια την ημέρα.[29][30]

Υφή και γεύση

Έχουν καταγραφεί πάνω από 33.000 είδη ψαριών και πολλά άλλα είδη ασπόνδυλων θαλασσινών.[31] Οι βρομοφαινόλες, οι οποίες παράγονται από θαλάσσια φύκη, δίνουν στα θαλασσινά μια οσμή και γεύση που λείπει από τα είδη του γλυκού νερού. Επίσης, μια χημική ουσία που ονομάζεται διμεθυλοσουλφονιοπροπιονικό οξύ (DMSP)[32] που βρίσκεται στα κόκκινα και τα πράσινα φύκη μεταφέρεται στα ζώα της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας. Όταν διασπάται, παράγεται διμεθυλοσουλφίδιο (DMS) και συχνά απελευθερώνεται λόγω θερμότητας κατά το μαγείρεμα φρέσκων ψαριών και οστρακόδερμων. Σε μικρές ποσότητες δημιουργεί μια συγκεκριμένη οσμή που συνδέεται με τη θάλασσα, αλλά σε μεγαλύτερες ποσότητες δίνει την εντύπωση αποσύνθεσης.[33] Ένα άλλο μόριο που ονομάζεται TMAO εμφανίζεται στα ψάρια και τους δίνει ξεχωριστή μυρωδιά. Τα αυγά των φυκών περιέχουν φερομόνες οι οποίες προορίζονται να προσελκύουν το σπέρμα. Αυτές[34] βρίσκονται και σε βρώσιμα φύκη, γεγονός που συμβάλλει στην αρωματική τους ιδιότητα.[35]

Ο FDA των ΗΠΑ συνιστά μέτρια κατανάλωση ψαριών για μια υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή.

Υπάρχει ευρεία επιστημονική συναίνεση ότι το δοκοξαενοϊκό οξύ (DHA) και το εικοσαπενταενικό οξύ (EPA) που υπάρχουν στα θαλασσινά είναι ευεργετικά για την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και για τη γνωστική λειτουργία, ειδικά σε νεαρές ηλικίες.[36][37] Ο Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών έχει περιγράψει το ψάρι ως "υπερτροφή της φύσης".[38] Η κατανάλωση θαλασσινών συνδέεται με βελτιωμένη νευρολογική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης[39][40] και στα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας[41] καθώς και με τη μείωση της θνησιμότητας από στεφανιαία καρδιακή νόσο.[42]

Η κατανάλωση ψαριών έχει συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο άνοιας, καρκίνου του πνεύμονα και εγκεφαλικού επεισοδίου.[43][44][45] Μια μελέτη του 2020 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση ψαριών μειώνει τον θνησιμότητα από κάθε αιτία, τον καρκίνο, τις καρδιαγγειακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια και άλλα.[46] Δύο έως τέσσερις μερίδες την εβδομάδα είναι γενικά ασφαλείς.[47][48]

Τα μέρη των ψαριών που περιέχουν καλά λίπη και μικροθρεπτικά συστατικά συχνά πετιούνται στον ανεπτυγμένο κόσμο.[49][50] Συστατικά όπως ασβέστιο, κάλιο, σελήνιο, ψευδάργυρος και ιώδιο βρίσκονται στις κυρίως στο κεφάλι, τα έντερα, τα οστά και τα λέπια.[51]

Κίνδυνοι για την υγεία

Τα μπαρακούντα που ζουν στη Φλόριντα αποφεύγονται λόγω του υψηλού κινδύνου δηλητηρίασης. Το ίδιο ψάρι που ζει στο Μπελίζ παρουσιάζει μικρότερο κίνδυνο λόγω της χαμηλότερης συχνότητας των δινοφυκών που προκαλούν δηλητηρίαση στην Καραϊβική. Έτσι, η γνώση της προέλευσης ενός ψαριού είναι απαραίτητη για να προσδιοριστεί ο κίνδυνος για την υγεία.
Οργανικές και ανόργανες ενώσεις, όπως ο µεθυλυδράργυρος, μικροπλαστικά και πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB), μπορούν να βιοσυγκεντρωθούν σε επικίνδυνα επίπεδα σε θηρευτές όπως ξιφίες και μάρλιν.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση των κινδύνων που μπορεί να παρουσιάσουν τα θαλασσινά για την υγεία. Κάποιοι από αυτούς είναι οι θαλάσσιες τοξίνες, τα μικρόβια, οι τροφικές ασθένειες, η ραδιοϊσοτοπική μόλυνση και οι ρύποι που παράγονται από τον άνθρωπο.[49][52] Τα οστρακοειδή είναι μεταξύ των πιο κοινών αλλεργιογόνων τροφίμων.[53] Οι περισσότεροι από αυτούς τους κινδύνους είναι μετρήσιμοι και αποφεύγονται με την ακριβή γνώση του πότε και πού αλιεύονται τα θαλασσινά.[54] Οι καταναλωτές έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε πληροφορίες σε αυτό το θέμα και τα συστηματικά προβλήματα της βιομηχανίας θαλασσινών με λάθος σήμανση δυσκολεύουν την κατάσταση.[55]

Η δηλητηρίαση από ψάρια (CFP) είναι μια ασθένεια που προκύπτει από την κατανάλωση τοξινών που βιοσυγκεντρώνονται στο συκώτι, το κεφάλι και τα έντερα ψαριών από κοραλλιογενείς υφάλους.[56] Είναι η πιο κοινή ασθένεια που συνδέεται με την κατανάλωση θαλασσινών και αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τους καταναλωτές.[49] Ο πληθυσμός του πλανγκτόν που παράγει αυτές τις τοξίνες ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με τον χρόνο και την τοποθεσία. Η αξιολόγηση του κινδύνου σε κάθε συγκεκριμένο ψάρι απαιτεί ειδική γνώση της προέλευσής του, πληροφορίες που συχνά είναι ανακριβής ή μη διαθέσιμη[57]

Η τροφική δηλητηρίαση από από ψάρι είναι επίσης μια ασθένεια από θαλασσινά. Συνήθως προκαλείται από την κατανάλωση ψαριών με υψηλή περιεκτικότητα σε ισταμίνη που έχουν υποστεί ακατάλληλη αποθήκευση ή επεξεργασία.

Τα ψάρια και τα οστρακοειδή έχουν τη φυσική τάση να συγκεντρώνουν στο σώμα τους ανόργανες και οργανικές τοξίνες και ρύπους, συμπεριλαμβανομένου του μεθυλυδραργύρου, μιας εξαιρετικά τοξικής οργανικής ενώσης υδραργύρου, πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) και μικροπλαστικών. Τα είδη των ψαριών που βρίσκονται σε υψηλή θέση στην τροφική αλυσίδα, όπως καρχαρίας, ξιφίας, η σκουμπρί, μακρυπτέρυγος τόνος και πλακολεπιδόψαρο, περιέχουν υψηλότερες συγκεντρώσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή τα βιοσυγκεντρωμένα συστατικά αποθηκεύονται στους μυϊκούς ιστούς των ψαριών και όταν ένας θηρευτής τρώει ένα άλλο ψάρι, λαμβάνει ολόκληρο το φορτίο του σε βιοσυσσωρευτικά συστατικά. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται βιομεγέθυνση.[58]

Οι καταστροφές που προκαλούνται από τον άνθρωπο μπορούν να προκαλέσουν τοπικά κινδύνους στα θαλασσινά. Η πρώτη εμφάνιση ευρέως διαδεδομένης δηλητηρίασης από υδράργυρο σε άνθρωπο συνέβη με κατά τη δεκαετία του 1950 στην Μινάματα της Ιαπωνίας. Τα λύματα από ένα κοντινό εργοστάσιο χημικών απελευθέρωσαν μεθυλυδράργυρο που συσσωρεύτηκε στα ψάρια. Η σοβαρή δηλητηρίαση από υδράργυρο είναι τώρα γνωστή ως νόσος Μινάματα.[59][49][60] Η καταστροφή του πυρηνικού σταθμού Νταΐτσι στη Φουκουσίμα το 2011 και οι πυρηνικές δοκιμές στις Νήσους Μάρσαλ μεταξύ 1947-1991 οδήγησαν σε επικίνδυνη μόλυνση της τοπικής θαλάσσιας ζωής, η οποία, στη δεύτερη περίπτωση, παρέμενε τουλάχιστον μέχρι το 2008.[61][49]

Λάθος σήμανση

Λόγω της ευρείας γκάμας επιλογών στην αγορά θαλασσινών, η λάθος σήμανση στα είδη αυτά είναι πολύ πιο συχνή από ό,τι στα χερσαία τρόφιμα.[49] Υπάρχουν περισσότερα από 700 είδη θαλασσινών[62] στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, 80-90% των οποίων είναι εισαγόμενα.[63] Οι εκτιμήσεις για θαλασσινά με λάθος σήμανση στις Ηνωμένες Πολιτείες κυμαίνονται από 33% έως και 86% για συγκεκριμένα είδη.[62]

Βιωσιμότητα

Η έρευνα για τις τάσεις του πληθυσμού των διαφόρων θαλασσινών δείχνει ότι μέχρι το 2048 το είδος των θαλασσινών θα καταρρεύσει παγκοσμίως. Αυτό θα συμβεί λόγω της ρύπανσης και της υπεραλίευσης, απειλώντας τα ωκεάνεια οικοσυστήματα, σύμφωνα με μερικούς ερευνητές.[64]

Μια διεθνής επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2006 στο περιοδικό Science διαπίστωσε ότι περίπου το ένα τρίτο του συνολικού αλιευτικού αποθέματος παγκοσμίως έχει καταρρεύσει (γεγονός ορίζεται ως μείωση σε λιγότερο από 10% της μέγιστης παρατηρούμενης αφθονίας του) και ότι, αν οι τρέχουσες τάσεις συνεχίσουν, το σύνολο του παγκόσμιου αλιευτικού αποθέματος θα καταρρεύσει μέσα σε πενήντα χρόνια.[65] Τον Ιούλιο του 2009, ο Μπόρις Γουρμ του Πανεπιστημίου Νταλχάουζι, σε δημοσίευσή του στο Science, διαπίστωσε ότι με καλές τεχνικές διαχείρισης της αλιείας ακόμη και τα εναπομείναντα αποθέματα ψαριών μπορούν να αναζωογονηθούν και να ξαναγίνουν εμπορικά βιώσιμα.[66] Μια ανάλυση που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2020 δείχνει ότι τα θαλασσινά θα μπορούσαν θεωρητικά να αυξηθούν βιώσιμα κατά 36-74% έως το 2050 σε σύγκριση με τις τρέχουσες αποδόσεις. Αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες "όπως πολιτικές μεταρρυθμίσεις, τεχνολογική καινοτομία και το μέγεθος των μελλοντικών μεταβολών στην ζήτηση".[67][68]

Η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας για την κατάσταση της παγκόσμιας αλιείας και υδατοκαλλιέργειας 2004 εκτιμά ότι το 2003, από τα κύρια αλιευτικά αποθέματα για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες αξιολόγησης, "περίπου το ένα τέταρτο υπέστησαν υπερεκμετάλλευση, εξαντλήθηκαν ή ανέκαμψαν από την εξάντληση (16%, 7% και 1% αντίστοιχα)".[69]

Στην θρησκεία

Οι περισσότεροι ισλαμικοί κανόνες διατροφής επιτρέπουν την κατανάλωση θαλασσινών, αν και οι χανμπαλίτες απαγορεύουν τα χέλια, οι σάφι απαγορεύσουν τα βάτραχα και τους κροκόδειλους και οι χανάφι απαγορεύουν τα είδη του βυθού, όπως τα οστρακοειδή και ο κυπρίνος.[70] Οι εβραϊκοί κανόνες κοσέρ απαγορεύουν την κατανάλωση οστρακοειδών και χελιών.[71] Στην Παλαιά Διαθήκη, ο μωσαϊκός νόμος επέτρεπε στους Ισραηλίτες να τρώνε ψάρια, αλλά τα οστρακοειδή και τα χέλια θεωρούνταν ακάθαρτα και δεν επιτρέπονταν.[72]

Στο Καινή Διαθήκη (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον 24) ο Χριστός τρώει ψάρι και λέει στους μαθητές του πού να πιάσουν ψάρις, για να τα μαγειρέψει. Η ιχθυοχορτοφαγία ήταν ευρέως διαδεδομένη στις αρχικές εκκλησίες, τόσο σε κληρικούς όσο και σε λαϊκούς.[73] Στα πρώτα χρόνια και μέχρι τον μεσαίωνα, η Καθολική Εκκλησία απαγόρευε την κατανάλωση κρέατος, αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Ο Θωμάς Ακινάτης υποστήριζε ότι αυτά "αποφέρουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση ως τροφή [από ό,τι τα ψάρια], και μεγαλύτερη θρεπτική αξία για το ανθρώπινο σώμα, έτσι ώστε από την κατανάλωσή τους, προκύπτει μεγαλύτερο πλεόνασμα διαθέσιμου σπέρματος, το οποίο όταν είναι άφθονο γίνεται μεγάλο κίνητρο για την επιθυμία".[74] Σε αρκετές χριστιανικές χώρες, η αποχή από το κρέας τις Παρασκευές και στη διάρκεια της Σαρακοστής έχει καθιερώσει την ψαροφαγία τις ημέρες αυτές.[75][76][77]

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Επιπλέον ανάγνωση

 

Εξωτερικές συνδέσεις