Διεθνές Δικαστήριο

διεθνής οργανισμός

4°17′43.80″E / 52.0866000°N 4.2955000°E / 52.0866000; 4.2955000

Το Διεθνές Δικαστήριο[1] (αγγλικά: International Court of Justice - ICJ, γαλλικά: Cour internationale de Justice - CIJ), αποκαλούμενο συχνά εντός του ελληνικού χώρου ως Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), είναι το κύριο όργανο των Ηνωμένων Εθνών και έχει την έδρα του στο Παλάτι της Ειρήνης (Vredespaleis) στη Χάγη της Ολλανδίας.[2] Η λειτουργία και οι αρμοδιότητές του ρυθμίζονται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και το Καταστατικό του ΔΔ. Είναι διάδοχος του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ) που ιδρύθηκε από την Κοινωνία των Εθνών.[1]

Διεθνές Δικαστήριο
Tribunal Internacional de Justicia
International Court of Justice
Cour Internationale de Justice
Ιδρύθηκε1945
Χώρα193 (παγκοσμίως)
ΤοποθεσίαΧάγη, Ολλανδία
ΕξουσιοδότησηΚαταστατικός χάρτης ΟΗΕ Καταστατικό του ΔΔΔ
Διάρκεια θητείας δικαστή9 έτη
Αριθμός θέσεων15
Ιστοσελίδαicj-cij.org
Πρόεδρος
ΚάτοχοςΡόνι Άμπρααμ
Από6 Φεβρουαρίου 2015
Λήξη θητείας5 Φεβρουαρίου 2018
Αντιπρόεδρος
ΌνομαΑμπντουλκαουί Γιουσούφ
Έναρξη θητείας6 Φεβρουαρίου 2015
Λήξη θητείας5 Φεβρουαρίου 2018

Το Διεθνές Δικαστήριο συγκροτείται από 15 δικαστές διαφορετικών πάντα εθνικοτήτων που εκλέγονται για 9 έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Τα όργανα αυτά συνεδριάζουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αλλά ψηφίζουν ταυτόχρονα. Κάθε 3 έτη διορίζονται 5 νέοι δικαστές. Δεν επιτρέπεται στους δικαστές κατά τη θητεία τους να ασκούν παράλληλα άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.[1][2]

Προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορούν να κάνουν μόνο κράτη, αλλά όχι διεθνείς οργανισμοί ή άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου.[2] Όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Καταστατικό του ΔΔ και μπορούν να κινούν επίδικες υποθέσεις, οι οποίες είναι δεσμευτικές. Ωστόσο, οι γνωμοδοτήσεις μπορούν να υποβάλλονται μόνο από ορισμένα όργανα και υπηρεσίες του ΟΗΕ και έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα.[3] Όλες οι χώρες που έχουν αποδεχτεί το Καταστατικό μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο,[4] ενώ η προσφυγή άλλων κρατών καθορίζεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας.[5] Για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνήσουν για την παραπομπή της διαφοράς τους σ’ αυτό.[6] Στην περίπτωση που το διάδικο μέρος δεν εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου, η απόφαση αυτή μπορεί να επιβληθεί μέσω διαφόρων οργάνων του ΟΗΕ, εκτός από τη συνεκτική ή τη στρατιωτική παρέμβαση.[7][8]

Το Συμβούλιο Ασφαλείας διατηρεί το δικαίωμα να παραπέμψει σ΄ αυτό οποιαδήποτε νομική διαφορά, ενώ τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και η Γενική Συνέλευση μπορούν επίσης να ζητήσουν απ΄ αυτό δικαστική γνωμοδότηση για διάφορα νομικά ζητήματα. Επίσης το δικαίωμα αυτό διατηρούν και άλλα κύρια όργανα του ΟΗΕ, εφόσον προηγουμένως λάβουν την έγκριση της Συνέλευσης, για θέματα περί της δραστηριότητάς τους.[3]

Ιστορική αναδρομή

Την ίδρυση του νέου αυτού Διεθνούς Δικαστηρίου προέβλεψε το Κεφάλαιο ΙΔ’ (άρθρα 92-96) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που υπεγράφη στις 26 Ιουνίου 1945 στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, συνημμένο στο οποίο ήταν έτοιμο και το Καταστατικό του ΔΔΔΔ αποτελούμενο από 70 άρθρα. Κατόπιν αυτού σημειώνεται ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό (όπως το προηγούμενο ΔΔΔΔ), επειδή τυγχάνει κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών με το καταστατικό του να αποτελεί τμήμα του Καταστατικού του ΟΗΕ.[2]

Δικαιοδοσία

  Μέρη μετά την ένταξη στον ΟΗΕ.
  Μέρη πριν από την ένταξη στον ΟΗΕ σύμφωνα με το άρθρο 93.
  Κράτη παρατηρητές του ΟΗΕ που δεν είναι μέρη.

Επίδικες υποθέσεις

Η δικαιοδοσία είναι συχνά ένα κρίσιμο ζήτημα για το δικαστήριο σε επίδικες υποθέσεις. Η βασική αρχή είναι ότι το ΔΔ έχει δικαιοδοσία μόνο βάσει συγκατάθεσης. Το άρθρο 36 περιγράφει τέσσερις λόγους στους οποίους μπορεί να βασίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου[9]:

  1. Το 36 (1) προβλέπει ότι τα μέρη αυτά μπορούν να παραπέμπουν υποθέσεις στο δικαστήριο (δικαιοδοσία που βασίζεται σε «ειδική συμφωνία» ή «δέσμευση»). Αυτή η μέθοδος βασίζεται σε ρητή συναίνεση και όχι σε πραγματικά δεσμευτική δικαιοδοσία. Είναι ίσως η πιο αποτελεσματική βάση για τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, επειδή τα ενδιαφερόμενα μέρη επιθυμούν να επιλυθεί η διαφορά από το δικαστήριο και επομένως είναι πιο πιθανό να συμμορφωθούν με την απόφασή του.
  2. Το 36 (1) δίνει επίσης στο δικαστήριο την αρμοδιότητα για «θέματα που προβλέπονται ειδικά στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ή σε ισχύουσες συνθήκες και συμβάσεις». Οι περισσότερες σύγχρονες συνθήκες περιέχουν μια συμβιβαστική παράγραφο, η οποία προβλέπει συμβιβασμό του ΔΔ. Οι υποθέσεις που βασίζονται σε ρήτρες συμβιβασμού δεν ήταν τόσο αποτελεσματικές όσο οι υποθέσεις που βασίζονται σε ειδική συμφωνία, επειδή ένα κράτος μπορεί να μην έχει συμφέρον στο θέμα που εξετάζει το δικαστήριο και μπορεί να αρνηθεί να συμμορφωθεί με μια απόφαση. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της ιρανικής κρίσης ομήρων, το Ιράν αρνήθηκε να συμμετάσχει σε υπόθεση που άσκησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες βάσει συμβιβαστικής παραγράφου που περιέχεται στη Σύμβαση της Βιέννης του 1961 περί των Διπλωματικών Σχέσεων και δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση.[10] Από τη δεκαετία του 1970, η χρήση τέτοιων παραγράφων έχει μειωθεί. Πολλές σύγχρονες συνθήκες έχουν θέσει τον δικό τους συμβιβαστικό κανόνα, που συχνά βασίζεται σε μορφές διαιτησίας.[11]
  3. Το 36 (2) επιτρέπει στα κράτη να κάνουν προαιρετικές δηλώσεις προκειμένου να αποδεχτούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Η ετικέτα «υποχρεωτική» στο άρθρο 36 παράγραφος 2 είναι παραπλανητική επειδή οι δηλώσεις των κρατών είναι εθελοντικές. Επιπλέον, πολλές δηλώσεις περιέχουν επιφυλάξεις, όπως η εξαίρεση της δικαιοδοσίας για ορισμένα είδη διαφορών («ratione materia»).[12] Στα πρώτα χρόνια του δικαστηρίου, οι περισσότερες δηλώσεις γίνονταν από βιομηχανικές χώρες. Από την υπόθεση της Νικαράγουας και μετά, οι δηλώσεις των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν αυξηθεί, αντανακλώντας την αυξανόμενη εμπιστοσύνη στο δικαστήριο από τη δεκαετία του 1980. Κάποιες βιομηχανικές χώρες, από την άλλη πλευρά, έχουν προσθέσει κάποιες εξαιρέσεις ή έχουν αφαιρέσει τις δηλώσεις τους. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και η Αυστραλία, η οποία τροποποίησε τη δήλωσή της το 2002 για να αποκλείσει διαφορές για τα θαλάσσια σύνορα (πιθανότατα για να αποτρέψει μια επείγουσα προσφυγή από το Ανατολικό Τιμόρ, το οποίο κέρδισε την ανεξαρτησία δύο μήνες αργότερα).
  4. Το άρθρο 36 (5) προβλέπει δικαιοδοσία βάσει δηλώσεων που γίνονται βάσει του Καταστατικού του Μόνιμου Διεθνούς Δικαστηρίου. Το άρθρο 37 μεταβιβάζει ομοίως τη δικαιοδοσία βάσει οποιασδήποτε συμβιβαστικής ρήτρας σε μια συνθήκη που έδωσε δικαιοδοσία στο ΔΔΔΔ.

Επιπλέον, το δικαστήριο μπορεί να έχει δικαιοδοσία βάσει σιωπηρής συναίνεσης (forum prorogatum). Ελλείψει σαφούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 36, η δικαιοδοσία καθιερώνεται εάν ο εναγόμενος αποδέχεται ρητά τη δικαιοδοσία του ΔΔ ή απλώς την επικαλείται επί της ουσίας.

Προσωρινά μέτρα

Μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, το δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να διατάξει προσωρινά μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου.[13] Το ένα ή και τα δύο μέρη σε μια διαφορά μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο να εκδώσει προσωρινά μέτρα. Όπως η τελεσίδικη απόφαση, η απόφαση των προσωρινών μέτρων του δικαστηρίου είναι δεσμευτική.

Γνωμοδότηση

Οι γνωμοδοτήσεις του δικαστηρίου έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει εκ των προτέρων πρόβλεψη ότι η γνωμοδότηση θα είναι δεσμευτική για συγκεκριμένους οργανισμούς ή κράτη. Αυτός ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας δεν σημαίνει ότι οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν νομική ισχύ, διότι η νομική συλλογιστική που ενσωματώνεται σε αυτές αντικατοπτρίζει τις έγκυρες απόψεις του δικαστηρίου για σημαντικά ζητήματα διεθνούς δικαίου. Καταλήγοντας σε αυτές, το δικαστήριο ακολουθεί ουσιαστικά τους ίδιους κανόνες και διαδικασίες που διέπουν τις δεσμευτικές του αποφάσεις που εκδίδονται σε επίδικες υποθέσεις που του υποβάλλονται από κυρίαρχα κράτη. Η γνωμοδότηση αντλεί το κύρος της από το γεγονός ότι είναι η επίσημη δήλωση του κύριου δικαστικού οργάνου των Ηνωμένων Εθνών.[14]

Εκδίκαση προσφυγής

Το Παλάτι της Ειρήνης στη Χάγη, σημερινή έδρα του Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να λάβει αποφάσεις για διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία του ή που τα ενδιαφερόμενα μέρη (κράτη) αναγνωρίζουν (με σύμβαση που έχουν υπογράψει), την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για την επίλυση των διαφορών τους για τις οποίες προσφεύγουν σ΄ αυτό, εφαρμόζει τους ακόλουθους διεθνείς κανόνες[15]:

  1. Διεθνείς συνθήκες, γενικές ή ειδικές, που καθορίζουν κανόνες τους οποίους έχουν αναγνωρίσει τα αντίδικα μέρη,
  2. Διεθνές εθιμικό δίκαιο, ως απόδειξη γενικής πρακτικής που γίνεται αποδεκτή ως κανόνας δικαίου,
  3. Γενικές αρχές του δικαίου που έχουν αναγνωριστεί από τα πλείστα πολιτισμένα κράτη, και τέλος
  4. Διεθνή νομολογία και διδασκαλία (απόψεις, γνώμες) κορυφαίων νομομαθών (διεθνολόγων), ως βοηθητικές πηγές.

Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία των παρόντων δικαστών και είναι υποχρεωτικές,[16] ενώ αντίθετα οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.[3] Η απόφαση του δικαστηρίου δεσμεύει μόνο τα μέρη στη συγκεκριμένη διαμάχη.[17] Σύμφωνα με το άρθρο 38 (1) το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τις δικές του προηγούμενες αποφάσεις και να τις επικαλείται συχνά.[18] Εάν τα μέρη συμφωνήσουν, μπορούν επίσης να παραχωρήσουν στο δικαστήριο την ελευθερία να αποφασίσει καλή τη πίστει (ex aequo et bono).[19]

Διαδικασία

Οι υποθέσεις ενώπιον του ΔΔ ακολουθούν ένα τυπικό πρότυπο. Η υπόθεση κατατίθεται από τον ενάγοντα, ο οποίος καταθέτει γραπτό υπόμνημα που εκθέτει τη βάση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και το βάσιμο της αξίωσής του. Ο εναγόμενος μπορεί να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και να καταθέσει το δικό του υπόμνημα επί της ουσίας της υπόθεσης.

Προκαταρκτικές ενστάσεις

Εναγόμενος που δεν επιθυμεί να υποβληθεί στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου μπορεί να προβάλει προκαταρκτικές ενστάσεις. Οποιεσδήποτε τέτοιες αντιρρήσεις πρέπει να εξεταστούν από το δικαστήριο πριν μπορέσει να εξετάσει την ουσία της αξίωσης του ενάγοντα. Συχνά, διεξάγεται χωριστή δημόσια ακρόαση για τις προκαταρκτικές ενστάσεις και το δικαστήριο εκδίδει απόφαση. Οι εναγόμενοι συνήθως υποβάλλουν προκαταρκτικές ενστάσεις για τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή/και το παραδεκτό της υπόθεσης. Το παραδεκτό αναφέρεται σε μια σειρά από επιχειρήματα σχετικά με παράγοντες που πρέπει να λάβει υπόψη το δικαστήριο για να αποφασίσει τη δικαιοδοσία του, όπως το γεγονός ότι το ζήτημα δεν είναι δικαιολογημένο ή ότι δεν πρόκειται για «νομική διαφορά». Επιπλέον, μπορούν να υποβληθούν αντιρρήσεις επειδή όλα τα απαραίτητα μέρη δεν βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου.

Εάν η υπόθεση απαιτεί αναγκαστικά το δικαστήριο να αποφανθεί για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός κράτους που δεν έχει συναινέσει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, το δικαστήριο δεν προβαίνει στην έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι έχει δικαιοδοσία και η υπόθεση είναι παραδεκτή, τότε ο εναγόμενος καλείται να καταθέσει υπόμνημα που εξετάζει την ουσία της αξίωσης του ενάγοντος. Μόλις κατατεθούν όλα τα γραπτά επιχειρήματα, το δικαστήριο διεξάγει δημόσια ακρόαση επί της ουσίας.

Μόλις κατατεθεί μια υπόθεση, οποιοδήποτε μέρος (συνήθως ο ενάγων) μπορεί να ζητήσει εντολή από το δικαστήριο για την προστασία του status quo εν αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσης (επιβολή προσωρινών μέτρων). Το άρθρο 41 του Καταστατικού επιτρέπει στο δικαστήριο να εκδίδει τέτοιες εντολές. Το δικαστήριο πρέπει να θεωρήσει ότι έχει εκ πρώτης όψεως δικαιοδοσία να εκδικάσει την ουσία της υπόθεσης προτού εκδώσει προσωρινά μέτρα.

Αιτήσεις για παρέμβαση

Σε περιπτώσεις στις οποίες θίγονται τα έννομα συμφέροντα τρίτου κράτους, μπορεί να επιτραπεί σε αυτό το κράτος να παρέμβει στην υπόθεση και να συμμετάσχει ως πλήρες μέρος, σύμφωνα με το άρθρο 62. Ωστόσο, είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να επιτρέψει ή όχι την παρέμβαση. Οι αιτήσεις παρέμβασης είναι σπάνιες και η πρώτη επιτυχημένη αίτηση σημειώθηκε μόλις το 1991.

Κρίση και ένδικα μέσα

Μετά από διάσκεψη, η απόφαση του δικαστηρίου λαμβάνεται κατά πλειοψηφία. Μεμονωμένοι δικαστές μπορούν να εκδίδουν συγκλίνουσες γνώμες (εάν συμφωνούν με το αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε στην κρίση του δικαστηρίου, αλλά διαφέρουν ως προς το σκεπτικό τους) ή αντίθετες γνώμες (εάν διαφωνούν με την πλειοψηφία). Η απόφαση είναι οριστική και αμετάκλητη. Δεν είναι δυνατή η έφεση, αλλά οποιοδήποτε μέρος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διευκρινίσει την απόφαση εάν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την έννοια ή την έκταση της εφαρμογής της.[20]

Διοίκηση

Διατελέσαντες πρόεδροι

#Πρόεδρος[21] (γέννηση-θάνατος)ΑπόΈωςΧώρα
1Χοσέ Γκουστάβο Γκερέρο (1876-1958)19461949 Ελ Σαλβαδόρ
2Ζιλ Μπαντεβάν (1877-1968)19491952 Γαλλία
3Άρνολντ ΜακΝάιρ (1885-1975)19521955 Ηνωμένο Βασίλειο
4Γκριν Χάκγουορθ (1883-1973)19551958 Ηνωμένες Πολιτείες
5Χέλγκε Κλάεσταντ (1885-1965)19581961 Νορβηγία
6Μποχντάν Βινιάρσκι (1884-1969)19611964 Πολωνία
7Πέρσι Σπέντερ (1897-1985)19641967 Αυστραλία
8Χοσέ Μπουσταμάντε ι Ριβέρο (1894-1989)19671970 Περού
9Μουχάμαντ Ζαφαρουλάχ Χαν (1893-1985)19701973 Πακιστάν
10Μάνφρεντ Λαχς (1914-1993)19731976 Πολωνία
11Εδουάρδο Χιμένεθ δε Αρέτσαγα (1918-1994)19761979 Ουρουγουάη
12Χάμφρεϊ Γουάλντοκ (1904-1981)19791981 Ηνωμένο Βασίλειο
13Τασλίμ Ελίας (1914-1991)19821985 Νιγηρία
14Νατζέντρα Σινγκχ (1914-1988)19851988 Ινδία
15Χοσέ Ρούδα (1924-1994)19881991 Αργεντινή
16Ρόμπερτ Τζένινγκς (1913-2004)19911994 Ηνωμένο Βασίλειο
17Μοχάμεντ Μπετζαουί (1929-)19941997 Αλγερία
18Στίβεν Σβέμπελ (1929-)19972000 Ηνωμένες Πολιτείες
19Ζιλμπέρ Γκιγιόμ (1930-)20002003 Γαλλία
20Σι Ζουγιόνγκ (1926-)20032006 Κίνα
21Ρόζαλιν Χίγκινς (1937-)20062009 Ηνωμένο Βασίλειο
22Χισάσι Οβάντα (1932-)20092012 Ιαπωνία
23Πέτερ Τόμκα (1956-)20122015 Σλοβακία
24Ρονί Αμπραάμ (1951-)20152018 Γαλλία
25Αμπντουλκαβί Γιουσούφ (1948-)2018Σημερινός Σομαλία

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι